Old_Test.
(Menu)
Genesis
Exodus
Leviticus
Numbers
Deuteronomy

Joshua
Judges
Ruth
1Samuel
2Samuel
1Kings
2Kings
1Chronicles
2Chronicles
Ezra
Nehemiah
Esther

Psalms
Proverbs
Job
Ecclesiastes
Song

Isaiah
Jeremiah
Baruch
Ezekiel
Daniel
Hosea
Joel
Amos
Obadiah
Jonah
Micah
Nahum
Habbakuk
Zephaniah
Haggai
Zechariah
Malachi

Tobit
Judith
1Maccabees
2Maccabees
Sirach
Wisdom
New_Test.
(Menu)
Matthew
Mark
Luke
John
Acts

Romans
1 Corinthians
2 Corinthians
Galatians
Ephesians
Colossians
1 Thessalonians
2 Thessalonians
Philemon
1 Timothy
2 Timothy
Titus

Hebrews
James
1 Peter
2 Peter
1-3John
Jude
Revelation

Ἡ Καινὴ Διαθήκη

Josephus
(Menu)
Who was Josephus?
Maps, Graphics
Highlights
Translation

THE JEWISH WAR
War, Volume 1
War, Volume 2
War, Volume 3
War, Volume 4
War, Volume 5
War, Volume 6
War, Volume 7

THE ANTIQUITIES
Ant. Jud., Bk 1
Ant. Jud., Bk 2
Ant. Jud., Bk 3
Ant. Jud., Bk 4
Ant. Jud., Bk 5
Ant. Jud., Bk 6
Ant. Jud., Bk 7
Ant. Jud., Bk 8
Ant. Jud., Bk 9
Ant. Jud., Bk 10
Ant. Jud., Bk 11
Ant. Jud., Bk 12
Ant. Jud., Bk 13
Ant. Jud., Bk 14
Ant. Jud., Bk 15
Ant. Jud., Bk 16
Ant. Jud., Bk 17
Ant. Jud., Bk 18
Ant. Jud., Bk 19
Ant. Jud., Bk 20

OTHER WRITINGS
Apion, Bk 1
Apion, Bk 2
Autobiog.


Apocrypha
(Menu)
Introduction

Gospel of--
-- Nicodemus
-- Peter
-- Ps-Matthew
-- James (Protevangelium)
-- Thomas (Infancy)
-- Thomas (Gnostic)
-- Joseph of Arimathea
-- Joseph_Carpenter
Pilate's Letter
Pilate's End

Apocalypse of --
-- Ezra
-- Moses
-- Paul
-- Pseudo-John
-- Moses
-- Enoch

Various
Clementine Homilies
Clementine Letters
Clementine Recognitions
Dormition of Mary
Book of Jubilees
Life of Adam and Eve
Odes of Solomon
Pistis Sophia
Secrets of Enoch
Tests_12_Patriarchs
Veronica's Veil
Vision of Paul
Vision of Shadrach

Acts of
Andrew
Andrew & Matthias
Andrew & Peter
Barnabas
Bartholomew
John
Matthew
Paul & Perpetua
Paul & Thecla
Peter & Paul
Andrew and Peter
Barnabas
Philip
Pilate
Thaddaeus
Thomas in India

Daily Word 2019

SEASONS of:
Advent
Christmastide
Lent
Eastertide

SUNDAYS, Year A
Sundays, 1-34, A
SUNDAYS, Year B
Sundays, 1-34, B
SUNDAYS, Year C
Sundays, 1-34, C

WEEKDAYS
(Ordinary Time)
Weeks 1-11 (Year 1)
Weeks 1-11 (Year 2)

Wks 12-22 (Year 1)
Wks 12-22 (Year 2)

Wks 23-34 (Year 1)
Wks 23-34 (Year 2)

OTHER
Solemnities
Baptisms
Weddings
Funerals
Saints Days

Patristic
(Menu)


Clement of Rome

Ignatius of Antioch

Polycarp of Smyrna

Barnabas,(Epistle of)

Papias of Hierapolis

Justin, Martyr

The Didachë

Irenaeus of Lyons

Hermas (Pastor of)

Tatian of Syria

Theophilus of Antioch

Diognetus (letter)

Athenagoras of Alex.

Clement of Alexandria

Tertullian of Carthage

Origen of Alexandria

Κατὰ Μᾶρκον, στην  Δημοτική

 Matt . . .   Mark . . Luke . . John . . Acts
Κεφάλ. 1
Κεφάλ. 2
Κεφάλ. 3
Κεφάλ. 4
Κεφάλ. 5
Κεφάλ. 6
Κεφάλ. 7
Κεφάλ. 8
Κεφάλ. 9
Κεφάλ. 10
Κεφάλ. 11
Κεφάλ. 12
Κεφάλ. 13
Κεφάλ. 14
Κεφάλ. 15
Κεφάλ. 16
Demotic version of Codex Vaticanus, with the original paragraph numbering plus the 13th century chapter divisions.

Chapter 1

1. Αρχίζει το καλό το μήνημα του Ιησού Χριστού, γιου του Θεού. Όπως είναι γραμένο μέσα στον Ησαΐα τον προφήτη Νά, στέλνω τον άγγελό μου προτύτερά σου, που θα φτιάσει τη στράτα σου. Φωνή που κάπιος κράζει στην έρημο Ετοιμάστε το δρόμο τον Κυρίου, ίσια κάντε τα μονοπάτια του , βγήκε ο Ιωάνης ο βαφτιστής στην έρημο και κήρυχνε μετανιωμού βάπτισμα που να συχωρεθούν οι αμαρτίες. Και πήγαινε όξω στον Ιωάνη όλος ο τόπος της Ιουδαίας κι’ οι Ιεροσολυμείτες όλοι, και τους βάφτιζε μέσα στον Ιορδάνη τον ποταμό αφού ξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Κι' είχε ο Ιωάνης φόρεμα από γκαμήλας τρίχα και ζουνάρι δερμάτινο γύρω στη μέση του, κι’ έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριο. Και κήρυχνε λέγοντας «Έρχεται ο δυνατώτερός μου πίσω, που δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των σανταλιών του. Εγώ σας βάφτισα με νερό· όμως αυτός θα σας βαφτίσει με πνέμα άγιο.»

2. Συνέβηκε τις τότε μέρες, ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και βαφτίστηκε στον Ιορδάνη από τον Ιωάνη. Κι' ευτύς σαν έβγαινε από τα νερά, είδε που σκίζουνταν τα ουράνια και το Πνέμα σαν περιστέρι που κατέβαινε απάνου του· και φωνή βγήκε από τα ουράνια «Εσύ 'σαι ο γιος μου ο αγαπητός· εσένα καλογνώμησα.»

3. Κι' ευτύς το πνέμα τόνε βγάζει στην έρημο. Κι' έμενε στην έρημο μέρες σαράντα και τον πείραζε ο Σατανάς. Κι' έμενε με τα θεριά, κι’ οι άγγελοι τον υπερετούσαν.

4. Κι' αφού παράδωκαν τον Ιωάνη, ήρθε ο Ιησούς στη Γαλιλαία κηρύχνοντας το καλό το μήνημα του Θεού και λέγοντας πως «Τέλιωσε ο καιρός και σίμωσε η βασιλεία του Θεού. Μετανιώνετε και πιστεύετε το καλό το μήνημα.»

Και περνώντας κοντά στη λίμνη της Γαλιλαίας είδε το Σίμωνα και τον Αντρέα τον αδερφό του Σίμωνα που με τα δίχτια τους ψαρεύανε μέσα στη λίμνη, γιατί είτανε ψαράδες. Και τους είπε ο Ιησούς «Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων.» Κι' αμέσως άφισαν τα δίχτια και τον ακολουθούσαν. Και προχωρώντας λίγο είδε τον Ιάκωβο το γιο του Ζεβεδαίου και τον Ιωάνη τον αδερφό του, που κι’ αυτοί διόρθωναν τα δίχτια μέσα στο καράβι, κι’ αμέσως τους φώναξε. Κι' αφίσανε με τους εργάτες τον πατέρα τους το Ζεβεδαίο μέσα στο καράβι και πήγαν πίσω του.

5. Και πηγαίνουνε στην Καφαρναούμ. Κι' αμέσως το σαββάτο μπήκε μέσα στο συναγώγι και δίδασκε. Κι' απορούσανε με τη διδαχή του, γιατί τους δίδασκε σα νάχε εξουσία, κι’ όχι καθώς οι διαβασμένοι. Κι' αμέσως είτανε στο συναγώγι τους άνθρωπος με πνέμα ακάθαρτο, και φώναξε λέγοντας «Τι θέλεις από μας, Ιησού Ναζαρηνέ; ήρθες να μας καταστρέψεις; Σε ξέρω πιος είσαι, ο άγιος του Θεού.» Και το μάλωσε ο Ιησούς κι’ είπε «Σώπα κι’ έβγα από μέσα του.» Και τ' ακάθαρτο αφού τόνε σπάραξε και φώναξε με φωνή μεγάλη, βγήκε από μέσα του. Και τρομάξανε όλοι, τόσο που συζητούσαν κι’ έλεγαν «Τι 'ναι τούτο; Διδαχή καινούρια μ' εξουσία· και τα πνέματα τ' ακάθαρτα προστάζει και τον ακούν.» Και βγήκε η φήμη του ευτύς παντού σ' όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας.

6. Κι' ευτύς σα βγήκε από το συναγώγι, πήγε στο σπίτι του Σίμωνα κι’ Αντρέα μαζί με τον Ιάκωβο και με τον Ιωάνη. Κι' η πεθερά του Σίμωνα είτανε κατάκοιτη με θέρμη, κι’ αμέσως του λένε γι' αυτή. Και πήγε και τη σήκωσε πιάνοντάς της το χέρι, και την αφήκε η θέρμη και τους υπερετούσε. Κι' άμα βράδιασε, σα βασίλεψε ο ήλιος, του φέρανε όλους τους αρρώστους και τους δαιμονισμένους· κι’ είταν όλη η χώρα μαζεμένη στη μπασιά μπροστά. Και γιάτρεψε πολλούς παθιασμένους με λογής λογής αρρώστιες, κι’ έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφινε τα δαιμόνια να μιλούνε γιατί τον ήξεραν πως είναι ο Χριστός.

7. Και το πρωί σηκώθη κατασκότεινα και βγήκε σε μέρος έρημο, κι’ έκανε εκεί την προσευκή του. Κι' έτρεξε κατόπι του ο Σίμωνας κι’ οι συντρόφοι του και τον ηύραν και του λεν πως «Όλοι σε ζητούν.»

8. Και τους λέει «Ας πάμε εμείς αλλού στα γειτονικά χωριά, για να κηρύξω κι’ εκεί· επειδή για τούτο βγήκα.» Και πήγε σ' όλη τη Γαλιλαία κηρύχνοντας μέσα στα συναγώγια τους και βγάζοντας τα δαιμόνια.

Και πηγαίνει στον Ιησού λωβιασμένος που τον παρακαλούσε λέγοντας του «Κύριε πως α θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.» Και τόνε σπλαχνίστηκε, κι’ απλώνοντας το χέρι του τον άγγιξε και του λέει «Θέλω, καθαρίσου.» Κι' αμέσως τον αφήκε η λώβα και καθαρίστηκε. Κι' αφού τόνε φοβέρισε, ευτύς τον έβγαλε όξω και του λέει «Κοίταξε μην πεις τίποτα κανενός· μόνε σήρε δείξου στον παπά, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα πρόσταξε ο Μωυσής, έτσι για να φωτιστούν.» Όμως εκείνος βγήκε κι’ άρχισε να κηρύχνει πολλά και να διαλαλεί το λόγο, τόσο που δε μπορούσε πια ο Ιησούς φανερά να μπει σε πολιτεία, μόνε όξω σ' έρημους τόπους, και πήγαιναν από παντού και τον έβρισκαν.

Chapter 2

9. Και με καιρό, σα μπήκε πάλι στην Καφαρναούμ, ακούστηκε πως είναι σπίτι, και μαζεύτηκαν πολλοί — τόσο που πια δε χωρούσε μήτε το μέρος το κοντά στην πόρτα — και τους λαλούσε το λόγο. Κι' έρχουνται και του φέρνουν παραλυτικό που τον κουβαλούσαν τέσσερεις. Και σα δε μπορούσαν από το πλήθος ναν του τον παν κοντά, ξεσκέπασαν τη σκεπή εκεί που είταν, και τρυπώντας την αμολούνε το κλινάρι πούταν πλαγιασμένος ο παραλυτικός. Κι' όταν είδε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει του παραλυτικού «Παιδί μου, συχωρεμένες οι αμαρτίες σου.» Κι' είτανε μερικοί διαβασμένοι, που κάθουνταν εκεί και συλλογιούντανε μέσα στην καρδιά τους πως «Αυτός έτσι μιλώντας ασεβεί. Πιος μπορεί να συχωρνά αμαρτίες εξόν ένας, ο Θεός;» Κι' αμέσως ένιωσε ο Ιησούς με το πνέμα του το τι συλλογιούνται μέσα τους και λέει «Τι τα συλλογιέστε αυτά μέσα στην καρδιά σας; Τι 'ναι ευκολώτερο, να πεις του παραλυτικού Συχωρεμένες οι αμαρτίες σου, ή να πεις Σήκω πάρε το κλινάρι σου και περπάτα; Όμως για να μάθετε πως έχει εξουσία ο γιος τ' ανθρώπου να συχωρνά στη γη αμαρτίες— λέει του παραλυτικού — «Εσένα λέω, σήκω πάρε το κλινάρι σου και σήρε σπίτι σου.» Και σηκώθηκε, κι’ αμέσως παίρνοντας το κλινάρι βγήκε μπροστά σ' όλους, τόσο που σαστίζανε όλοι και δόξαζαν το Θεό λέγοντας πως «Ποτές έτσι δεν είδαμε.»

10. Και βγήκε πάλι στην ακρολιμνιά. Κι' όλο το πλήθος πήγαινε στον Ιησού και τους δίδασκε. Και περνώντας είδε το Λευείν, το γιο τ' Αλφαίου, καθισμένο στο τελώνιο, και του λέει «Ακολούθα με.» Και σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 11. Και τυχαίνει να κάθεται και τρώει στο σπίτι του, και πολλοί τελώνες κι’ αμαρτωλοί κάθουνταν μαζί με τον Ιησού και με τους μαθητάδες του· τι είταν πολλοί και τον ακολουθούσαν. Και των Φαρισαίων οι διαβασμένοι όταν τον είδανε που τρώει με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες, λέγανε στους μαθητάδες του πως «Με τους τελώνες τρώει και τους αμαρτωλούς.» Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς, τους λέει πως «Γιατρό δε θέλουν οι γεροί, μόνε οι αρρωστημένοι. Δεν ήρθα να κράξω ενάρετους, μόνε αμαρτωλούς.»

