Old_Test.
(Menu)
Genesis
Exodus
Leviticus
Numbers
Deuteronomy

Joshua
Judges
Ruth
1Samuel
2Samuel
1Kings
2Kings
1Chronicles
2Chronicles
Ezra
Nehemiah
Esther

Psalms
Proverbs
Job
Ecclesiastes
Song

Isaiah
Jeremiah
Baruch
Ezekiel
Daniel
Hosea
Joel
Amos
Obadiah
Jonah
Micah
Nahum
Habbakuk
Zephaniah
Haggai
Zechariah
Malachi

Tobit
Judith
1Maccabees
2Maccabees
Sirach
Wisdom
New_Test.
(Menu)
Matthew
Mark
Luke
John
Acts

Romans
1 Corinthians
2 Corinthians
Galatians
Ephesians
Colossians
1 Thessalonians
2 Thessalonians
Philemon
1 Timothy
2 Timothy
Titus

Hebrews
James
1 Peter
2 Peter
1-3John
Jude
Revelation

Ἡ Καινὴ Διαθήκη

Josephus
(Menu)
Who was Josephus?
Maps, Graphics
Highlights
Translation

THE JEWISH WAR
War, Volume 1
War, Volume 2
War, Volume 3
War, Volume 4
War, Volume 5
War, Volume 6
War, Volume 7

THE ANTIQUITIES
Ant. Jud., Bk 1
Ant. Jud., Bk 2
Ant. Jud., Bk 3
Ant. Jud., Bk 4
Ant. Jud., Bk 5
Ant. Jud., Bk 6
Ant. Jud., Bk 7
Ant. Jud., Bk 8
Ant. Jud., Bk 9
Ant. Jud., Bk 10
Ant. Jud., Bk 11
Ant. Jud., Bk 12
Ant. Jud., Bk 13
Ant. Jud., Bk 14
Ant. Jud., Bk 15
Ant. Jud., Bk 16
Ant. Jud., Bk 17
Ant. Jud., Bk 18
Ant. Jud., Bk 19
Ant. Jud., Bk 20

OTHER WRITINGS
Apion, Bk 1
Apion, Bk 2
Autobiog.


Apocrypha
(Menu)
Introduction

Gospel of--
-- Nicodemus
-- Peter
-- Ps-Matthew
-- James (Protevangelium)
-- Thomas (Infancy)
-- Thomas (Gnostic)
-- Joseph of Arimathea
-- Joseph_Carpenter
Pilate's Letter
Pilate's End

Apocalypse of --
-- Ezra
-- Moses
-- Paul
-- Pseudo-John
-- Moses
-- Enoch

Various
Clementine Homilies
Clementine Letters
Clementine Recognitions
Dormition of Mary
Book of Jubilees
Life of Adam and Eve
Odes of Solomon
Pistis Sophia
Secrets of Enoch
Tests_12_Patriarchs
Veronica's Veil
Vision of Paul
Vision of Shadrach

Acts of
Andrew
Andrew & Matthias
Andrew & Peter
Barnabas
Bartholomew
John
Matthew
Paul & Perpetua
Paul & Thecla
Peter & Paul
Andrew and Peter
Barnabas
Philip
Pilate
Thaddaeus
Thomas in India

Daily Word 2019

SEASONS of:
Advent
Christmastide
Lent
Eastertide

SUNDAYS, Year A
Sundays, 1-34, A
SUNDAYS, Year B
Sundays, 1-34, B
SUNDAYS, Year C
Sundays, 1-34, C

WEEKDAYS
(Ordinary Time)
Weeks 1-11 (Year 1)
Weeks 1-11 (Year 2)

Wks 12-22 (Year 1)
Wks 12-22 (Year 2)

Wks 23-34 (Year 1)
Wks 23-34 (Year 2)

OTHER
Solemnities
Baptisms
Weddings
Funerals
Saints Days

Patristic
(Menu)


Clement of Rome

Ignatius of Antioch

Polycarp of Smyrna

Barnabas,(Epistle of)

Papias of Hierapolis

Justin, Martyr

The Didachë

Irenaeus of Lyons

Hermas (Pastor of)

Tatian of Syria

Theophilus of Antioch

Diognetus (letter)

Athenagoras of Alex.