12. Κι' οι μαθητάδες του Ιωάνη κι’ οι Φαρισαίοι νήστευαν. Κι' έρχουνται και του λένε «Γιατί του Ιωάνη οι μαθητάδες κι’ οι μαθητάδες των Φαρισαίων νηστεύουν, κι’ οι δικοί σου δε νηστεύουν;» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Μήπως μπορούν οι γιοι της αίθουσας του γάμου, όσο είναι ο γαμπρός μαζί τους, να νηστεύουν; Όσον καιρό έχουνε μαζί τους το γαμπρό δε μπορούνε να νηστεύουν. Θα φτάσουν όμως μέρες που θαν τους πάρουν το γαμπρό, και τότες θα νηστέψουν εκείνη την ημέρα. Κανείς κουρέλλι καινούριο δεν το ράβει μπάλλωμα σε ρούχο παλιό· ειδεμή, παίρνει το γιόμισμα από κείνο, το καινούριο από το παλιό, και χειροτερεύει η τρύπα. Και κανείς δε βάζει καινούριο κρασί σ' ασκιά παλιά — ειδεμή, θαν τα σπάσει το κρασί τ' ασκιά, και χάνουνται κρασί κι’ ασκιά — παρά καινούριο κρασί σ' ασκιά καινούρια.»

13. Κι' έτυχε ο Ιησούς σαββάτο να περνά μέσα από τα σπαρτά, κι’ άρχισαν οι μαθητάδες του να περπατούνε μαδώντας τα στάχια. Κι' οι Φαρισαίοι τούλεγαν «Κοίτα τι κάνουνε μέρα σαββάτο, που δεν πρέπει.» Και τους έλεγε «Ποτές δε διαβάσατε τι έκανε ο Δαυείδ όταν αναγκάστη και πείνασε, αυτός κι’ οι συντρόφοι του; Μπήκε στον οίκο του Θεού στον καιρό του Αβιάθαρ του αρχιπαππά, κι’ έφαγε τους άρτους της προσφοράς — που δεν πρέπει να φαν άλλοι εξόν οι παπάδες — κι’ έδωκε και στους συντρόφους του;» Και τους έλεγε «Το σαββάτο για τον άνθρωπο έγινε, κι’ όχι ο άνθρωπος για το σαββάτο· έτσι οριστής είναι και του σαββάτου ο γιος τ' ανθρώπου.»

Chapter 3

14. Και μπήκε πάλι σε συναγώγι, κι’ εκεί 'ταν άνθρωπος με ξερό το χέρι, και τον παρατηρούσαν α θαν τόνε γιατρέψει σαββάτο, για ναν τον κατηγορήσουν. Και λέει τ' ανθρώπου με το ξερό το χέρι «Σήκω στη μέση.» Και τους λέει «Μπορεί κανείς σαββάτο να ωφελήσει ή να βλάψει; ζωή να σώσει ή να σκοτώσει;» Κι' εκείνοι σωπούσαν. Και κοιτάζοντάς τους γύρω με θυμό, λυπημένος για της καρδιάς τους το πέτρωμα, λέει τ' ανθρώπου «Άπλωσε το χέρι.» Και τ' άπλωσε, και ξανάγινε το χέρι του γερό. Και βγήκαν οι Φαρισαίοι όξω, κι’ ευτύς με τους Ηρωδιανούς τα συφωνούσανε πώς ναν τον καταστρέψουν.

15. Κι' ο Ιησούς μαζί με τους μαθητάδες του έφυγε κατά τη λίμνη. Και πολύ πλήθος από τη Γαλιλαία τον ακολούθησε, κι’ από την Ιουδαία κι’ από τα Ιεροσόλυμα κι’ από την Ιδουμαία κι’ αντίκρυ από τον Ιορδάνη· κι’ από τα περίχωρα της Τύρος και Σιδώνας πλήθος πολύ, ακούοντας όσα κάνει, ήρθανε στον Ιησού. Κι' είπε στους μαθητάδες του να καρτερούν κοντά του καραβάκια, από το πλήθος, για να μην τόνε στενοχωρούν· γιατί γιάτρεψε πολλούς, τόσο που πέφτανε απάνου του για ναν τον αγγίξουν όσοι είχαν πάθη· και τα πνέματα τ' ακάθαρτα, όταν τόνε θωρούσαν, πέφτανε μπροστά του κι’ έκραζαν λέγοντας πως «Εσύ 'σαι ο γιος του Θεού.» Και πολύ τα μάλωνε να μην τόνε φανερώσουν.

Κι' ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους ο ίδιος ήθελε, και πήγαν. 16. Κι' έκανε δώδεκα, που και τους έκραζε αποστόλους, για ναν τους έχει μαζί του και για ναν τους στέλνει να κηρύχνουν έχοντας εξουσία να βγάζουν τα δαιμόνια. Κι' έκανε τους δώδεκα, και το Σίμωνα τον έβγαλε Πέτρο· και τον Ιάκωβο το γιο του Ζεβεδαίου, και τον Ιωάνη τον αδερφό του Ιακώβου, και τους έβγαλε Βοανηργές , που θα πει γιοι Βροντής , και τον Αντρέα, και το Φίλιππο, και το Βαρθολομαίο, και το Μαθθαίο, και το Θωμά, και τον Ιάκωβο το γιο τ' Αλφαίου, και το Θαδδαίο, και το Σίμωνα τον Κανανιώτη, και τον Ιούδα τον Ισκαριώθ που και τον παράδωκε.

Κι' έρχεται σπίτι, και μαζεύεται πάλι πλήθος, τόσο που δε μπορούσανε μήτε ψωμί να φαν.

Και σαν τ' άκουσαν οι δικοί του, βγήκανε ναν τον πιάσουν, γιατί έλεγαν πως «Έχασε το νου του.» Κι' οι διαβασμένοι όσοι κατέβηκαν από την Ιερουσαλήμ, έλεγαν πως «Το Βεεζεβούλ έχεικαι πως «Με τον αρχιδαίμονα βγάζει τα δαιμόνια.» Και κράζοντάς τους τούς έλεγε με παραβολές «Πώς μπορεί σατανάς να βγάζει σατανά; Κι' α βασιλεία διαιρεθεί, δε δύνεται εκείνη η βασιλεία να σταθεί· κι’ α νοικοκυριό διαιρεθεί, δε θα μπορέσει το νοικοκυριό εκείνο να σταθεί· κι’ αν ο σατανάς σηκώθηκε να χτυπηθεί και διαιρέθηκε, δε μπορεί να σταθεί παρά τελιώνει. Μα δε μπορεί κανείς να μπει στου δυνατού το σπίτι και ν' αρπάξει τα συγύρια του αν το δυνατό δεν τόνε δέσει πρώτα, και τότες θ' αρπάξει το σπίτι του. Αληθινά σας λέω, πως όλα θα συχωρεθούνε στους γιους των ανθρώπων, τα κρίματα κι’ οι ασέβειες όσες ασεβήσουν· μα όπιος ασεβήσει στο Πνέμα τ' άγιο, συχώριο δεν έχει στον αιώνα, μόνε εγκληματεί παντοτινά.» Γιατί λέγανε «Έχει πνέμα ακάθαρτο.»

Κι' έρχουνται η μητέρα του και τ' αδέρφια του, και στέκοντας όξω στείλανε και τόνε φώναζαν. Κι' είταν πλήθος καθισμένο γύρω του και του λένε «Νά η μητέρα σου και τ' αδέρφια σου όξω σε ζητούν.» Κι' αποκρίθηκε και τους είπε «Πια 'ναι η μητέρα μου και τ' αδέρφια μου;» Και ρήχνοντας ολόγυρα τα μάτια στους κύκλω καθισμένους γύρω του, λέει «Κοίτα η μητέρα μου και τ' αδέρφια μου. Όπιος κάνει τα θελήματα του Θεού, αυτός αδερφός μου κι’ αδερφή 'ναι και μητέρα.»

Chapter 4

17. Κι' άρχισε πάλι να διδάσκει κοντά στην ακρο λιμνιά. Και μαζεύτηκε κοντά του πλήθος πάρα πολύ, τόσο που μπήκε σε καράβι και καθότανε στη λίμνη· κι’ όλο το πλήθος έμενε στην ξηρά, κοντά στη λίμνη. Και τους δίδασκε με παραβολές πολλά, και τους έλεγε στη διδαχή του «Ακούτε. Νά, βγήκε ο σπάρτης να σπείρει. Και συνέβη, καθώς έσπαιρνε, άλλο έπεσε σιμά στο δρόμο, κι’ ήρθαν τα πουλιά και τόφαγαν. Κι άλλο έπεσε σε πετρότοπους κι’ όπου δεν είχε χώμα πολύ, κι’ αμέσως βγήκε με το να μην είχε βάθος γης, και σα βγήκε ο ήλιος κάηκαν, κι’ όντας δίχως ρίζα ξεράθηκαν. Κι' άλλο έπεσε στ' αγκάθια, και μεγάλωσαν τ' αγκάθια και το συνεπνίξανε και δεν έδωκε καρπό. Κι' άλλα πέσανε στο χώμα το καλό, κι’ έδιναν καρπό βγαίνοντας και μεγαλώνοντας, κι’ έβγαζαν τριάντα κι’ εξήντα κι’ εκατό.» Κι' έλεγε «Όπιος έχει αυτιά ν' ακούει, ας ακούει.»

18. Κι' όταν έμεινε μονάχος, τόνε ρωτούσαν οι γύρω του με τους δώδεκα τις παραβολές. Και τους έλεγε «Εσάς σας δόθηκε το μυστήριο της βασιλείας του Θεού, μα σ' εκείνους τους όξω όλα με παραβολές τους γίνουνται, έτσι που βλέποντας να βλέπουν και να μη δουν, κι’ ακούοντας ν' ακούν και να μη νιώθουν, μήπως γυρίσουν και τους συχωρεθούν.» Και τους λέει «Δεν τη νιώσατε αυτή την παραβολή, και πώς θα νιώστε όλες τις παραβολές; Ο σπάρτης το λόγο σπαίρνει. Κι' αυτοί 'ναι οι σιμά στο δρόμο όπου σπαίρνεται ο λόγος, αυτοί που σαν ακούσουν, φτάνει ο Σατανάς αμέσως κι’ αφαιρεί το λόγο το σπαρμένο τους. Και το ίδιο, αυτοί 'ναι οι σπαρμένοι στους πετρότοπους, που σαν ακούσουνε το λόγο, ευτύς μετά χαράς τόνε δέχουνται, και δεν έχουνε ρίζα μέσα τους μόνε είναι πρόσκαιροι· κατόπι α γίνει για το λόγο συφορά ή καταδρομή, ευτύς σκουντάφτουν. Κι' άλλοι είναι όσοι σπαίρνουνται στ' αγκάθια· αυτοί 'ναι π' άκουσαν το λόγο, κι’ οι συλλογές του κόσμου κι’ η απάτη του πλούτου κι’ οι πόθοι γύρω στ' άλλα μπαίνουνε μέσα και συνεπνίγουνε το λόγο και γίνεται άκαρπος. Κι εκείνοι 'ναι οι σπαρμένοι στο καλό το χώμα, αυτοί π' ακούν το λόγο και τόνε δέχουνται, και καρποφορούν τριάντα κι’ εξήντα κι’ εκατό.»

Και τους έλεγε πως «Μήπως έρχεται ο λύχνος για να βαλθεί κάτου από το κοιλό ή από το κλινάρι, κι’ όχι να βαλθεί στο λυχνοστάτη απάνου; Γιατί κρυμένο δεν υπάρχει παρά θα φανερωθεί, μηδ' έγινε κρυφό μόνε για να φανερωθεί. Αν έχει αυτιά κανείς ν' ακούει, ας ακούει.»

Και τους έλεγε «Προσέχετε τι ακούτε. Μ' ό,τι μέτρο μετράτε θα σας μετρηθεί, και παραπάνου ακόμα. Γιατί όπιος έχει θαν του δοθεί· κι’ όπιος δεν έχει θαν του πάρουν κι’ ό,τι έχει.»

Κι' έλεγε «Έτσι 'ναι η βασιλεία του Θεού, σα να ρήξει άνθρωπος στη γη το σπόρο και κοιμάται και σηκώνεται νύχτα και μέρα, κι’ ο σπόρος βλασταίνει κι’ αψηλώνει, πώς, δεν ξέρει ο ίδιος. Αυτόθελα η γη καρποφορεί πρώτα χόρτο, κατόπι αστάχι, έπειτα μεστό το στάρι μέσα στ' αστάχι· κι’ όταν ο καρπός παραχωρήσει, αμέσως στέλνει το δρεπάνι, γιατί έφτασε ο θέρος.»

Κι' έλεγε «Με τι να πούμε μιάζει η βασιλεία του Θεού; ή με πια παραβολή ναν τη παραβάλουμε; Σα με σπυρί σινάπι π' ότα σπαρθεί στη γη, αν κι’ είναι ο πιο μικρός απ' όλους τους σπόρους της γης, μα σα σπαρθεί βγαίνει και ξεπερνάει τα χόρτα όλα και κάνει κλάδους μεγάλους, τόσο που μπορούνε στον ήσκιο του και φωλιάζουν τα πετούμενα τ' ουρανού.»

Και με τέτιες παραβολές πολλές τους μιλούσε το λόγο, καθώς μπορούσανε ν' ακούν· και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε, μα χώρια στους δικούς του μαθητάδες τα ξηγούσε όλα.

19. Και τους λέει σα βράδιασε εκείνη τη μέρα «Ας διαβούμε αντίπερα.» Και παραιτώντας το πλήθος, τον παίρνουνε μαζί έτσι όπως είτανε μέσα στο καράβι. Κι' είτανε μαζί του κι’ άλλα καράβια. Και γίνεται μεγάλη ανεμοζάλη, και τα κύματα πηδούσανε στο καράβι, τόσο που πια γιόμιζε το καράβι. Κι' είταν αυτός στην πρύμη, στο προσκεφάλι απάνου, κοιμισμένος. Και τόνε σηκώνουν και του λένε «Δάσκαλε, δε σε μέλει που χανόμαστε;» Και σηκώθηκε και μάλωσε τον άνεμο, κι’ είπε της λίμνης «Σώπα, βουβάσου.» Και κόπηκε ο άνεμος κι’ έγινε καλοσύνη μεγάλη. Και τους είπε «Γιατί είστε δειλοί; δεν έχετε ακόμα πίστη;» Και φοβηθήκανε φόβο μεγάλο, κι’ έλεγαν ένας με τον άλλο «Πιος άραγε είναι αυτός που κι’ ο άνεμος κι’ η λίμνη τον ακούν;»

Chapter 5

Και πήγε αντίπερα της λίμνης στον τόπο των Γερασηνών.

20. Κι' άμα βγήκε από το καράβι, απάντησε από τα μνήματα άνθρωπο με πνέμα ακάθαρτο που κατοικούσε τα μνήματα. Κι' ούτε μ' αλυσίδα δε μπορούσε πια κανείς ναν τόνε δέσει, γιατί πολλές φορές τον έδεσαν με πεδούκλες κι’ αλυσίδες, κι’ έσπασε τις αλυσίδες, και τις πεδούκλες τις κομάτιασε, και κανείς δεν κατόρθωνε ναν τόνε δαμάσει, και παντοτινά — νύχτα και μέρα — περνούσε στα μνήματα και στα βουνά, φωνάζοντας και κατακόβοντας τον εαυτό του στα λιθάρια. Κι' όταν είδε τον Ιησού από πέρα, έτρεξε και τον προσκύνησε και κράζοντας με φωνή μεγάλη λέει «Τι θέλεις από μένα, Ιησού γιε του Θεού του ύψιστου; Σε ξορκίζω στο θεό, μη με τυραννήσεις.» Γιατί τούλεγε «Έβγα, εσύ το πνέμα τ' ακάθαρτο, από τον άνθρωπο.» Και τόνε ρωτούσε «Τι 'ναι τ' όνομά σου;» Και του λέει «Λεγιώνα, είναι τ' όνομά μου, γιατί είμαστε πολλοί.» Και τον παρακαλούσαν παρακάλια πολλά να μην τους στείλει όξω από τον τόπο. Κι' είταν εκεί κοντά στο βουνό κοπάδι χοίροι μεγάλο πούβοσκε, και τον παρακάλεσαν κι’ είπανε «Στείλε μας στους χοίρους να μπούμε μέσα τους.» Και τους άφισε. Και βγαίνοντας, τα πνέματα τ' ακάθαρτα μπήκανε στους χοίρους, κι’ όρμησε το κοπάδι κάτου από το γκρεμό στη λίμνη ως διο χιλιάδες και πνιγόντουσαν μέσα στη λίμνη. Κι' οι βοσκοί τους έφυγαν κι’ έδωκαν την είδηση στη χώρα και στις εξοχές. Και βγήκανε να δουν τι έτυχε. Κι' έρχουνται στον Ιησού, και θωρούνε το δαιμονισμένο που καθότανε ντυμένος και γνωστικός, αυτόνε πούχε πριν το λεγιώνα, και φοβήθηκαν. Και τους δηγήθηκαν, όσοι είδαν, το τι έτυχε του δαιμονισμένου και την ιστορία των χοίρων. Κι' άρχισαν και τον παρακαλούσανε να φύγει από τα σύνορά τους. Κι' όταν έμπαινε στο καράβι, τον παρακαλούσε ο πρι δαιμονισμένος για να μείνει μαζί του. Και δεν τον άφισε, παρά του λέει «Σήρε σπίτι στους δικούς σου, και φανέρωσέ τους όσα έκανε σου ο Κύριος και σε σπλαχνίστη.» Κι' έφυγε, κι’ άρχισε να κηρύχνει στη Δεκάπολη όσα τού κανε ο Ιησούς, κι’ απορούσαν όλοι.

21. Και σα διάβηκε με καράβι πάλι αντίπερα ο Ιησούς, μαζεύτηκε πλήθος πολύ κοντά του, κι’ είτανε σιμά στη λίμνη. Κι' έρχεται ένας αρχισυνάγωγος μ' όνομα Ιάειρος, και σαν τον είδε πέφτει ομπρός στα πόδια του και τον παρακαλούσε πολλά, λέγοντας πως «Το κοριτσάκι μου βρίσκεται στο τέλος του· έλα και βάλε τα χέρια απάνου της για να σωθεί και ζήσει.» Και πήγε μαζί του· και τον ακολουθούσε πλήθος πολύ και τόνε στενοχωρούσαν.

Και μια γυναίκα μ' αιμορραγία δώδεκα χρόνια, που τράβηξε από πολλούς γιατρούς πολλά και ξόδιασε όλα τα δικά της και δεν ωφελήθη τίποτα παρά και χειροτέρεψε, σαν άκουσε για τον Ιησού πήγε μέσα στο πλήθος από πίσω κι’ άγγιξε το φόρεμά του· γιατί έλεγε πως «Τα φορέματά του καν ν' αγγίξω, θα γλυτώσω.» Κι' αμέσως στέρεψε η πηγή του αίματός της κι’ ένιωσε στο κορμί της πως γιατρεύτη από το πάθος. Κι' ένιωσε μέσα του ο Ιησούς ευτύς τη δύναμη που τούβγε, και γύρισε μέσα στο πλήθος κι’ έλεγε «Πιος μ' άγγιξε τα φορέματά μου;» Και τούλεγαν οι μαθητάδες του «Βλέπεις το πλήθος που σε στενοχωρεί και λες, πιος μ' άγγιξε;» Και κοίταζε γύρω για να δει αυτή που τό κανε. Κι' η γυναίκα με φόβο και τρεμούλα, ξέροντας το τι της έτυχε, ήρθε κι’ έπεσε μπροστά του, και τούπε όλη την αλήθια. Κι' εκείνος της είπε «Κόρη μου, η πίστη σου σε γλύτωσε· σήρε στο καλό, και νάσαι γιατρεμένη από το πάθος σου.»

Κι' ενώ λαλούσε ακόμα, έρχουνται από τ' αρχισυναγώγου και λεν πως «Η κόρη σου πέθανε· τι βασανίζεις πια το δάσκαλο;» Κι' άκουσε κάπως ο Ιησούς το λόγο που λαλούσαν, και λέει τ' αρχισυναγώγου «Μη φοβάσαι, παρά πίστευε.» Και δεν άφισε κανέναν ναν τόνε συνοδέψει εξόν τον Πέτρο, και τον Ιάκωβο, και τον Ιωάνη τον αδερφό του Ιακώβου. Κι' έρχουνται στο σπίτι τ' αρχισυναγώγου, και βλέπει ταραχή και πούκλαιγαν και ξεφωνούσαν τρομερά. Και μπήκε μέσα και τους λέει «Τι φωνάζετε και κλαίτε; Το παιδί δεν πέθανε, παρά κοιμάται.» Και τον περγελούσαν. Κι' εκείνος έβγαλε όλους όξω, και παίρνει τον πατέρα του παιδιού και τη μητέρα κι’ όσους είτανε μαζί του, και μπαίνει μέσα εκεί πούταν το κορίτσι. Και πιάνοντας του κοριτσιού το χέρι της λέει «Ταλειθά κουμ», που ξηγημένο θα πει «Κόρη μου — εσένα μιλώ — σήκω.» Κι' αμέσως σηκώθη το κορίτσι και περπάταε· γιατί είτανε δώδεκα χρονών. Και σάστισαν αμέσως σάστισμα μεγάλο. Και τους πρόσταξε πολλά, να μην το μάθει αυτό κανείς. Κι' είπε ναν της δώσουνε να φάει.

Chapter 6

22. Και μίσεψε από κει και πηγαίνει στην πατρίδα του, και τον ακολουθούν οι μαθητάδες του. Και σαν ήρθε το σαββάτο, άρχισε και δίδασκε μέσα στα συναγώγι. Και σάστιζαν οι πιο πολλοί ακούοντας και λέγανε «Από που σ' αυτόν αυτά; και πια η σοφία που του δόθηκε και τα θάματα που τέτια γίνουνται από τα χέρια του; Δεν είναι αυτός ο τεχνίτης, ο γιος της Μαρίας, κι’ αδερφός του Ιακώβου κι’ Ιωσή κι’ Ιούδα και Σίμωνα; και δεν είναι οι αδερφές του εδώ μαζί μας;» Κι' αγαναχτούσανε μαζί του. Κι' ο Ιησούς τους έλεγε πως «Ατίμητος προφήτης δεν υπάρχει εξόνε στην πατρίδα του και στους δικούς του και στο σπίτι του.» Και δε μπορούσε να κάνει εκεί κανένα θάμα, παρά λίγους αρρώστους πούβαλε απάνου τους τα χέρια και τους γιάτρεψε. Κι' απόρησε με την απιστία τους. 23. Και γύριζε κύκλω τα χωριά διδάσκοντας.

Και προσκαλεί τους δώδεκα, κι’ άρχισε ναν τους προβοδάει διο διο, και τους έδινε εξουσία ακάθαρτων πνεμάτων. Και τους παράγγειλε τίποτα να μην πάρουνε για το δρόμο παρά ραβδί μονάχα· όχι ψωμί, όχι ταγάρι, όχι χαλκό για το ζουνάρι, μόνε σανταλωμένοι, και να μη φορέσουνε διο ρούχα. Και τους έλεγε «Όπου μπείτε σε κανένα σπίτι, εκεί μένετε ως που να μισέψτε. Κι' όπιος τόπος δε σας δεχτεί μήτ' ακούσει, σα βγαίνετε τινάξτε το το χώμα το κάτου από τα πόδια σας, έτσι για να φωτιστούν.» Και βγήκαν και κηρύξανε να μετανιώνουν, κι’ έβγαζαν πολλά δαιμόνια, και με λάδι αλείφανε πολλούς αρρώστους και τους γιάτρευαν.

24. Κι' άκουσε ο βασιλέας Ηρώδης. Γιατί έγινε γνωστό τ' όνομά του, κι’ έλεγαν πως ο Ιωάνης ο βαφτιστής αναστήθηκε από τους νεκρούς και για τούτο του δουλεύουν τα θάματα, κι’ άλλοι έλεγαν πως ο Ηλίας είναι, κι’ άλλοι έλεγαν πως προφήτης, σαν ένας από τους προφήτες. Και σαν τ' άκουσε ο Ηρώδης, έλεγε «Εκείνος πούκοψα εγώ, ο Ιωάνης, αυτός αναστήθηκε.» Τι ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και σύλλαβε τον Ιωάνη και τόνε φυλάκισε, αφορμή η Ηρωδιάδα, η γυναίκα του Φιλίππου τ' αδερφού του, γιατί την παντρεύτηκε. Γιατί έλεγε ο Ιωάνης του Ηρώδη πως «Σου 'ναι αμποδισμένο νάχεις τη γυναίκα τ' αδερφού σου.» Κι' η Ηρωδιάδα του το κράταε μέσα της κι’ ήθελε ναν τόνε σκοτώσει, και δε μπορούσε. Γιατί ο Ηρώδης φοβούνταν τον Ιωάνη· γνωρίζοντάς τον άνθρωπο ενάρετο κι’ άγιο τον προστάτευε, και σαν τον άκουσε, υπερβολικά απορούσε, και τ' άρεσκε ναν τον ακούει. Και σαν έτυχε μια μέρα σκόλη, όταν ο Ηρώδης στα γεννέθλια του έκανε τραπέζι των αρχόντων του και χιλιάρχων και των πρώτων της Γαλιλαίας, και μπήκε η κόρη του η Ηρωδιάδα και χόρεψε, άρεσε στον Ηρώδη και στους καθισμένους μαζί του. Κι' είπε ο βασιλέας στο κορίτσι «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις, και θα σ' το δώσω», και της ορκίστη πως «Ό,τι μου ζητήσεις, θα σ' το δώσω, ως στο μισό μου βασίλειο.» Και βγήκε κι’ είπε της μητέρας της «Τι να ζητήσω;» Κι' αυτή είπε «Το κεφάλι του Ιωάνη του βαφτιστή.» Και πήγε αμέσως μέσα βιαστικά στο βασιλέα, και το ζήτησε λέγοντας «Θέλω να μου δώκεις τώρα ευτύς σε δίσκο απάνου το κεφάλι του Ιωάνη του βαφτιστή.» Κι' ο βασιλέας καταλυπήθη, όμως για τους όρκους και τους προσκαλεσμένους δε θέλησε ναν της αρνηθεί. Κι' έστειλε ευτύς ο βασιλέας κονταριστή και πρόσταξε να φέρει το κεφάλι του. Και πήγε και τον έκοψε μέσα στη φυλακή, κι’ έφερε το κεφάλι του σε δίσκο απάνου και τόδωκε της κόρης, κι’ η κόρη τόδωκε της μητέρας της. Και σαν τ' άκουσαν οι μαθητάδες του, πήγαν και πήρανε το λείψανό του και το βάλανε σε τάφο.

25. Και μαζεύουνται στον Ιησού κοντά οι απόστόλοι, και τον πληροφορήσανε όλα όσα άκουσαν κι’ όσα δίδαξαν. Και τους λέει «Ελάτε εσείς μονάχοι χωριστά σ' έρημο μέρος και ξεκουραστήτε λίγο.» Γιατί είταν όσοι πηγαινόρχουνταν πολλοί, κι’ ούτε να φάνε δεν ευκαιρούσαν. Και φύγανε με το καράβι σ' έρημο μέρος χωριστά. Και τους είδανε πού πήγαιναν, και τους παρατήρησαν πολλοί. Και με τα πόδια απ' όλες τις χώρες έτρεξαν εκεί σωρός, και τους πρόκαναν. Και βγαίνοντας είδε πλήθος πολύ, και τους σπλαχνίστηκε γιατί είτανε σαν πρόβατα δίχως βοσκό, κι’ άρχισε ναν τους διδάσκει πολλά. Κι' η ώρα πια σαν πέρασε, πήγαν οι μαθητάδες του και τούλεγαν πως «Το μέρος έρημο κι’ η ώρα πια πέρασε· σκόλασέ τους, για να πάνε στις τριγύρω εξοχές και στα χωριά και να ψωνίσουν τι να φάνε.» Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Δώστε τους εσείς να φάνε.» Και του λένε «Να πάμε και ν' αγοράσουμε διακόσω δηναρίων ψωμιά, και ναν τους δώσουμε να φάνε;» Κι' εκείνος τους λέει «Πόσα ψωμιά έχετε; Πηγαίνετε κοιτάξτε.» Κι' αφού κοίταξαν του λένε «Πέντε, και διο ψάρια.» Και τους πρόσταξε ναν τους καθίσουν όλους παρέες παρέες απάνου στα χλωρά χορτάρια. Και κάθησαν κατεβατά κατεβατά, από εκατό κι’ από πενήντα. Και πήρε τα πέντε τα ψωμιά και τα διο τα ψάρια, και κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό τα βλόγησε, κι’ έκοψε κομάτια τα ψωμιά και τάδινε στους μαθητάδες του ναν τους τα βάλουνε μπροστά τους· και μοίρασε τα διο τα ψάρια σ' όλους. Κι' έφαγαν όλοι και χορτάσανε. Και σε κομάτια πήρανε δώδεκα κοφινιών γιομίσματα, κι από τα ψάρια. Κι είταν όσοι φάγανε τα ψωμιά ψυχές πέντε χιλιάδες.