Clement of Alexandria

Tertullian of Carthage

Origen of Alexandria

Κατὰ Ιωάννη, στην  Δημοτική

 Matt . . .   Mark . . Luke . . John . . Acts
 
Κεφάλ. 1
Κεφάλ. 2
Κεφάλ. 3
Κεφάλ. 4
Κεφάλ. 5
Κεφάλ. 6
Κεφάλ. 7
Κεφάλ. 8
Κεφάλ. 9
Κεφάλ. 10
Κεφάλ. 11
Κεφάλ. 12
Κεφάλ. 13
Κεφάλ. 14
Κεφάλ. 15
Κεφάλ. 16
Κεφάλ. 17
Κεφάλ. 18
Κεφάλ. 19
Κεφάλ. 20
Κεφάλ. 21
Demotic version of Codex Vaticanus, with the original paragraph numbering plus the 13th century chapter divisions.

Chapter 1

1. Στην αρχή είταν ο λόγος κι’ ο λόγος είτανε με το Θεό και Θεός είταν ο λόγος. Είταν εκείνος στην αρχή με το Θεό. Όλα τα πάντα μέσο του έγιναν, και χωρίς του τίποτα δεν έγινε που γίνηκε. Μέσα του είτανε ζωή κι’ η ζωή είττανε το φως των ανθρώπων, και το φως μέσα στο σκοτάδι φέγγει και το σκοτάδι δεν το κυρίεψε.

2. Βγήκε ένας άνθρωπος σταλμένος από το Θεό· τ' όνομα του Ιωάνης. Αυτός ήρθε για κήρυγμα, για να κηρύξει το φως, που να κάνει κι’ όλοι να πιστέψουν. Δεν είταν εκείνος το φως, παρά για να κηρύξει το φως. Το φως τ' αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχότανε στον κόσμο· στον κόσμο είταν κι’ ο κόσμος μέσο του έγινε, κι’ ο κόσμος δεν τον αναγνώρισε. Στα δικά του ήρθε, κι’ οι δικοί του δεν τον παραδέχτηκαν όμως όσοι τόνε δέχτηκαν, τους έδωκε εξουσία να γίνουν του Θεού παιδιά, σ' αυτούς που πίστεψαν τ' όνομά του, που όχι από αίματα μήτε από θέλημα σάρκας μήτε από θέλημα αντρός, μόνε από το Θεό γεννήθηκαν.

Κι' ο λόγος έγινε σάρκα και κατοίκησε μεταξύ μας — κι’ είδαμε τη δόξα του, δόξα σα μοναχογιού δοσμένη από πατέρα — γιομάτος χάρη κι’ αλήθια.

Ο Ιωάνης τον κηρύχνει και φωνάζει λέγοντας «Αυτός είναι που είπα Αυτός που φτάνει πίσω μου έγινε προτύτερά μου, γιατί 'ταν πρώτος μου. Γιατί από το περίσσεμά του λάβαμε όλοι εμείς, και χάρη για χάρη. Επειδής ο Νόμος μέσο του Μωυσή δόθηκε· η χάρη κι’ η αλήθια ήρθε μέσο του Ιησού Χριστού.»

Το Θεό κανείς ποτές ακόμα δεν τον είδε· ο μοναχογιός Θεός πούναι στον κόρφο του πατέρα, εκείνος τον ξήγησε.

3. Κι' αυτό 'ναι το κήρυγμα του Ιωάνη όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα παπάδες και Λευείτες ναν τόνε ρωτήσουν «Εσύ πιος είσαι;» Κι' ομολόγησε και δεν αρνήθηκε· κι’ ομολόγησε πως «Εγώ δεν είμαι ο Χριστός.» Και τόνε ρώτησαν «Εσύ λοιπόν τι; Ο Ηλίας είσαι;» Και λέει «Δεν είμαι.» «Ο Προφήτης είσαι εσύ;» Κι' αποκρίθηκε «Όχι.» Τούπανε λοιπόν «Πιος είσαι; Για να δώκουμε απάντηση σ' εκείνους που μας έστειλαν. Τι λες για σένα;»

Είπε «Εγώ φωνή που κάπιος κράζει στην έρημο Ίσιο κάντε το δρόμο του Κυρίου , καθώς είπε ο Ησαΐας ο προφήτης.» Κι' είταν οι σταλμένοι Φαρισαίοι, και τόνε ρώτησαν και τούπαν «Τι λοιπόν βαφτίζεις αν εσύ δεν είσαι ο Χριστός ουδ' ο Ηλίας ουδ' ο Προφήτης;» Τους αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε «Εγώ βαφτίζω με νερό· μεταξύ σας στέκει, δίχως ναν τον ξέρετε, κι’ έρχεται πίσω μου αυτός που εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί του σανταλιού του.» Αυτά γίνανε στη Βηθανία αντίπερα του Ιορδάνη, όπου βάφτιζε ο Ιωάνης.