26. Κι' αμέσως έκανε τους μαθητάδες του να μπούνε στο καράβι και να προχωρήσουν πριν αντίπερα κατά τη Βηθσαϊδάν, ενόσω αυτός σκολνά το πλήθος. Κι' αφού τους χωρίστηκε, πήγε στο βουνό να κάνει προσευκή. Κι' άμα βράδιασε, είταν το καράβι στη μέση της λίμνης κι’ εκείνος μοναχός του στην ξηρά. Και σαν είδε τους πως τυραννιούνται λάμνονταςγιατί τους είτανε μπροστά ο άνεμος — , κατά την τέταρτη νυχτοφρουρά πάει κοντά τους περπατώντας απάνου στη λίμνη, κι’ ήθελε ναν τους προσπεράσει. Κι' εκείνοι όταν τον είδανε στη λίμνη απάνου που περπάταε, νόμισαν πως είναι φάντασμα και φώναξαν τι όλοι τον είδαν και ταράχτηκαν. Κι' εκείνος ευτύς τους μίλησε και τους λέει «Θάρρος· εγώ είμαι, μη φοβάστε.» Κι' ανέβηκε κοντά τους στο καράβι, και κόπηκε ο άνεμος. Κι' υπερβολικά σαστίζανε μέσα τους· γιατί δεν ένιωσαν τότες με τα ψωμιά, παρά η καρδιά τους είταν πετρωμένη.

27. Και περνώντας τη λίμνη πέρα ως στην ξηρά, ήρθανε στη Γεννησαρέθ κι’ αράξανε. Και σα βγήκαν από το καράβι, ευτύς τον αναγνώρισαν, κι’ έτρεξαν τριγύρω σ' όλον τον τόπο εκείνο, κι’ άρχισαν απάνου στα κλινάρια να περιφέρουν τους αρρώστους όπου ακούγανε πως βρίσκεται. Κι' όπου κι’ αν έμπαινεσε χωριά ή σε πολιτείες ή σ' εξοχές — απίθωναν μέσα στην αγορά τους αρρώστους και τον παρακαλούσανε ν' αγγίξουν καν την άκρη του ρούχου του, κι’ όσοι τον αγγίξανε γλυτώσανε.

Chapter 7

28. Και συνάζουνται κοντά του οι Φαρισαίοι και μερικοί διαβασμένοι πούρθανε από τα Ιεροσόλυμα. Κι' όταν είδανε μερικούς μαθητάδες του πως με χέρια ακάθαρτα, δηλαδή άνιφτα, τρων ψωμί (γιατί οι Φαρισαίοι κι’ όλοι οι Ιουδαίοι, α με τη χούφτα δε νίψουν τα χέρια, δεν τρώνε, φυλάγοντας τα πατροπαράδοτα· κι’ από την αγορά, α δε ραντιστούν, δεν τρων κι’ έχει πολλά άλλα που παραλάβανε να φυλάνε, πλυσίματα ποτηριών και λεβετιών και χαλκωμάτων), και τόνε ρωτούν οι Φαρισαίοι κι’ οι διαβασμένοι «Γιατί δεν παν οι μαθητάδες σου με τα πατροπαράδοτα, παρά με χέρια ακάθαρτα τρων ψωμί;» Κι' εκείνος τους είπε «Καλά προφήτεψε για σας τους υποκριτάδες ο Ησαΐας, όπως είναι γραμένο, πως Ο λαός αυτός με τα χείλη με τιμά, μα η καρδιά τους βρίσκεται μακριά από μένα. Και ψεύτικα με προσκυνούν, που οι διδαχές τους που διδάσκουν ανθρώπων είναι παραγγέλματα . Αφίνοντας την εντολή του Θεού φυλάτε των ανθρώπων τα πατροπαράδοτα.» Και τους έλεγε «Ωραία παραβαίνετε την εντολή του Θεού για να φυλάτε τα πατροπαράδοτά σας. Τι ο Μωυσής είπε Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου κι’ Όπιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα να θανατώνεται . Εσείς όμως λέτε Αν άνθρωπος πει του πατέρα ή της μητέρας Κορβάν (δηλαδή χάρισμα) ό,τι σου χρωστώ , αφίνετε πια να μην κάνει τίποτα για τον πατέρα ή τη μητέρα, ακυρώνοντας το λόγο του Θεού με τα πατροπαράδοτά σας που παραδώκατε. Και σαν τέτια κάνετε πολλά.» Και κράζοντας πάλι το πλήθος τους λέει «Ακούτε με όλοι και μάθετε. Τίποτα όξω από τον άνθρωπο που μπαίνει μέσα του δεν τον ακαθαρτεί· μόνε όσα βγαίνουν από τον άνθρωπο, εκείνα ακαθαρτούν τον άνθρωπο.»

29. Κι' άμα από το πλήθος μπήκε σπίτι, τόνε ρωτούσαν οι μαθητάδες του την παραβολή. Και τους λέει «Έτσι κι’ εσείς είστε δίχως νου; Δε νιώθετε πως απ' όξω ό,τι πηγαίνει μέσ' στον άνθρωπο δε μπορεί ναν τον ακαθαρτήσει, τι δεν πηγαίνει στην καρδιά του μέσα, παρά στην κοιλιά, κι’ όξω βγαίνει στον κοπρώνα και παστρεύει κάθε ακαθαρσία;» Κι' έλεγε πως «Ό,τι βγαίνει από τον άνθρωπο, εκείνο ακαθαρτεί τον άνθρωπο. Γιατί από μέσα απ' των ανθρώπων την καρδιά κινούν οι στοχασμοί οι κακοί, πορνιές, κλεψιές, φόνοι, μοιχείες, αχορταγιές, πονηριές, απάτη, παραλυσία, μάτι κακό, ασέβεια, περφάνια, αμιαλοσύνη· όλα αυτά τα κακά από μέσα βγαίνουνε κι’ ακαθαρτούν τον άνθρωπο.»

30. Κι' από κει σηκώθηκε και μίσεψε στα σύνορα της Τύρος και Σιδώνας. Και μπήκε σ' ένα σπίτι, και δεν ήθελε κανέναν ναν το μάθει, μα δεν κατόρθωσε να κρυφτεί, μόνε άκουσε γι' αυτόν αμέσως μια γυναίκα που το κορίτσι της τής είχε πνέμα ακάθαρτο, κι’ ήρθε κι’ έπεσε στα πόδια του. Κι' είταν Ελληνίδα η γυναίκα, καταγωγής Συροφοινίκισσα. Και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της. Και της έλεγε «Ας χορτάσουν πρώτα τα παιδιά· τι σωστό δεν είναι το να πάρεις το ψωμί των παιδιών και ναν το ρήξεις στα σκυλιά.» Κι' αυτή αποκρίθη και του λέει «Ναι, Κύριε, και τα σκυλιά κάτου από το τραπέζι τρων από τα ψίχουλα των παιδιών.» Και της είπε «Γι' αυτό το λόγο πήγαινε· βγήκε το δαιμόνιο από τη θυγατέρα σου.» Και πήγε σπίτι της, κι’ ηύρε το κορίτσι της πλαγιασμένο στο κλινάρι, και το δαιμόνιο βγαλμένο.

31. Και πάλι βγήκε από τα σύνορα της Τύρος, και περνώντας τη Σιδώνα ήρθε στη λίμνη της Γαλιλαίας μέσα από τα σύνορα της Δεκάπολης. Και του φέρνουνε κουφάλαλο, και τον παρακαλούνε να βάλει απάνου του το χέρι. Και παίρνοντάς τον όξω από το πλήθος χωριστά, τούβαλε τα δάχτυλα στ' αυτιά του, κι’ έφτυσε κι’ άγγιξε τη γλώσσα του, και βλέποντας ψηλά στον ουρανό στέναξε και του λέει «Εφφαθά .» που θα πει «Άνοιξε.» Κι' άνοιξαν οι ακουές του, και του λύθη ο γλωσσοδέτης του και μιλούσε σωστά. Και τους σύστησε να μην το πουν κανενός· όμως όσο τους σύστηνε, αυτοί πιο περισσότερο κήρυχναν. Κι' υπερβολικά σάστιζαν και λέγανε «Λαμπρά όλα τάκανε· ως και τους κουφούς κάνει ν' ακούνε κι’ άλαλους να λαλούν.»

 

Chapter 8

32. Εκείνες τις μέρες, όντας πάλι πολύ πλήθος και μην έχοντας τι να φάνε, φώναξε τους μαθητάδες του και τους λέει «Σπλαχνίζουμαι το πλήθος, γιατί τρεις μέρες δε σαλεύουν από δω και δεν έχουν τι να φαν. Κι' αν τους στείλω νηστικούς σπίτι τους, θα λιώσουνε στο δρόμο, και μερικοί τους είναι από μακριά.» Και τ' αποκρίθηκαν οι μαθητάδες του πως «Πού θα μπορέσει εδώ κανείς ναν τους χορτάσει αυτούς ψωμί στην ερημιά;» Και τους ρωτούσε «Πόσα ψωμιά έχετε;» Κι' εκείνοι είπαν «Εφτά.» Και προστάζει το πλήθος να καθήσουν κατά γης, και πήρε τα εφτά ψωμιά, κι’ αφού δοξολόγησε έκοψε κομάτια κι’ έδινε στους μαθητάδες του ναν τα προσφέρουν, και τα πρόσφεραν στο πλήθος.

Κι' είχανε μερικά ψαράκια· κι’ αφού τα βλόγησε, είπε κι’ αυτά ναν τα προσφέρουν. Κι' έφαγαν και χορτάσανε, και πήραν περισσέματα, εφτά καλαθιών κομάτια. Κι' είταν ως τέσσερεις χιλιάδες. Και τους σκόλασε.

33. Κι' αμέσως μπήκε αυτός στο καράβι με τους μαθητάδες του κι’ ήρθε στα μέρη της Δαλμανουνθά. Και βγήκαν οι Φαρισαίοι κι’ αρχίσανε μαζί του να συζητούν, ζητώντας του σημάδι από τον ουρανό, δοκιμάζοντάς τον. Κι' αναστέναξε μέσα στο πνέμα του και λέει «Τι γυρεύει η φύτρα αυτή σημάδι; αληθινά λέω, σημάδι αυτής της φύτρας δε θαν της δοθεί.» 34. Κι' αφίνοντάς τους μπήκε πάλι στο καράβι κι’ έφυγε αντικρύ.

Και ξέχασαν να πάρουνε ψωμιά· κι’ εξόν ένα, ψωμί δεν είχανε μαζί τους μέσα στο καράβι. Και τους σύστηνε κι’ έλεγε «Κοιτάτε, προσέχετε από το ζυμάρι των Φαρισαίων κι’ από το ζυμάρι του Ηρώδη.» Και συλλογίζουνταν ανάμεσό τους «Γιατί δεν έχουμε ψωμί.» Και κατάλαβε και τους λέει «Τι συλλογιέστε πως δεν έχετε ψωμιά; Δε νογάτε ακόμα μήτε νιώθετε; Πετρωμένη σάς είναι η καρδιά; Μάτια έχετε, και δε βλέπετε; κι’ αυτιά έχετε, και δεν ακούτε; Και δε θυμάστε ότα μοίρασα τα πέντε ψωμιά στις πέντε χιλιάδες, πόσα κοφίνια πήρατε γιομισμένα με κομάτια;» Του λένε «Δώδεκα.» «Όταν τα εφτά στις τέσσερεις χιλιάδες, πόσων καλαθιών γιομίσματα πήρατε κομάτια;» Και του λεν Εφτά.» Και τους έλεγε «Πώς δε νογάτε;»

35. Κι' έρχουνται στη Βηθσαϊδάν, και του φέρνουν τυφλό και τον παρακαλούνε ναν τον αγγίξει. Κι' έπιασε από το χέρι τον τυφλό και τον έβγαλε όξω από το χωριό, κι’ αφού τούφτυσε στα μάτια, έβαλε απάνου του τα χέρια και τόνε ρωτούσε «Α βλέπεις τίποτα;» Και κοίταξε κι’ έλεγε «Βλέπω τους ανθρώπους, γιατί σα δέντρα βλέπω κάπιους που περπατούν.» Έπειτα έβαλε πάλι τα χέρια απάνου στα μάτια του. και τότες είδε κι’ έγινε καλά κι’ έβλεπε ξάστερα τα πάντα. Και τον έστειλε σπίτι του λέγοντας «Μήτε στο χωριό να μη μπεις.»

36. Και βγήκε ο Ιησούς κι’ οι μαθητάδες του στα χωριά της Καισαρείας του Φιλίππου. Και στο δρόμο ρωτούσε τους μαθητάδες του και τους έλεγε «Πιος λεν οι ανθρώποι πως είμαι;» Κι' εκείνοι τούπανε λέγοντας πως ο Ιωάνης ο βαφτιστής, κι’ άλλοι ο Ηλίας, κι’ άλλοι πως ένας από τους προφήτες. Κι' αυτός τους ρωτούσε «Κι' εσείς πιος λέτε πως είμαι;» Αποκρίθη ο Πέτρος και του λέει «Εσύ 'σαι ο Χριστός.» Και τους πρόσταξε να μη μιλούνε γι' αυτόν κανενός. Κι' άρχισε ναν τους ξηγά πως πρέπει πολλά να πάθει ο γιος τ' ανθρώπου, και ν' αποκηρυχτεί από τους δημογερόντους και πρωτοπαπάδες και διαβασμένους, και να θανατωθεί και τρεις μέρες κατόπι ν' αναστηθεί. Κι' ανοιχτά μιλούσε το λόγο. Και τον πήρε ο Πέτρος κι’ άρχισε ναν τόνε μαλώνει· κι’ εκείνος γύρισε κι’ είδε τους μαθητάδες του, και μάλωσε τον Πέτρο και λέει «Πήγαινε πίσω μου, Σατανά, γιατί δε συλλογιέσαι το Θεό, μόνε τους ανθρώπους.» Και κράζοντας το πλήθος μαζί με τους μαθητάδες του τους είπε «Αν κανείς θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, κι’ ας σηκώσει το σταυρό του κι’ ας μ' ακολουθά. Γιατί όπιος θέλει να γλυτώσει τη ζωή του, θαν τη χάσει· μα όπιος για μένα χάσει τη ζωή του και για το καλό το μήνημα, θαν τη σώσει. Γιατί τι τ' όφελος στον άνθρωπο αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και τη ζωή του τη ζημιωθεί; Γιατί τι θα δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ζωής του; Γιατί όπιος με ντραπεί, καθώς και τα λόγια μου, μέσα σ' αυτή τη φύτρα την παράλυτη κι’ αμαρτωλή, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θαν τόνε ντραπεί όταν έρθει μέσα στη δόξα του πατέρα του μαζί με τους άγιους τους αγγέλους.» Και τους έλεγε «Αληθινά σας λέω, πως στέκουν εδώ μερικοί που δε θα δοκιμάσουνε θάνατο ως που να δουν τη βασιλεία του Θεού με δύναμη φτασμένη.»

Chapter 9

37. Κι' έξη μέρες κατόπι παίρνει ο Ιησούς τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη και τους ανεβάζει σε βουνό αψηλό ξεχωριστά μονάχους. Και μεταμορφώθηκε μπροστά τους, κι’ έγιναν τα φορέματά του αστραφτερά, άσπρα υπερβολικά σαν που λευκαντής στη γη δε μπορεί τόσο να λευκάνει. Και τους φανερώθηκε ο Ηλίας με το Μωυσή, και μιλούσανε μαζί με τον Ιησού. Κι' αποκρίθη ο Πέτρος και λέει του Ιησού «Ραββεί, καλά 'ναι εδώ να μείνουμε· κι’ ας στήσουμε τρεις καλύβες, μια για σένα, και του Μωυσή μια, και μια για τον Ηλία.» Γιατί δεν ήξερε τι ν' αποκριθεί, γιατί κατατρόμαξαν. Κι' ήρθε σύννεφο και τους σκέπασε, και βγήκε από το σύννεφο φωνή «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός. Ακούτε τον.» Κι' άξαφνα κοιτάζοντας γύρω δεν είδαν πια μαζί τους κανέναν εξόν τον Ιησού μονάχο.

Κι' ενώ κατέβαιναν το βουνό, τους σύστησε να μη δηγηθούν κανενός όσα είδαν παρ' αφού αναστηθεί ο γιος τ' ανθρώπου από τους νεκρούς. Και φύλαξαν το λόγο, συζητώντας μεταξύ τους τι 'ναι το ν' αναστηθεί από τους νεκρούς. Και τόνε ρωτούσαν κι’ έλεγαν «Τι λένε οι διαβασμένοι πως ο Ηλίας πρώτα ανάγκη ναρθεί;» Κι' εκείνος τους είπε «Ναι, ο Ηλίας έρχεται πρώτα και ξαναδιορθώνει τα πάντα· και τότες πώς είναι γραμένο για το γιο τ' ανθρώπου να πάθει πολλά και να ξευτελιστεί; Όμως σας λέω πως κι’ ήρθε ο Ηλίας και του κάνανε όσα θέλησαν. καθώς γι' αυτόν είναι γραμένο.»

Κι' όταν πήγανε στους μαθητάδες, είδαν πλήθος πολύ τριγύρω τους, και διαβασμένους που συζητούσανε μαζί τους. Κι' ευτύς όλο το πλήθος, όταν τον είδανε, σάστισαν, και τρέχανε σωρός και τόνε χαιρετούσαν. Και τους ρώτησε «Τι συζητάτε μαζί τους;» Κι' αποκρίθηκε ένας από το πλήθος «Δάσκαλε, σούφερα το γιο μου πούχει πνέμα άλαλο· κι’ όπου τον πιάσει τόνε ρήχνει κάτου, κι’ αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και μένει ξερός· κι’ είπα στους μαθητάδες σου ναν το βγάλουν και δεν κατόρθωσαν.» Κι' εκείνος αποκρίθη και τους λέει «Ω γενεά άπιστη, ως πότε θα μένω μαζί σας; ως πότε θα σας υποφέρω; Φέρτε τον σ' εμένα.» Και του τον έφεραν. Και σαν τον είδε το πνέμα, αμέσως τόνε σπάραξε, κι’ έπεσε κατά γης και κυλιούνταν αφρίζοντας. Και ρώτησε τον πατέρα του «Από πότε τόπαθε;» Κι' εκείνος είπε «Από παιδί. Και πολλές φορές και σε φωτιά τον έρρηξε και σε νερό για ναν τον αφανίσει. Μα αν ίσως μπορείς, σπλαχνίσου μας και βόηθησέ μας.» Κι' ο Ιησούς τούπε το «Α μπορείς να πιστέψεις, όλα δυνατά στον πιστό.» Αμέσως έκραξε ο πατέρας του παιδιού κι’ έλεγε «Πιστεύω, κύριε· βόηθα με να μην απιστώ.» Και βλέποντας ο Ιησούς πως τρέχει σωρός ο κόσμος, πρόσταξε το πνέμα τ' ακάθαρτο λέγοντάς του «Εσύ το πνέμα τ' άλαλο και κουφό, εγώ σε προστάζω· έβγα από μέσα του και μην έμπεις πια.» Κι' αφού φώναξε και τον κατασπάραξε, βγήκε, κι’ έγινε το παιδί σα νεκρός, τόσο πούλεγαν οι περισσότεροι πως πέθανε. Κι' ο Ιησούς έπιασε το χέρι του και τόνε σήκωσε. Και στάθηκε όρθιος.

38. Και σαν ήρθε σπίτι, τόνε ρωτούσανε χώρια οι μαθητάδες του «Γιατί εμείς δεν κατορθώσαμε ναν το βγάλουμε;» Και τους είπε «Τέτιο είδος με τίποτα δε βγαίνει παρά με προσευκή.»

39. Και βγαίνοντας από κει, προχωρούσανε μέσα από τη Γαλιλαία, και δεν ήθελε ναν το ξέρει κανείς· γιατί ξηγούσε των μαθητάδων του κι’ έλεγε, πως το γιο τ' ανθρώπου τον παραδίνουνε σε χέρια ανθρώπων και θαν τόνε θανατώσουν· κι’ αφού θανατωθεί, σε τρεις μέρες θ' αναστηθεί. Κι' αυτοί δεν ένιωθαν το λόγο, και φοβούντανε ναν τόνε ρωτήσουν.

40. Κι' ήρθανε στην Καφαρναούμ. Και σαν έφτασε στο σπίτι τους ρωτούσε «Τι λογαριάζατε στο δρόμο;» Κι' εκείνοι σώπαιναν, τι μεταξύ τους συζητήσανε στο δρόμο πιος ο μεγαλύτερος. Και κάθησε και φώναξε τους δώδεκα και τους λέει «Όπιος θέλει να γίνει πρώτος, ας γίνει απ' όλους τελευταίος και σ' όλους δούλος.» Και παίρνοντας ένα παιδάκι τόστησε στη μέση τους, κι’ αφού τ' αγκάλιασε τους είπε «Όπιος δεχτεί τέτιο παιδάκι στ' όνομά μου, εμένα «δέχεται· κι’ όπιος εμένα δέχεται, δε δέχεται εμένα παρά το στάλτη μου.» Τούπε ο Ιωάνης «Δάσκαλε, είδαμε έναν που με τ' όνομά σου έβγαζε δαιμόνια, και δεν τον αφίναμε, γιατί δεν πήγαινε μαζί μας.» Κι' ο Ιησούς είπε «Αφίστε τον, γιατί κανείς που κάνει θάμα στ' όνομά μου. δε θα μπορεί ταχιά να με κακολογήσει· γιατί όπιος δε μας είναι αντίθετος, μας είναι μαζί μας. Γιατί όπιος σας ποτίσει ποτήρι νερό, τάχα γιατί 'στε του Χριστού, αληθινά σας λέω πως δε θα χάσει την πλερωμή του. Κι' όπιος πειράξει κανέναν από τους μικρούς αυτούς που με πιστεύουν, πιο καλύτερά του α με τρανή μυλόπετρα τριγύρω στο λαιμό τον έρρηξαν στη θάλασσα. Κι' αν το χέρι σου σού φέρνει πειρασμό, κόψ' το· καλύτερά σου νάμπεις στη ζωή κουλός, παρά τα διο χέρια νάχεις και να πας στη γέεννα, στη φωτιά την άσβυστη. Κι' αν το πόδι σου σού φέρνει πειρασμό, κόψ' το· καλύτερά σου νάμπεις στη ζωή κουτσός, παρά νάχεις τα διο πόδια και να πεταχτείς στη γέεννα. Κι' αν το μάτι σου σού φέρνει πειρασμό, βγάλ' το· καλύτερά σου μ' ένα μάτι νάμπεις στου Θεού τη βασιλεία, παρά διο μάτια νάχεις και να πεταχτείς στη γέεννα, όπου το σκουλήκι τους δεν παύει κι’ η φωτιά δε σβύνει. Γιατί ο καθένας με φωτιά θ' αλατιστεί. Καλό τ' αλάτι· μα αν τ' αλάτι γίνει ανάλατο, με τι θενάν τ' αρτύστε; Έχετε μέσα σας αλάτι, κι’ ειρήνη μεταξύ σας.»

Chapter 10

41. Κι' από κει σηκώθηκε και πάει στα σύνορα της Ιουδαίας πέρα από τον Ιορδάνη, και πηγαίνουνε σωρός πάλι πλήθη κοντά του, κι’ όπως συνείθιζε τους δίδασκε ξανά. Και πήγανε Φαρισαίοι και τόνε ρωτούσαν «Α μπορεί άντρας να χωρίσει γυναίκα», δοκιμάζοντάς τον. Κι' εκείνος αποκρίθη και τους είπε «Τι σας πρόσταξε ο Μωυσής;» Κι' αυτοί είπαν «Αφίνει ο Μωυσής να γράψεις χωρισοχάρτι και ναν τη χωρίσεις.» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Σύφωνα με τη σκληροκαρδιά σας σάς έγραψε αυτή την εντολή· όμως από την αρχή της πλάσης ασερνικό και θηλυκό τους έκανε ο Θεός. Γι' αυτό θα παραιτήσει ο άνθρωπος πατέρα και μητέρα και θα γίνουν οι διο μια σάρκα. Έτσι δεν είναι πια διο παρά μια σάρκα. Ό,τι λοιπόν ζευγάρωσε ο Θεός, ας μη χωρίζει ο άνθρωπος.» Και στο σπίτι πάλι τόνε ρωτούσαν οι μαθητάδες του. Και τους λέει «Όπιος χωρίσει τη γυναίκα του κι’ άλλη παντρευτεί, τη μοιχεύει· κι’ αν αυτή χωρίσει τον άντρα της κι’ άλλον παντρευτεί, μοιχεύεται.»

Και του φέρανε μερικά παιδάκια για ναν τους βάλει τα χέρια του απάνου· κι’ οι μαθητάδες τούς μάλωναν. Και σαν τόδε ο Ιησούς, αγανάχτησε και τους είπε «Αφίστε τα παιδάκια κι’ ας έρχουνται κοντά μου, μην τ' αμποδίζετε· γιατί των τέτιων είναι η βασιλεία του Θεού. Αλήθια σας λέω, όπιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδάκι, δε θα μπει μέσα.» Κι' αφού τ' αγκάλιασε, τους έβαλε τα χέρια του απάνου και τα πολυβλογούσε

42. Κι' ό,τι έβγαινε ταξίδι, έτρεξε ένας κοντά του, και γονατίζοντας μπροστά του τόνε ρώταε «Καλέ μου δάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω ζωή παντοτινή;» Κι' ο Ιησούς του είπε «Γιατί με λες καλόν; Κανείς καλός, εξόν ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις. Μη σκοτώνεις, μη μοιχεύεις, μην κλέβεις, μην ψευτομαρτυράς, μην κατακρατείς, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα.» Κι' εκείνος τούπε «Δάσκαλε, όλα αυτά τα φύλαξα από νέος.» Κι' ο Ιησούς τον κοίταξε, και τόνε συμπάθησε και τούπε «Ένα σου λείπει. Πήγαινε, όσα έχεις πούλησ' τα και δώσ' τα σε φτωχούς — και θα θησαυρίσεις στον ουρανό — κι’ έλα ακολούθα με.» Κι' εκείνος σκυθρώπασε με το λόγο κι’ έφυγε λυπημένος· γιατί είχε πλούτη πολλά. Κι' ο Ιησούς κοίταξε γύρω και λέει στους μαθητάδες του πως «Δύσκολα θα μπουν οι πλούσιοι στη βασιλεία του Θεού.» Κι' οι μαθητάδες του απορούσανε με τα λόγια του. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη πάλι και τους λέει «Παιδιά μουπως «δύσκολο να μπεις στη βασιλεία του Θεού. Ευκολώτερα περνά γκαμήλα από βελόνας μάτι παρ' ό,τι μπαίνει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού.» Κι' εκείνοι πιο πολύ σαστίζανε και τούλεγαν «Και πιος μπορεί να σωθεί;» Τους κοίταξε ο Ιησούς και λέει «Με τους ανθρώπους αδύνατο, όμως όχι με το Θεό· γιατί τα πάντα δυνατά με το Θεό.» Άρχισε ο Πέτρος και τούλεγε «Νά, εμείς αφήκαμε τα πάντα και σ' ακολουθήσαμε.» Είπε ο Ιησούς «Αληθινά σας λέω, κανένας δεν αφήκε σπίτι ή αδερφούς ή αδερφές ή μητέρα ή πατέρα ή παιδιά ή χωράφια για μένα και για το καλό το μήνημα, και να μη λάβει εκατοντάδιπλα τώρα σ' ετούτον τον καιρό — σπίτια κι’ αδερφούς κι’ αδερφές και μητέρες και παιδιά και χωράφια μαζί με καταδρομές — , και στον αιώνα πούρχεται ζωή παντοτινή. Και πολλοί θα γίνουν πρώτοι τελευταίοι, κι’ οι τελευταίοι πρώτοι.»

Κι' είχαν πάρει το δρόμο κι’ ανεβαίνανε στα Ιεροσόλυμα — κι’ ο Ιησούς προχωρούσε ομπρός — και τους είχε ζάλη, και φοβισμένοι ακολουθούσαν οι λοιποί. Και παίρνοντας πάλι τους δώδεκα άρχισε και τους έλεγε τα όσα είτανε να πάθει· πως «Νά ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, κι’ ο γιος τ' ανθρώπου θα παραδοθεί στους πρωτοπαπάδες και στους διαβασμένους, και θαν τον καταδικάσουνε σε θάνατο, και θαν τον παραδώκουνε στους εθνικούς, και θαν τον περιπαίξουνε και φτύσουν και βουρδουλίσουν και σκοτώσουν, και τρεις μέρες κατόπι θ' αναστηθεί.»