4. Την κατόπι μέρα βλέπει τον Ιησού που πήγαινε κοντά του και λέει «Νά τ' αρνί του Θεού που βγάζει την αμαρτία του κόσμου. Αυτός είναι που σας είπα Πίσω μου έρχεται άνθρωπος που γίνηκε προτύτερά μου, γιατί 'ταν πρώτος μου. Κι' εγώ δεν τον ήξερα, παρά για να φανερωθεί στον Ισραήλ για τούτο ήρθα εγώ και βαφτίζω με νερό.» Και κήρυξε ο Ιωάνης κι’ είπε πως «Είδα το Πνέμα που κατέβαινε σαν περιστέρι από τον ουρανό και κάθησε απάνου του. Κι' εγώ δεν τον ήξερα· μα αυτός που μ' έστειλε να βαφτίζω με νερό, εκείνος μούπε Σ' όπιονε δεις να κατεβεί το Πνέμα και καθήσει απάνου του, αυτός βαφτίζει με πνέμα άγιο. Κι' εγώ είδα και κήρυξα πως αυτός είναι ο γιος του Θεού.»

5. Την κατόπι μέρα έστεκε πάλι ο Ιωάνης με διο του μαθητάδες, και τηρώντας τον Ιησού που περπατούσε λέει «Νά τ' αρνί του Θεού.» Και τον ακούσανε οι διο του μαθητάδες που μιλούσε, κι’ ακολούθησαν τον Ιησού. Και γύρισε ο Ιησούς, και βλέποντάς τους που τον ακολουθούσανε τους λέει «Τι ζητάτε;» Κι' εκείνοι τούπανε «Ραββεί (που ξηγημένο θα πει Δάσκαλε ), πού κάθεσαι;» Τους λέει «Ελάτε και θα δείτεΠήγανε λοιπόν κι’ είδαν που κάθεται, και μείνανε μαζί του εκείνη την ημέρα. Είταν ως δέκα η ώρα. Είταν ο Αντρέας, ο αδερφός του Σίμωνα του Πέτρου, ένας από τους διο π' ακούσανε από τον Ιωάνη και τον ακολούθησαν. Αυτός βρίσκει πρώτο τον αδερφό του το Σίμωνα και του λέει «Βρήκαμε το Μεσσία», που ξηγημένο θα πει Χριστός. Τον πήγε στον Ιησού. Ο Ιησούς τον κοίταξε κι’ είπε «Εσύ 'σαι ο Σίμωνας, ο γιος του Ιωνά· θα σε κράζουν εσένα Κηφά», που θα πει Πέτρος .

6. Την κατόπι μέρα θέλησε να βγει στη Γαλιλαία. Και βρίσκει το Φίλιππο ο Ιησούς και του λέει «Ακολούθα με.» Κι' ο Φίλιππος είταν από τη Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Αντρέα και του Πέτρου. Βρίσκει ο Φίλιππος το Ναθανιήλ και του λέει «Εκείνον πού γραψε ο Μωυσής μέσα στο Νόμο κι’ οι Προφήτες, τον ηύραμε, τον Ιησού το γιο του Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ.» Κι' ο Ναθανιήλ τούπε «Από τη Ναζαρέτ μπορεί να γίνει τίποτα καλό;» Του λέει ο Φίλιππος «Έλα και δες.»

Είδε ο Ιησούς το Ναθανιήλ που πήγαινε κοντά του και λέει για αυτόν «Να αληθινά Ισραηλίτης με δίχως πονηριά.» Του λέει ο Ναθανιήλ «Πώς με ξέρεις;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Πρι σε φωνάξει ο Φίλιππος, σ' είδα σαν είσουνα στη συκιά από κάτου.» Τ' αποκρίθηκε ο Ναθανιήλ «Ραββεί, εσύ 'σαι ο γιος του Θεού, εσύ 'σαι ο βασιλέας του Ισραήλ.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Γιατί σούπα πως σ' είδα στη συκιά από κάτου, πιστεύεις· μεγαλύτερά τους θα δεις.» Και του λέει «Αλήθια αλήθια σας λέω· θα δείτε τον ουρανό ανοιχτό και τους αγγέλους του Θεού που θ' ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν απάνου στο γιο τ' ανθρώπου.»

Chapter 2

7. Και τρεις μέρες κατόπι έγινε γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας, κι’ είταν εκεί η μητέρα του Ιησού· και προσκάλεσαν και τον Ιησού και τους μαθητάδες του στο γάμο. Κι' έλειψε το κρασί, και λέει του Ιησού η μητέρα του «Δεν έχουν κρασί.» Κι' ο Ιησούς της λέει «Τι θέλεις από μένα, γυναίκα; Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου.» Λέει η μητέρα του στους δούλους «Ό,τι σας λέει κάντε το.»

Κι' είταν εκεί έξη στάμνες πέτρινες, βαλμένες όπως συνειθίζεται για τον καθαρισμό των Ιουδαίων, που χωρούσαν από δυο ή τρία μέτρα. Τους λέει ο Ιησούς «Γιομίστε τις στάμνες νερό.» Και τις γιόμισαν ως απάνου. Και τους λέει «Βγάλτε τώρα και πηγαίνετε τ' αρχιτράπεζου.» Και του πήγαν. Και σα δοκίμασε ο αρχιτράπεζος το νερό το κανωμένο κρασί και δεν ήξερε από πού είταν — όμως οι δούλοι τό ξεραν πούχανε βγάλει το νερό — φωνάζει το γαμπρό ο αρχιτράπεζος και του λέει «Κάθε άνθρωπος πρώτα δίνει το καλό κρασί, και σα μεθύσουν, το χειρότερο· εσύ φύλαξες ως τώρα το καλό κρασί.» Από τούτο άρχισε τα θάματά του ο Ιησούς στην Κανά της Γαλιλαίας και φανέρωσε τη δόξα του και τον πίστεψαν οι μαθητάδες του.

8. Κατόπι κατέβηκε στην Καφαρναούμ αυτός κι’ η μητέρα του και τ' αδέρφια κι’ οι μαθητάδες του· κι’ έμειναν εκεί λίγες μέρες. Και κόντευε το πάσκα των Ιουδαίων, κι’ ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα ο Ιησούς. Και βρήκε καθισμένους μέσα στο ναό όσους πουλούσανε βόδια και πρόβατα και περιστέρια, και τους σαράφηδες. Και κάνοντας βούρδουλα από σκοινιά τους έβγαλε όλους από το ναό, καθώς και τα πρόβατα και βόδια, και των σαράφηδων σκόρπισε όξω τα χρήματα κι’ αναποδογύρισε τα τραπέζια· κι’ είπε των περιστεράδων «Πάρτε τα αυτά από δω· μην κάνετε τον οίκο του πατέρα μου αργαστήρι.» Και θυμήθηκαν οι μαθητάδες του πως είναι γραμένο Ο ζήλος του οίκου σου θα με φάει . Αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι λοιπόν και τούπαν «Τι σημάδι μας δείχνεις που κάνεις αυτά;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Γκρεμίστε ετούτον το ναό και σε τρεις μέρες τόνε στήνω.» Είπανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Σε σαράντα έξη χρόνια χτίστηκε ο ναός αυτός, κι’ εσύ τόνε στήνεις σε τρεις μέρες;» Εκείνος όμως έλεγε το ναό του κορμιού του. Σαν αναστήθηκε λοιπόν από τους νεκρούς, θυμήθηκαν οι μαθητάδες του πως αυτό έλεγε και πίστεψαν τη Γραφή και το λόγο πούπε ο Ιησούς.

9. Κι' ενόσω είτανε στην Ιερουσαλήμ κατά τη σκόλη του πάσκα, πολλοί πιστέψανε τ' όνομά του θωρώντας του τα σημάδια πού κανε. Ο ίδιος όμως ο Ιησούς δεν τους φανερώνουνταν, έτσι που ναν τόνε μάθουν όλοι, τι κανενός δεν είχε ανάγκη να κηρύξει τον άνθρωπο, γιατί ο ίδιος τόξερε το τι 'τανε μέσα στον άνθρωπο.