Και πηγαίνουν ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης, οι διο οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε «Δάσκαλε, θέλουμε ό,τι σου ζητήσουμε να μας κάνεις.» Κι' εκείνος τους είπε «Τι θέτε να σας κάνω;» Κι' εκείνοι τούπανε «Δώσ' μας να καθήσουμε ένας δεξιά κι’ ένας αριστερά σου μέσα στη δόξα σου.» Κι' ο Ιησούς τους είπε Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που πίνω εγώ, ή το βάφτισμα που εγώ βαφτίζουμαι να βαφτιστήτε;» Κι' εκείνοι τούπανε «Μπορούμε.» Κ' ο Ιησούς τους είπε «Το ποτήρι εγώ που πίνω θαν το πιείτε, και το βάφτισμα που εγώ βαφτίζουμαι θα βαφτιστήτε· μα το να καθήστε δεξιά ή αριστερά μου δεν είναι στο χέρι μου να δώκω εξόνε σ' όσους ορίστηκε.» Και σαν τ' άκουσαν οι δέκα, άρχισαν κι’ αγανακτούσανε για τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη. Κι' ο Ιησούς τους έκραξε και τους λέει «Ξέρετε πως όσοι τάχα είναι αρχηγοί των εθνικών τους ορίζουν, κι’ οι μεγάλοι τους τούς ξουσιάζουν. Όχι όμως έτσι μ' εσάς· μόνε όπιος θέλει μεγάλος σας να γίνει, ας γίνει δούλος σας· κι’ όπιος θέλει πρώτος σας να γίνει, ας γίνει σ' όλους σκλάβος. Γιατί κι’ ο γιος τ' ανθρώπου δεν ήρθε ναν τόνε δουλέψουν, μόνε να δουλέψει και να δώκει τη ζωή του ξαγορά πολλών.»

43. Κι' έρχουνται στην Ιερειχώ. Κι' ενώ έβγαινε από την Ιερειχώ, καθώς κι’ οι μαθητάδες του και πλήθος αρκετό, ο γιος του Τιμαίου (ο Βαρτίμαιος), τυφλός ζητιάνος, κάθουνταν κοντά στο δρόμο· και σαν άκουσε πως ο Ιησούς είναι ο Ναζαρηνός, άρχισε να φωνάζει και να λέει «Γιε του Δαυείδ Ιησού, σπλαχνίσου με.» Και τόνε μάλωναν πολλοί να σωπάσει. Μα εκείνος πολύ περισσότερο φώναζε «Γιε του Δαυείδ, σπλαχνίσου με.» Κι' ο Ιησούς στάθηκε κι’ είπε «Κράξτε τον.» Και κράζουν τον τυφλό και του λένε «Θάρρος, σήκω, σε κράζει.» Κι' εκείνος πετώντας πέρα το ρούχο του, πήδησε απάνου και πήγε στον Ιησού. Κι' ο Ιησούς τ' απάντησε κι’ είπε «Τι θέλεις να σου κάνω;» Κι' ο τυφλός του είπε «Ραββεί μου, να βρω το φως μου.» Κι' ο Ιησούς του είπε «Πήγαινε, η πίστη σου σε γλύτωσε.» Κι' αμέσως βρήκε το φως του, και τον ακολούθησε στο ταξίδι.

Chapter 11

44. Κι' ό,τι φτάνουνε στα Ιεροσόλυμα. στη Βηδφαγή και Βηθανία, κοντά στο Ελιοβούνι, στέλνει διο του μαθητάδες και τους λέει «Πηγαίνετε στο χωριό τ' αντίκρυ σας· κι’ αμέσως ό,τι μπαίνετε θα βρείτε ονάρι δεμένο π' άνθρωπος κανείς ακόμα δεν κάθησε· λύστε το και φέρτε το. Κι' αν κανείς σας πει Αυτό γιατί το κάνετε, ναν του πείτε Ο αφέντης το χρειάζεται, κι’ ευτύς το στέλνει πίσω εδώ.» Και πήγαν και βρήκαν ονάρι δεμένο στη μπασιά κοντάόξω, στο δρόμο απάνου — και το λύνουν. Και μερικοί από τους εκεί τους λέγανε «Τι κάνετε που λύνετε τ' ονάρι;» Κι' αυτοί τους είπαν όπως είπε ο Ιησούς, και τους άφισαν. Και φέρνουνε τ' ονάρι στον Ιησού, και βάζουνε στ' ονάρι απάνου τα φορέματά τους κι’ έκατσε. Και πολλοί έστρωσαν τα δικά τους φορέματα στο δρόμο, κι’ άλλοι φυλλώματα πούκοψαν από τους κάμπους, κι’ όσοι πήγαιναν ομπρός του κι’ οι κατόπι φώναζαν «Ωσαννά. Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίου. Βλογημένη η βασιλεία που φτάνει του πατέρα μας Δαυείδ. Ωσαννά στα ύψιστα.» Και μπήκε στα Ιεροσόλυμα στο ναό· κι’ αφού ξέτασε τα πάντα, όντας πια βράδυ, βγήκε στη Βηθανία μαζί με τους δώδεκα.

45. Και την κατοπινή τη μέρα, σα βγήκαν από τη Βηθανία, πείνασε, κι’ από πέρα βλέποντας συκιά με φύλλα, πήγε μήπως τάχα βρει τίποτα, και σαν έφτασε κοντά της δε βρήκε τίποτα παρά φύλλα· γιατί ο καιρός δεν είτανε των σύκων. Κι' αποκρίθη και της είπε «Κανένας στον αιώνα πια από σένα να μη φάει καρπό.» Κι' οι μαθητάδες του ακούγανε.

Κι' έρχουνται στα Ιεροσόλυμα. Και σα μπήκε στο ναό, άρχισε να βγάζει όξω όσους αγοροπουλούσαν μέσα στο ναό, κι’ αναποδογύρισε τα τραπέζια των σαράφηδων και τους πάγκους των περιστεράδων, και δεν άφινε να κουβαλεί πράμα κανείς μέσ' από το ναό. Και δίδασκε κι’ έλεγε «Δεν είναι γραμένο πως Τον οίκο μου οίκο προσευχής θαν τον κράξουνε για όλα τα έθνη ; Μα εσείς τον κάνατε κλεφτοσπηλιά.» Κι' άκουσαν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι και γύρευαν πώς ναν τον καταστρέψουνε· γιατί τόνε φοβούνταν, τι με τη διδαχή του σάστιζε όλος ο λαός. Και σα βράδιασε, βγαίνανε όξω από τη χώρα.

46. Και περνώντας το πρωί, είδαν τη συκιά ξερή σύρριζα. Κι' ο Πέτρος θυμήθηκε και του λέει «Ραββεί, κοίτα· η συκιά που καταράστηκες ξεράθηκε.» Κι' αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους λέει «Έχετε πίστη στο Θεό. Αληθινά σας λέω, πως όπιος πει εκείνου εκεί του βουνού Σήκω και πέσε στο γιαλό, και δεν κοντοσταθεί μέσ' στην καρδιά του, μόνε ό,τι λέει πιστέψει το πως γίνεται, θαν του γενεί. Για τούτο σας λέω· όλα όσα γυρεύετε στην προσευκή σαςπιστεύετε πως τα λάβατε, και θα σας γίνουν. Και σα στέκετε και προσεύκεστε, συχωρνάτε αν έχετε με κανέναν τίποτα, για να συχωρέσει τα φταιξίματά σας κι’ ο πατέρας σας πούναι στα ουράνια.»

Κι' έρχουνται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Κι' ενώ περπάταε μέσα στο ναό, παν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι κι οι δημογερόντοι και τούλεγαν «Με πια εξουσία κάνεις αυτά; ή πιος σούδωκε αυτή την εξουσία, να κάνεις αυτά;» Κι' ο Ιησούς τους είπε «Θα σας ρωτήσω ένα λόγο κι’ αποκριθείτε μου, και θα σας πω αυτά με πια εξουσία τα κάνω. Το βάφτισμα του Ιωάνη από τον ουρανό είταν ή από ανθρώπους; Αποκριθείτε μου.» Και μεταξύ τους συλλογιούνταν κι’ έλεγαν «Αν πούμε από τον ουρανό, θα πει γιατί λοιπόν δεν τον πιστέψατε; Μα να πούμε από ανθρώπους», φοβούνταν το λαό, γιατί είχαν όλοι τον Ιωάνη πως είταν αληθινά προφήτης. Κι' απάντησαν του Ιησού και λένε «Δεν το ξέρουμε.» Κι' ο Ιησούς τους λέει «Μήτε κι’ εγώ δε σας λέω με πια εξουσία κάνω αυτά.»

Chapter 12

Κι' άρχισε και τους μιλούσε με παραβολές. «Ένας άνθρωπος φύτεψε αμπέλι, και τούβαλε τριγύρω φράχτη κι’ έσκαψε από κάτου ληνό κι’ έχτισε από πάνου πύργο, και το νοίκιασε σε γεωργούς και μίσεψε. Κι' έστειλε στους γεωργούς σαν ήρθε η ώρα σκλάβο για να πάρει από τους γεωργούς μέρος τ' αμπελόκαρπου. Κι' εκείνοι πιάνοντάς τον τόνε δείρανε και τόνε στείλανε εύκαιρο. Και ξανά τους έστειλε άλλο σκλάβο, και τούσπασαν κι’ εκείνου το κεφάλι και τόνε ντρόπιασαν. Κι' έστειλε άλλον, και τον έσφαξαν κι’ εκείνον, και πολλούς άλλους, άλλους δαίρνοντας κι’ άλλους σκοτώνοντας. Είχε ένα γιο του ακόμα αγαπημένο· τον έστειλε τους τελευταίο λέγοντας πως Θα σεβαστούν το γιο μου. Όμως εκείνοι οι γεωργοί μεταξύ τους είπαν πως Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε ας τον σκοτώσουμε, και δική μας θάναι η κληρονομιά. Και πιάνοντάς τον τόνε σκότωσαν και τον πετάξανε όξω από τ' αμπέλι. Τι θα κάνει ο νοικοκύρης τ' αμπελιού; Θάρθει και θα ξολοθρέψει τους γεωργούς, και τ' αμπέλι θα νοικιάσει σ' άλλους. Μηδ' αυτή τη γραφή δεν τη διαβάσατε Πέτρα π' απόρριψαν οι χτίστες έγινε αγκωνάρι· από τον Κύριο έγινε κι’ είναι θαμαστή στα μάτια μας; Και ζητούσανε ναν τον πιάσουν — και φοβήθηκαν το λαό — γιατί ένιωσαν πως γι' αυτούς την είπε την παραβολή. Και τον αφήκαν κι’ έφυγαν.

47. Και του στέλνουνε μερικούς Φαρισαίους κι’ Ηρωδιανούς για ναν τον παγιδέψουνε με λόγια. Κι' ήρθαν και του λένε «Δάσκαλε, ξέρουμε πως είσαι αληθινός, και δε σε μέλει τίποτα, τι δεν κοιτάς ανθρώπους παρά με την αλήθια διδάσκεις το λόγο του Θεού. Έχουμε άδια να δώσουμε του Καίσαρα φόρο ή όχι; να δώσουμε ή να μη δώσουμε;» Κι' εκείνος ένιωσε την πονηριά τους και τους είπε «Τι με δοκιμάζετε; Φέρτε μου δηνάρι να δω.» Κι' εκείνοι φέρανε. Και τους λέει «Πιανού 'ναι ετούτη η ζουγραφιά κ' η επιγραφή;» Κι' εκείνοι τούπανε «Του Καίσαρα.» Κι ο Ιησούς είπε «Ό,τι είναι του Καίσαρα δώστε πίσω στον Καίσαρα και ό,τι είναι του Θεού στο Θεό.» Κι' απόμειναν εξτατικοί μαζί του.

Και πάνε στον Ιησού Σαδδουκαίοι, που λένε δεν υπάρχει ανάσταση, και τόνε ρωτούσαν κι’ είπαν «Δάσκαλε, ο Μωυσής μας έγραψε, πως Αν κανενός πεθάνει ο αδερφός κι’ αφίσει γυναίκα και δεν αφίσει παιδί, να παίρνει ο αδερφός του τη γυναίκα και ναν του βγάζει σπέρμα τ' αδερφού του . Είτανε εφτά αδερφοί. Κι ο πρώτος πήρε γυναίκα, και στο θάνατό του δεν αφήκε σπέρμα· και την πήρε ο δεύτερος και πέθανε δίχως ν' αφήκει σπέρμα· κι’ ο τρίτος το ίδιο. Και σπέρμα δεν αφήκαν κι’ οι εφτά. Ύστερα απ' όλους πέθανε κι’ η γυναίκα. Στην ανάσταση πιανού τους θα γενεί γυναίκα; Γιατί οι εφτά την είχανε γυναίκα.» Τους είπε ο Ιησούς «Δε σφάλλετε για τούτο, γιατί δε νιώθετε τις Γραφές μήτε τη δύναμη του Θεού; Γιατί όταν αναστηθούν από τους νεκρούς, μήτε γυναίκες παίρνουνε μήτ' άντρες, μόνε είναι καθώς των ουρανών οι άγγελοι. Και για τους νεκρούς πως ανασταίνουνται, δε διαβάσατε μέσα στη βίβλο του Μωυσή, στο μέρος του βάτου, πως του είπε ο Θεός λέγοντας Εγώ ο Θεός του Αβραάμ και Θεός του Ισαάκ και Θεός τον Ιακώβ . Δεν είναι Θεός νεκρώνε, μόνε ζωντανών. Σφάλλετε πολύ.»

Και πήγε ένας διαβασμένος π' άκουσε σα συζητούσανε, γνωρίζοντας πως καλά τους απάντησε, και τόνε ρώτησε «Πια εντολή 'ναι πρώτη απ' όλες;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς πως «Πρώτη είναι Άκου, Ισραήλ. Κύριος ο Θεός μας ένας Κύριος είναι. Κι' Αγάπα τον Κύριο το Θεό σου μ' όλη σου την καρδιά και μ' όλη σου την ψυχή και μ' όλο σου το νου και μ' όλη σου τη δύναμη. Και δεύτερη αυτή Αγάπα το γείτονά σου ίσα με τον εαυτό σου. Μεγαλύτερή τους άλλη εντολή δεν έχει.» Τούπε ο διαβασμένος «Καλά, δάσκαλε, αληθινά είπες πως ένας είναι κι’ άλλος δεν υπάρχει παρ' αυτός. Και το ναν τον αγαπάς μ' όλη την καρδιά και μ' όλη τη γνώση και μ' όλη τη δύναμη, και το ν' αγαπάς το γείτονα ίσα με τον εαυτό σου, πιο πολύ 'ναι παρά κάθε όλοκαύτωμα και θυσία.» Κι' ο Ιησούς σαν τον είδε πως γνωστικά αποκρίθη, τούπε «Μακριά δεν είσαι από τη βασιλεία του Θεού.» Και κανείς πια δεν τολμούσε ναν τόνε ρωτήσει.