Chapter 3

10. Κι' είταν ένας Φαρισαίος μ' όνομα Νικόδημος προεστός των Ιουδαίων. Αυτός πήγε νύχτα στον Ιησού και τούπε «Ραββεί, ξέρουμε πως από το Θεό ήρθες δάσκαλος, τι δε μπορεί κανείς να κάνει τα σημάδια αυτά που κάνεις εσύ εξόν αν είναι ο Θεός μαζί του.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Αλήθια αλήθια σου λέω, αν κανείς δε γεννηθεί από πάνου, δε μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού.» Του λέει ο Νικόδημος «Πώς γίνεται άνθρωπος να γεννηθεί όντας γέρος; Μήπως μπορεί να ξαναμπεί μέσα στην κοιλιά της μητέρας του και να γεννηθεί;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σου λέω, α δε γεννηθεί κανείς από νερό και πνέμα, αδύνατο να μπει στη βασιλεία του Θεού. Το γεννημένο από τη σάρκα σάρκα είναι, και το γεννημένο από το πνέμα πνέμα είναι. Μην απορήσεις που σούπα Πρέπει να γεννηθείτε από πάνου. Η πνοή όπου θέλει πνέει και τη βουή της την ακούς, όμως δεν ξέρεις από πού έρχεται και πού πηγαίνει· έτσι είναι ο κάθε γεννημένος από το πνέυμα.»

Αποκρίθηκε ο Νικόδημος και τούπε «Πώς μπορούν αυτά να γίνουν;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Εσύ 'σαι ο δάσκαλος του Ισραήλ κι’ αυτά δεν τα κατέχεις; Αλήθια αλήθια σου λέω, πως ό,τι ξέρουμε λέμε κι’ ότι είδαμε κηρύχνουμε, και το κήρυγμά μας δεν το δέχεστε. Αν τα γήινα σας είπα και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψτε α σας πω τα ουράνια; Και κανείς δεν ανέβηκε στον ουρανό εξόν όπιος κατέβηκε από τον ουρανό, ο γιος τ' ανθρώπου. Και καθώς ο Μωυσής έστησε ψηλά το φείδι μέσα στην έρημο, έτσι πρέπει να στηθεί ψηλά ο γιος τ' ανθρώπου, που όπιος τον πιστεύει νά εχει ζωή παντοτινή.

Γιατί τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, που και το γιο του έδωκε το μονογέννητο, π' όπιος τον πιστεύει να μη χάσει παρά νά εχει ζωή παντοτινή. Γιατί δεν έστειλε ο Θεός το γιο του στον κόσμο να καταδικάσει τον κόσμο, παρά για να κάνει κι’ ο κόσμος να σωθεί. Όπιος τον πιστεύει δεν καταδικάζεται, κι’ όπιος δεν πιστεύει είναι κι’ όλας καταδικασμένος γιατί δεν πίστεψε τ' όνομα του μονογέννητου γιου του Θεού. Κι' είναι για τούτο η καταδίκη, γιατί ήρθε το φως στον κόσμο και προτιμήσανε οι ανθρώποι το σκοτάδι από το φως· γιατί είτανε κακά τα έργα τους. Γιατί όπιος κάνει έργατα άσκημα, μισεί το φως και δεν πάει κοντά στο φως για να μην αποδειχτούν τα έργα του· μα όπιος κάνει την αλήθια, πάει κοντά στο φως για ναν του φανερωθούν τα έργα, τι είναι κανωμένα με Θεό.»

11. Κατόπι πήγε ο Ιησούς κι’ οι μαθητάδες του στον τόπο της Ιουδαίας, κι’ έμενε εκεί μαζί τους και βάφτιζε. Και βάφτιζε κι’ ο Ιωάνης στην Αινών κοντά στο Σαλείμ — γιατί εκεί 'τανε νερά πολλά — και πήγαινε ο κόσμος και βαφτίζουνταν, γιατί δεν είχε ακόμα ο Ιωάνης φυλακιστεί.