Κι' ο Ιησούς αποκρίθη κι’ έλεγε διδάσκοντας μέσα στο ναό «Πώς λένε οι διαβασμένοι πως ο Χριστός είναι γιος του Δαυείδ; Ο ίδιος ο Δαυείδ είπε με το πνέμα τ' άγιο Είπε ο αφέντης στον αφέντη μου Κάθου δεξιά μου ως που να βάλω τους εχτρούς σου κάτου από τα πόδια σου . Ο ίδιος ο Δαυείδ τον κράζει αφέντη, και πως είναι γιος του;» Κι' ο πολύς λαός τον άκουε με χαρά.

Κι' έλεγε στη διδαχή του «Προσέχετε από τους διαβασμένους, που θέλουν το να περπατούνε με στολές, και χαιρετισμούς στις αγορές, και πρωτοστάσιδα μέσα στα συναγώγια και πρωτοκαθίσματα στα δείπνα. Αυτοί που τρων τα σπίτια των χηρών και «τάχα κάνουν προσευκές μεγάλες, αυτοί θα λάβουν περισσότερη ποινή.»

48. Και κάθησε αντίκρυ στο ταμείο του ναού, και θωρούσε πώς ο λαός ρήχνει τ' οβολό του στο ταμείο. Και πολλοί πλούσιοι ρήχνανε πολλά. Κι' ήρθε μια χήρα φτωχιά κι έρρηξε διο λιανά, πούναι ένας κοδράντης. Και κράζοντας τους μαθητάδες του τους είπε «Αληθινά σας λέω, πως η χήρα αυτή η φτωχιά παραπάνου απ' όλους έρρηξε που ρήχνουνε στο ταμείο. Γιατί όλοι από το περίσσεμά τους έρρηξαν μα αυτή από το υστέρημά της όλα τάρρηξε όσα είχε, όλο της το βιος.»

Chapter 13

49. Κι' ενώ έβγαινε από το ναό, του λέει ένας μαθητής του «Δάσκαλε, κοίτα τι μάρμαρα και τι χτίρια.» Κι' ο Ιησούς του είπε «Βλέπεις αυτά τα μεγάλα χτίρια; Πέτρα σε πέτρα απάνου εδώ δε θ' αφεθεί που να μην γκρεμιστεί.»

Κι' ενώ καθότανε στο Ελιοβούνι, αντίκρυ στο ναό, τόνε ρωτούσε χώρια ο Πέτρος κι’ ο Ιάκωβος κι’ ο Ιωάνης κι’ ο Αντρέας «Πες μας, πότε αυτά θα γίνουν και πιο το σημάδι όταν είναι ν' αληθέψουν όλα αυτά;» Κι' ο Ιησούς άρχισε και τους έλεγε «Κοιτάξτε μη σας πλανέσει κανείς. Πολλοί θαρθούνε στ' όνομά μου λέγοντας πως Εγώ 'μαι, και πολλούς θα πλανέσουν. Κι' όταν ακούτε πολέμους και φήμες πολέμων, μην ταράττεστε· πρέπει να γίνουνε, μα το τέλος όχι ακόμα. Τι θα σηκωθεί έθνος να χτυπήσει έθνος και βασιλεία να χτυπήσει βασιλεία, θα γίνουνε σεισμοί εδώ κι’ εκεί, θα γίνουν πείνες· αρχή πόνων αυτά. Μονάχα εσείς φυλάγεστε· θα σας παραδώσουνε σε συνόδους και συναγώγια, θα σας δείρουν, και μπροστά σ' αρχηγούς και βασιλιάδες θα σταθείτε για μένα, έτσι για να φωτιστούν. Και σ' όλους τους εθνικούς πρέπει πρώτα να κηρυχτεί το καλό το μήνημα. Κι' όταν παραδίνοντάς σας σάς πηγαίνουν, μη φροντίζετε πριν τι θα μιλήστε, μόνε ό,τι σας δοθεί την ώρα εκείνη, αυτό να μιλήστε· τι δε μιλείτε εσείς, μόνε το πνέμα τ' άγιο. Και θα παραδώσει αδερφός αδερφό για θάνατο και πατέρας παιδί· και θα σηκωθούν παιδιά να χτυπήσουνε γονέους και θαν τους θανατώσουν. Κι' όλοι για τ' όνομά μου θα σας μισούν· μα όπιος κάνει απομονή ως στο τέλος, αυτός θα σωθεί.

Και σα δείτε του ρημαγμού το σίχαμα και στέκει όπου δεν πρέπει (όπιος διαβάζει ας εννοεί), τότες οι μέσα στην Ιουδαία ας φεύγουνε στα όρη, ο στο δώμα απάνου ας μην κατέβει μήτ' ας μπει τίποτα να πάρει από το σπίτι του, κι’ εκείνος στο χωράφι ας μη γυρίσει πίσω να πάρει το ρούχο του. Κι' αλίμονο στις έγκυες κι’ όσες βυζαίνουν τότες. Και προσεύκεστε να μην τύχει το χειμώνα. Γιατί θα γίνει τότες συφορά, τέτια που δεν έγινε όμια από την αρχή της πλάσης πούπλασε ο Θεός ως τώρα, κι’ ούτε θα γενεί. Και να μη θε κολοβώσει ο Κύριος τις μέρες, σάρκα δε θα γλύτωνε· μόνε για τους εκλεχτούς του πούκλεξε, κολόβωσε τις μέρες. Και τότες αν κανείς σας πει Νά εδώ ο Χριστός και να εκεί, μην πιστεύετε. Τι θα φανούν ψευτόχριστοι και ψευτοπροφήτες και θα δείξουνε σημάδια και τέρατα με σκοπό να πλανέσουν, α γίνεται, τους εκλεχτούς. Μα εσείς προσέχετε· σας τάπα πριν όλα. Όμως εκείνες τις μέρες, στερνά απ' αυτή τη συφορά, θα σκοτεινιάσει ο ήλιος, και το φως της δε θα δώσει η σελήνη, και θα πέφτουν τ' άστρα από τον ουρανό, και στα ουράνια η κάθε δύναμη θα κλονιστεί. Και τότες θενά δουν το γιο τ' ανθρώπου που θα φτάνει μέσ' σε σύννεφα με δύναμη πολλή και δόξα. Και θα στείλει τότες τους αγγέλους, και τους εκλεχτούς του θα μαζέψει από τους τέσσερεις ανέμους, απ' άκρη γης ως άκρη ουρανού. Μόνε από τη συκιά μάθετε την παραβολή. Όταν πια απαλύνει το κλαρί της και τα φύλλα βγουν, ξέρουν πως κοντά το καλοκαίρι· έτσι κι’ εσείς σα δείτε αυτά και γίνουνται, να ξέρετε πως κοντά 'ναι, στη μπασιά μπροστά. Αληθινά σας λέω, πως αυτή δε θα περάσει η γενεά πρι γίνουν όλα αυτά. Ο ουρανός κι’ η γη θενά περάσουν, όμως τα λόγια μου δε θα περάσουν.

50. Κι' όσο για κείνη την ημέρα κι’ ώρα, δεν τήνε ξέρει κανείς, μήτ' άγγελος στον ουρανό μήτ' ο γιος, εξόν ο πατέρας. Προσέχετε, αγρυπνάτε· γιατί δεν κατέχετε πότε είναι ο καιρός. Σαν άνθρωπος ξενιτεμένος, π' άφισε το σπίτι του κι’ έδωκε στους σκλάβους του την εξουσία, στον καθένα τη δουλιά του, και πρόσταξε το θυρωρό το ν' αγρυπνά· αγρυπνάτε λοιπόν, τι δεν κατέχετε πότε φτάνει ο νοικοκύρης, ή αργά ή μεσάνυχτα ή με του πετεινού το λάλημα ή πρωί, μήπως άξαφνα έρθει και σας βρει κοιμισμένους. Κι' ό,τι εσάς σας λέω, σ' όλους το λέω· αγρυπνάτε.»

Chapter 14

Κι' είτανε σε διο μέρες το πάσκα και τ' άζυμα, και ζητούσανε οι πρωτοπαπάδες κι’ οι διαβασμένοι πώς ναν τον πιάσουνε με πονηριά και ναν τόνε σκοτώσουν. Τι λέγανε «Όχι τη σκόλη, μήπως γίνει ταραχή του λαού.»

51. Κι' εκεί σαν είτανε στη Βηθανία, στου Σίμωνα του λωβιασμένου, ενώ καθόταν κάτου κι’ έτρωγε, ήρθε γυναίκα κρατώντας αλαβάστρινο λαγήνι με μυρουδικό από ναρδόσταμο πολύτιμο, και ξεβούλωσε το λαγήνι και του περεχούσε το κεφάλι. Κι' είτανε μερικοί π' αγαναχτούσανε μεταξύ τους «Γιατί έγινε αυτός ο χαμός του μυρουδικού; Γιατί μπορούσε αυτό το μυρουδικό να πουληθεί απάνου από τρακόσα δηνάρια και να δοθεί στους φτωχούς.» Και τη μάλωναν. Κι' ο Ιησούς είπε «Αφίστε την τι την πειράζετε; Δούλεψη καλή μού κανε εμένα. Τι πάντα τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, κι’ ότα θέλετε, μπορείτε πάντα ναν τους κάνετε καλό· μα εμένα πάντα δε μ' έχετε. Ό,τι είχε έκανε· πρόλαβε να μυρώσει το κορμί μου για το θάψιμο. Κι' αληθινά σας λέω, όπου κι’ αν κηρυχτεί παντού στον κόσμο το καλό το μήνημα, θα διαλαληθεί κι’ αυτή το τι έκανε, ναν τη μνημονεύουν.»

52. Κι' ο Ιούδας ο Ισκαριώθ, ο ένας από τους δώδεκα, πήγε στους πρωτοπαπάδες για ναν τους τον παραδώσει. Κι' αυτοί σαν τ' άκουσαν, χάρηκαν και τούταξαν ναν του δώσουνε χρήματα· και γύρευε πώς ναν τον παραδώσει, με καλή ευκαιρία.

Και την πρώτη μέρα των άζυμων, ότα θυσίαζαν το πάσκα, του λένε οι μαθητάδες του «Πού θες να πάμε και να ετοιμάσουμε να φας το πάσκα;» Και στέλνει διο του μαθητάδες και τους λέει «Πηγαίνετε στη χώρα, και θ' απαντήστε άνθρωπο που θα κουβαλά μια στάμνα με νερό· ακολουθήστε τον, κι’ όπου μπει, πέστε του νοικοκύρη πως ο δάσκαλος λέει Πού 'ναι το κονάκι μου να φάω το πάσκα με τους μαθητάδες μου; Κι' αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώι στρωμένο έτοιμο, κι’ εκεί ετοιμάστε μας.» Και βγήκανε οι μαθητάδες και πήγανε στη χώρα κι’ ηύραν όπως τους είπε, κι’ ετοίμασαν το πάσκα.

53. Και σα βράδιασε, έρχεται μαζί με τους δώδεκα. Κι' ενώ' ταν καθισμένοι κι’ έτρωγαν, είπε ο Ιησούς «Αληθινά σας λέω πως ένας από σας που τρώτε μαζί μου θα με παραδώσει.» Άρχισαν και λυπούνταν και τούλεγε ένας ένας «Μήπως εγώ;» Κι' εκείνος τους είπε «Ένας από τους δώδεκα που βουτά μαζί μου στο ίδιο τρυβλί. Επειδή ναι μεν πηγαίνει ο γιος τ' ανθρώπου όπως γράφτηκε γι' αυτόν· όμως αλίμονο σ' εκείνον τον άνθρωπο που κάνει και παραδίνεται ο γιος τ' ανθρώπου· καλύτερά του να μην είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος.» Κι' ενώ τρώγανε, πήρε ψωμί, και βλόγησε και τόκοψε κομάτια, και δίνοντάς τους είπε «Λάβετε· αυτό' ναι το κορμί μου.» Και παίρνοντας ποτήρι, δοξολόγησε και τους έδωκε κι’ ήπιαν όλοι. Κι' είπε «Αυτό 'ναι το αίμα μου, της διαθήκης, που χύνεται για το καλό πολλών. Αληθινά σας λέω, πως πια δε θα πιω από τ' αμπελόθρεμα ως στην ημέρα εκείνη που καινούριο θαν το πίνω μέσα στη βασιλεία του Θεού.» Κι' αφού ψάλανε, βγήκανε στο Ελιοβούνι.

54. Και τους λέει ο Ιησούς πως «Όλοι θα πέστε σε πειρασμό, γιατί 'ναι γραμένο Θα χτυπήσω το βοσκό και θα σκορπήσουνε τα πρόβατα . Μα όταν αναστηθώ, θα πάω μπροστά σας στη Γαλιλαία.» Κι' ο Πέτρος τούπε «Κι' αν όλοι πέσουνε σε πειρασμό, όμως όχι εγώ.» Κι' ο Ιησούς του λέει «Αληθινά σου λέω, πως απόψε εσύ αυτή τη νύχτα, πρι διο φορές λαλήσει πετεινός, τρεις θα μ' αρνηθείς.» Κι' εκείνος περισσότερο λαλούσε «Α μαζί σου ανάγκη να πεθάνω, δε θα σ' αρνηθώ.» Το ίδιο λέγανε κι’ όλοι.

Κι' έρχουνται σε μέρος που τ' όνομά του Γετσημανεί, και λέει στους μαθητάδες του «Καθήστε εδώ ως που να προσευχηθώ.» Και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάνη, άρχισε να τρομάζει και να βαριοκαρδεί. Και τους λέει «Καταλυπημένη 'ναι η ψυχή μου ως στο θάνατο· μείνατε εδώ και ξαγρυπνάτε.» Και προχωρώντας λίγο έπεφτε κατά γης και περικαλιούντανε να διαβεί πέρα του, α γίνεται, η ώρα, κι’ έλεγε «Αββά (ο πατέρας), όλα για σένα δυνατά. Πάρε από μένα το ποτήρι αυτό· όχι όμως ό,τι θέλω εγώ, μόνε ό,τι εσύ.» Κι' έρχεται και τους βρίσκει κοιμισμένους, και λέει του Πέτρου «Σίμωνα, κοιμάσαι; δεν κατόρθωσες μιαν ώρα ν' αγρυπνήσεις; Αγρυπνάτε και προσεύκεστε για να μην πέστε σε πειρασμό. Το πνέμα ναι πρόθυμο, μα η σάρκα αδύναμη.» Και πάλι πήγε και προσευκήθηκε λέγοντας τα ίδια λόγια. Και πάλι πήγε και τους βρήκε κοιμισμένους· γιατί είτανε κατάβαρια τα μάτια τους, και δεν ήξεραν τι ναν τ' απαντήσουν. Κι' έρχεται τρίτη φορά και τους λέει «Κοιμάστε λοιπόν και ξεκουράζεστε. Σώνει, έφτασε η ώρα· να, παραδίνεται ο γιος τ' ανθρώπου στα χέρια των αμαρτωλών. Σηκωθείτε, ας πάμε· να, σίμωσε ο παραδότης μου.»

55. Κι' αμέσως, ενώ μιλούσε ακόμα, φτάνει ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του πλήθος με σπαθιά και ξύλα από τους πρωτοπαπάδες και τους διαβασμένους και τους δημογερόντους. Και τους είχε δώκει ο παραδότης του σημάδι κι’ είπε «Όπιονε φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και πηγαίνετέ τον προσεχτικά.» Κι' αμέσως ήρθε, και πηγαίνοντας κοντά του λέει «Ραββεί», και τόνε φίλησε. Κι' εκείνοι βάλανε χέρι απάνου του και τον έπιασαν. Μα κάπιος από τους εκεί έσηρε το σπαθί και χτύπησε το σκλάβο του αρχιπαπά και τούκοψε τ' αυτί. Κι' ο Ιησούς αποκρίθη και τους είπε «Λες για κακούργο βγήκατε με σπαθιά και ξύλα να με πιάστε. Καθεμέρα είμουνα μαζί σας μέσα στα ναό και δίδασκα, και δε με πιάνατε· όμως για ν' αληθέψουν οι Γραφές.» Και τον αφήκαν όλοι κι’ έφυγαν.

Κι' ένας νέος ακολουθούσε μαζί φορώντας σεντόνι απάνου σε γυμνό το κορμί του. Και τον πιάνουν, μα άφισε εκείνος το σεντόνι κι’ έφυγε γυμνός.

56. Και πήγαν τον Ιησού στου αρχιπαπά, κι’ εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι πρωτοπαπάδες κι’ οι δημογερόντοι κι’ οι διαβασμένοι. Κι' ο Πέτρος από μακριά τον ακολούθησε ως μέσα στην αυλή του αρχιπαπά, και κάθουνταν μαζί με τους κλητήρες και ζεσταινότανε στη φωτιά. Κι' οι πρωτοπαπάδες κι’ όλη η σύνοδο ζητούσανε μαρτυρία για να σκοτώσουν τον Ιησού, και δεν εύρισκαν γιατί πολλοί ψευτομαρτυρούσαν, όμως χωρίς να συφωνούν οι μαρτυρίες. Και μερικοί σηκώθηκαν και ψευτομαρτυρούσαν κι’ έλεγαν πως «Εμείς τον ακούσαμε κι’ έλεγε πως Εγώ θα χαλάσω ετούτον το ναό το χεροκάμωτο, και σε τρεις μέρες άλλονε θα χτίσω άφτιαστο από χέρια.» Μα κι’ έτσι η μαρτυρία τους δε συφωνούσε. Και σηκώθηκε ο αρχιπαπάς στη μέση και ρώτησε τον Ιησού λέγοντας «Δεν απαντάς τίποτα, τι σε κατηγορούν αυτοί;» Κι' αυτός σωπούσε και δεν αποκρίθη τίποτα. Πάλι ο αρχιπαπάς τόνε ρωτούσε και του λέει «Εσύ 'σαι ο Χριστός, ο γιος του βλογημένου;» Κι' ο Ιησούς είπε «Εγώ 'μαι, και θα δείτε το γιο τ' ανθρώπου που καθισμένος δεξιά από τη Δύναμη θα φτάνει μαζί με τα σύννεφα τ' ουρανού.» Κι' ο αρχιπαπάς ξέσκισε τα φορέματά του και λέει «Τι θέλουμε πια μαρτύρους; Ακούσατε την ασέβεια· τι λέτε;» Κι' εκείνοι όλοι τον καταδικάσανε πως του πρέπει θάνατος. Κι' αρχίσανε μερικοί ναν τόνε φτύνουν, και σκεπάζοντάς του το πρόσωπο ναν τόνε μπατσίζουν και να λεν «Προφήτευε.» Κι' οι κλητήρες τον πήρανε με τις ξυλιές.

Κι' ο Πέτρος όντας κάτου στην αυλή, έρχεται μια δούλα του αρχιπαπά, και βλέποντας τον Πέτρο που ζεσταίνουνταν τον κοίταξε και λέει «Κι' εσύ 'σουνα με το Ναζαρηνό τον Ιησού.» Κι' αυτός αρνήθη κι’ είπε «Μήτε ξέρω μήτε κατέχω εσύ τι λες.» Και βγήκε όξω στο μπροσταύλι. Και σαν τον είδε η δούλα, είπε στους παρόντες πως «Αυτός από κείνους είναι.» Κι' εκείνος πάλι αρνιούνταν. Και σε λίγο πάλι οι παρόντες έλεγαν του Πέτρου «Αλήθια από κείνους είσαι· γιατί είσαι και Γαλιλαίος.» Κι' εκείνος άρχισε να καταριέται και να ορκίζεται πως «Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο, αυτόν που λέτε.» Κι' αμέσως δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός, και θυμήθη ο Πέτρος το λόγο, καθώς τούπε ο Ιησούς, πως «Πρι λαλήσει διο φορές ο πετεινός, τρεις θα μ' αρνηθείς.» Και σκέπασε την κεφαλή του κι’ έκλαιγε.

Chapter 15

57. Κι' αμέσως το πρωί συφώνησαν οι πρωτοπαπάδες, μαζί με τους δημογερόντους και τους διαβασμένους, κι’ όλη η σύνοδο, κι’ έδεσαν τον Ιησού και τον πήγαν και τον παραδώκανε του Πειλάτου. Και τόνε ρώτησε ο Πειλάτος «Εσύ 'σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;» Κι' εκείνος τ' αποκρίθηκε και λέει «Εσύ το λες.» Και του κατηγορούσαν οι πρωτοπαπάδες πολλά. Κι' ο Πειλάτος πάλι τόνε ρωτούσε κι’ έλεγε «Δεν απαντάς τίποτα; Κοίτα πόσα σε κατηγορούν.» Κι' ο Ιησούς δεν αποκρίθη πια τίποτα, τόσο π' απορούσε ο Πειλάτος.

Και κάθε σκόλη τους λευτέρωνε ένα φυλακισμένο, όπιονε ζητούσαν. Κι' είταν ο Βαραββάς, που λέγανε, φυλακισμένος μαζί με τους επαναστάτες πούχαν κάνει φόνο την ώρα της ταραχής. Κι' ανέβηκε το πλήθος κι’ άρχισε να ζητά όπως τους έκανε. Κι' ο Πειλάτος τους αποκρίθη κι’ είπε «Θέλετε να σας λευτερώσω το βασιλέα των Ιουδαίων;» Γιατί ήξερε πως από μίσος τον παράδωκαν. Κι' οι πρωτοπαπάδες ερέθισαν το πλήθος ναν τους λευτερώσει κάλια το Βαραββά. Κι' ο Πειλάτος αποκρίθη πάλι και τους έλεγε «Τι λοιπόν να κάνω λέτε το βασιλέα των Ιουδαίων;» Κι' εκείνοι πάλι φώναξαν «Σταύρωσέ τον.» Κι' ο Πειλάτος τους έλεγε «Γιατί τι κακό έκανε;» Κι' εκείνοι πιότερο φωνάζανε «Σταύρωσέ τον.» Κι' ο Πειλάτος θέλοντας να καλοκαρδίσει το πλήθος τους λευτέρωσε το Βαραββά, και τον Ιησού τόνε βουρδούλισε και παράδωκε να σταυρωθεί.

58. Κι' οι στρατιώτες τον πήγανε μέσα στην Αυλή, δηλαδή τ' Αρχηγείο, και φωνάζουν όλο το λόχο, και του βάζουνε βυσσινιά στολή, κι’ έπλεξαν ένα στεφάνι απ' αγκάθια και του το φορούν. Κι' άρχισαν και τόνε χαιρετούσαν «Χαιρετούμε σε, βασιλέα των Ιουδαίων.» Και με καλάμια του χτυπούσαν το κεφάλι και τον έφτυναν, και γονατίζοντας τόν προσκυνούσαν. Κι' όταν τον περίπαιξαν, τούβγαλαν τη βυσσινιά στολή και τούβαλαν τα φορέματά του, και τον πηγαίνουν όξω ναν τόνε σταυρώσουν. Κι' αγγαρεύουν ένα διαβάτη, το Σίμωνα από την Κυρήνη, που γύριζε από το χωράφι, τον πατέρα τ' Αλεξάντρου και Ρούφου, να σηκώσει το σταυρό του. Και τον πάνε στου Γολγοθά το μέρος, που σημαίνει ξηγημένο κάρας μέρος . Και τούδιναν κρασί με μύρρα μέσα· κι αυτός δεν το πήρε. 59. Και τόνε σταυρώνουν, και μοιράζουνται τα ρούχα του βάζοντας λαχνό πιος και τι θα πάρει. Κι' είταν τρεις η ώρα όταν τόνε σταύρωσαν. Κι' είταν η επιγραφή του φταιξίματός του γραμένη από πάνου «Ο βασιλέας των Ιουδαίων.»

Και μαζί του σταύρωσαν διο κακούργους, τον ένα δεξιά και τον άλλο αριστερά του. Κι' οι διαβάτες τόνε βλαστημούσαν κουνώντας το κεφάλι κι’ έλεγαν «Άκου εδώ! Εσύ που χαλνάς το ναό και χτίζεις σε τρεις μέρες, κατέβα και γλύτωσε από το σταυρό.» Το ίδιο κι’ οι πρωτοπαπάδες περγελώντας μεταξύ τους με τους διαβασμένους έλεγαν «Άλλους έσωσε, ο ίδιος να σωθεί δε μπορεί. Ο Χριστός ο βασιλέας του Ισραήλ ας κατεβεί τώρα απ' το σταυρό για να δούμε και πιστέψουμε.» Κι' οι σταυρωμένοι μαζί του τον έβριζαν.

Και σαν έφτασε έξη η ώρα, έγινε σ' όλη τη γη σκοτάδι ως στις εννιά η ώρα. Και στις εννιά η ώρα φώναξε ο Ιησούς φωνή μεγάλη «Ελωί ελωί, λαμά ζαβαχθανεί», που θα πει ξηγημένο «Θε μου, γιατί με παραίτησες;» Και τ' άκουσαν μερικοί παρόντες κι’ έλεγαν «Νά, τον Ηλία φωνάζει.» Κι' έτρεξε ένας και γιομίζοντας με ξύδι ένα σφουγγάρι τόβαλε σε καλάμι απάνου και τον πότιζε, λέγοντας «Ας δούμε αν έρχεται ο Ηλίας ναν τον κατεβάσει.» Κι' ο Ιησούς έβγαλε φωνή μεγάλη και ξεψύχησε.

60. Και τ' άπλωμα, του ναού σκίστηκε σε διο από πάνου ως κάτου. Και σαν είδε ο εκατόνταρχος πούστεκε αντικρύ του εκεί πως έτσι ξεψύχησε, είπε «Αληθινά γιος Θεού είταν αυτός ο άνθρωπος.»

Κι' είταν και γυναίκες που θωρούσαν από πέρα, και μεταξύ τους κι’ η Μαριάμ η Μαγδαληνή, κι’ η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, κι’ η Σαλώμη, που σαν είτανε στη Γαλιλαία τον ακολουθούσαν και τον υπερετούσαν, κι’ άλλες πολλές π' ανεβήκανε μαζί του στα Ιεροσόλυμα.

61. Και πια σα βράδιασε, επειδή 'ταν παρασκευή, δηλαδή η παραμονή του σαββάτου, ήρθε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, συνοδικός σεβαστός, που κι’ αυτός καρτέραε τη βασιλεία του Θεού, και θάρρεψε και παρουσιάστη στον Πειλάτο και ζήτησε το λείψανο του Ιησού. Κι' ο Πειλάτος απόρησε αν τάχα πέθανε κι’ όλας, και κράζοντας τον εκατόνταρχο τόνε ρωτούσε αν πέθανε κι’ όλας. Και σαν τόμαθε από τον εκατόνταρχο, χάρισε το λείψανο στον Ιωσήφ. Κι' αγόρασε σάβανο, και τον κατέβασε και τύλιξε μέσα στο σάβανο, και τον έβαλε σε τάφο πούχε κόψει μέσα σε βράχο, και κύλισε μια πέτρα κοντά στο στόμα του τάφου. Κι' η Μαρία η Μαγδαληνή κι’ η Μαρία η μητέρα του Ιωσή θωρούσαν το πού 'ναι βαλμένος.

Chapter 16

62. Και σαν πέρασε το σαββάτο, η Μαρία η Μαγδαληνή κι’ η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου κι’ η Σαλώμη αγοράσανε μυρουδικά για να πάνε και ναν τον αλείψουν. Και πρωί πρωί τα πρωτοβδόμαδα έρχουνται στον τάφο αφού βγήκε ο ήλιος. Και λέγανε μεταξύ τους «Πιος θα μας σπρώξει την πέτρα από το στόμα του τάφου;» Και κοιτάζοντας θωρούν πως είτανε σπρωγμένη η πέτρα. Γιατί 'ταν υπερβολικά μεγάλη. Και μπήκανε στον τάφο κι’ είδαν ένα νέο καθισμένο δεξιά με στολή άσπρη, και τρόμαξαν. Κι' εκείνος τους λέει «Μην τρομάζετε. Τον Ιησού ζητάτε το Ναζαρηνό το σταυρωμένο. Αναστήθη, δεν είναι εδώ· να το μέρος που τον έβαλαν. Παρά πηγαίνετε και πέστε των μαθητάδων του και του Πέτρου πως Πάει ομπρός σας στη Γαλιλαία· εκεί θαν τόνε δείτε, καθώς σας είπε.» Και βγήκαν κι’ έφυγαν από τον τάφο, γιατί τις είχε τρόμος κι έξταση· και κανενός δεν είπαν τίποτα, γιατί φοβούνταν.