Λοιπόν φιλονεικήσανε οι μαθητάδες του Ιωάνη μ' έναν Ιουδαίο για καθαρισμό. Και πήγαν κι’ είπανε του Ιωάνη «Ραββεί, εκείνος πούτανε μαζί σου αντίπερα του Ιορδάνη, που εσύ τον κήρυξες, κοίτα αυτός βαφτίζει κι όλοι σ' εκείνον πάνε.» Αποκρίθη ο Ιωάνης κι’ είπε «Τίποτα δε μπορεί να λάβει ο άνθρωπος α δεν του δόθηκε από τον ουρανό. Είστε μάρτυρες μου εσείς οι ίδιοι πως εγώ είπα Δεν είμαι εγώ ο Χριστός παρά πως στάλθηκα προτύτερά του. Όπιος έχει τη νύφη 'ναι γαμπρός· κι’ ο φίλος του γαμπρού που στέκεται και τον ακούει, χαρά χαίρεται με τη φωνή του γαμπρού. Λοιπόν αυτή η χαρά η δική μου έγινε. Αυτός να μεγαλώνει πρέπει και να μικραίνω εγώ.»

Όπιος έρχεται από πάνου, απάνου απ' όλους είναι. Όπιος είναι από τη γη, από τη γη 'ναι κι’ από τη γη λαλεί· όπιος έρχεται από τον ουρανό, απάνου απ' όλους είναι. Ό,τι είδε κι’ άκουσε, εκείνο κηρύχνει, και το κήρυγμά του κανείς δεν το δέχεται· όπιος δέχεται το κήρυγμά του, έβαλε τη βούλα του πως είναι αληθινός ο Θεός. Γιατί όπιον έστειλε ο Θεός, τα λόγια του Θεού λαλεί, τι δίνει αμέτρητα το πνέμα. Ο πατέρας αγαπά το γιο, κι’ όλα τα πάντα τάδωκε στο χέρι του. Όπιος πιστεύει το γιο, έχει ζωή παννοτινή· όπιος όμως παρακούει το γιο, δε θα δει ζωή μόνε κάθεται απάνου του η οργή του Θεού.

Chapter 4

12. Σαν έμαθε λοιπόν ο Κύριος πως τ' άκουσαν οι Φαρισαίοι πως ο Ιησούς πιο πολλούς μαθητάδες κάνει και βαφτίζει από τον Ιωάνη (αν κι’ αλήθια ο Ιησούς δε βάφτιζε ο ίδιος, μόνε οι μαθητάδες του), άφισε την Ιουδαία κι’ έφυγε πάλι για τη Γαλιλαία. Κι' έπρεπε να περάσει από τη Σαμάρεια. Φτάνει λοιπόν σε χώρα της Σαμάρειας που τη λέγανε Σιχάρ κοντά στο μέρος το δοσμένο από τον Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του· κι’ εκεί 'ταν ένα πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν κουρασμένος από το δρόμο κάθουνταν έτσι σιμά στο πηγάδι· η ώρα είταν ως έξη.

Έρχεται γυναίκα από τη Σαμάρεια να βγάλει νερό. Της λέει ο Ιησούς «Δώσε μου να πιώ», γιατί οι μαθητάδες του είχαν πάει στη χώρα να ψωνίσουν. Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτισσα «Πώς εσύ Ιουδαίος όντας ζητάς να πιείς από μένα, γυναίκα Σαμαρείτισσα;» Γιατί δε συντροφιάζουν Ιουδαίοι με Σαμαρείτες. Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε «Αν ήξερες το χάρισμα του Θεού και πιος σου λέει Δώσε μου να πιώ, εσύ θαν του ζητούσες και θα σού δινε νερό ζωντανό.» Του λέει «Κύριε, μήτε κουβά δεν έχεις και το πηγάδι 'ναι βαθύ· λοιπόν πώς έχεις το νερό το ζωντανό; Μην είσαι μεγαλύτερος εσύ απ' τον πατέρα μας τον Ιακώβ που μας έδωκε το πηγάδι κι’ ήπιε από το πηγάδι ο ίδιος καθώς κι’ οι γιοί του και τα θρέμματά του;»

Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε «Όπιος πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει πάλι· μα όπιος πιεί νερό που θαν του δώσω εγώ, δε θα διψάσει στον αιώνα, μόνε το νερό που θαν του δώσω θενά γίνει μέσα του πηγή νερού που θ' αναβρύζει ως σε ζωή παντοτινή.» Του λέει η γυναίκα «Κύριε, δώσε μου το αυτό το νερό, για να μη διψώ μηδ' έρχουμαι ως εδώ να βγάζω.»

Της λέει «Σήρε φώναξε τον άντρα σου· και γύρισε εδώ.» Αποκρίθηκε η γυναίκα και του είπε «Δεν έχω άντρα.» Της λέει ο Ιησούς· «Καλά είπες πως Άντρα δεν έχω· γιατί είχες πέντε άντρες, και τον άντρα πούχεις τώρα δεν είναι άντρας σου. Αλήθια αυτό το είπες.» Του λέει η γυναίκα «Κύριε, βλέπω πως προφήτης είσαι εσύ. Οι πατέρες μας σε τούτο το βουνό προσκύνησαν, κι’ εσείς λέτε πως στην Ιερουσαλήμ είναι το μέρος όπου πρέπει να προσκυνούμε.» Της λέει ο Ιησούς «Πίστευέ με, ω γυναίκα, πως φτάνει ώρα που μήτε σ' ετούτο το βουνό μήτε στα Ιεροσόλυμα δε θα προσκυνάτε τον πατέρα. Εσείς προσκυνάτε ό,τι δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε ό,τι ξέρουμε, το πως η σωτηρία από τους Ιουδαίους είναι νάρθει. Όμως φτάνει ώρα κι’ ήρθε τώρα όταν οι αληθινοί προσκυνητάδες θα προσκυνήσουν τον πατέρα με πνέμα και μ' αλήθια· γιατί κι’ ο πατέρας έτσι τους θέλει όσους τον προσκυνούν. Πνέμα ο Θεός· κι’ όσοι τον προσκυνούνε, με πνέμα και μ' αλήθια πρέπει ναν τον προσκυνούν.» Του λέει η γυναίκα «Ξέρω πως είναι νάρθει Μεσσίας (ο Χριστός που λένε)· όταν έρθει εκείνος, θα μας πει τα πάντα.» Της λέει ο Ιησούς «Εγώ 'μαι που σου μιλώ.»

Κι' εκείνη τη στιγμή έφτασαν οι μαθητάδες του κι’ απορούσαν που μιλούσε με γυναίκα· όμως κανείς δεν είπε «Τι θέλεις ή γιατί μιλείς μαζί της;» Άφισε λοιπόν τη στάμνα της η γυναίκα και πήγε στη χώρα και λέει στους ανθρώπους «Ελάτε να δείτε άνθρωπο που μου τάπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» Βγήκαν από τη χώρα και πηγαίνανε στον Ιησού.

13. Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθητάδες και λέγανε «Ραββεί, φάγε.» Κι' εκείνος τους είπε «Εγώ 'χω φαγητό να φάω που εσείς δεν το ξέρετε.» Λέγανε λοιπόν οι μαθητάδες μεταξύ τους «Μήπως τού φερε κανένας κι’ έφαγε;» Τους λέει ο Ιησούς «Δικό μου φαγητό 'ναι το 'να κάνω το θέλημα του στάλτη μου και να τελειώσω τη δουλιά του. Εσείς δε λέτε πως τέσσερεις μήνες ακόμα και φτάνει ο θέρος; Νά σας λέω, σηκώστε τα μάτια σας, και κοιτάξτε τα χωράφια πως ασπρολογούνε έτοιμα για θερισμό. Τώρα παίρνει μεροδούλι ο θεριστής και συνάζει καρπό ως σε ζωή παντοτινή, που να χαίρεται ο σπάρτης μαζί κι’ ο θεριστής. Γιατί σε τούτο είναι αληθινός ο λόγος, πως άλλος είναι ο σπάρτης κι’ άλλος ο θεριστής. Εγώ σας έστειλα να θερίστε σ' ό,τι εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι έκαναν τον κόπο, κι’ εσείς μπήκατε στον κόπο τους.»

Κι' από τη χώρα εκείνη πολλοί τον πίστεψαν Σαμαρείτες από τα λόγια της γυναικός που κήρυχνε πως «Μου τάπε όλα όσα έκανα.» Σαν ήρθανε λοιπόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσανε να μείνει μαζί τους· κι’ έμεινε εκεί διο μέρες. Και πολύ πιότερους έκανε και πίστεψαν ο λόγος του, κι’ έλεγαν της γυναικός «Πια δεν πιστεύουμε απ' όσα είπες· γιατί οι ίδιοι ακούσαμε, και ξέρουμε πως αυτός είναι αληθινά ο σωτήρας του κόσμου.»

14. Κι' ύστερ' από τις διο μέρες βγήκε από κει και πήγε στη Γαλιλαία. Γιατί ο ίδιος ο Ιησούς κήρυξε πως προφήτη στη δική του την πατρίδα δεν τιμούν. Σαν έφτασε λοιπόν στη Γαλιλαία, τόνε δέχτηκαν οι Γαλιλαίοι, γιατί 'χανε δει όλα όσα έκανε στην Ιερουσαλήμ κατά τη σκόλη· γιατί είχαν πάει κι’ εκείνοι στη γιορτή.

Πήγε λοιπόν πάλι στην Κανά της Γαλιλαίας όπου 'χε κάνει το νερό κρασί. Κι' είταν ένας βασιλικός υπάλληλος που ο γιος είταν άρρωστος στην Καφαρναούμ· αυτός σαν άκουσε πως έρχεται ο Ιησούς από την Ιουδαία στη Γαλιλαία, πήγε και τον παρακαλούσε να κατεβεί και ναν του γιατρέψει το γιο του· γιατί είτανε να πεθάνει. Τούπε λοιπόν ο Ιησούς «Α δε δείτε σημάδια και τέρατα, δε θα πιστέψτε.» Του λέει ο βασιλικός υπάλληλος «Κύριε, έλα κάτου πριν πεθάνει το παιδί μου.» Του λέει ο Ιησούς «Πήγαινε, ο γιος σου ζει.» Πίστεψε ο άνθρωπος το λόγο που τούπε ο Ιησούς, και πήγαινε. Κι' ενώ πια κατέβαινε απάντησε τους σκλάβους του και τούλεγαν πως «Το παιδί σου ζει.» Ρώτησε λοιπόν πια ώρα καλιτέρεψε. Τούπανε λοιπόν πως εχτές στις εφτά η ώρα τον αφήκε η θέρμη· κατάλαβε λοιπόν ο πατέρας πως εκείνη την ώρα όταν τούπε ο Ιησούς «Ο γιος σου ζει.» Και πίστεψε, κι’ αυτός κι’ όλο του το σπιτικό. Κι' αυτό πάλι έκανε δεύτερο σημάδι ο Ιησούς σαν πήγε από την Ιουδαία στη Γαλιλαία.

Chapter 5

15. Κατόπι είτανε σκόλη των Ιουδαίων, κι’ ανέβηκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα. Κι' είναι στα Ιεροσόλυμα κοντά στην προβατινή μπασιά λουτρό που εβραίικα λέγεται Βηθσαϊδά με πέντε λιακωτά· εκεί μέσα κοίτουνταν πλήθος οι αρρωστημένοι — στραβοί, κουτσοί, πιασμένοι. Κι' είταν εκεί ένας άνθρωπος πούχε τριάντα οχτώ χρόνια την αρρώστια του· όταν τον είδε ο Ιησούς πλαγιασμένο κάτου κι’ ένιωσε πως έχει από πολύν καιρό, του λέει «Θέλεις να γιατρευτείς;» Του αποκρίθηκε ο αρρωστημένος «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο, που σα σαλέψει το νερό να με βάλει στο λουτρό κι’ ενώ πηγαίνω εγώ, άλλος κατεβαίνει πριν.» Του λέει ο Ιησούς «Σήκω, πάρε το κλινάρι σου και περπάτα.» Κι' αμέσως έγινε ο άνθρωπος καλά, και πήρε το κλινάρι του και περπατούσε.

Κι' είτανε σαββάτο εκείνη την ημέρα. Λέγανε λοιπόν του γιατρεμένου οι Ιουδαίοι «Σαββάτο είναι, δεν πρέπει να σηκώνεις το κλινάρι.» Κι' αυτός τους αποκρίθηκε «Εκείνος που με γιάτρεψε, εκείνος μούπε Πάρε το κλινάρι σου και περπάτα.» Τόνε ρωτούσανε λοιπόν «Πιος σούπε Πάρ' το και περπάτα;» Κι' ο γιατρεμένος δεν ήξερε πιος είναι, γιατί ξέκοψε ο Ιησούς επειδή 'ταν πλήθος μέσα εκεί. Κατόπι τόν βρίσκει ο Ιησούς μέσα στο ναό και τούπε «Νά έγινες καλά· μην κάνεις πια αμαρτίες, μήπως πάθεις τίποτα χειρότερο.» Έφυγε ο άνθρωπος και πληροφόρησε τους Ιουδαίους πως ο Ιησούς τον έκανε καλά. Και για τούτο κατατρέχανε οι Ιουδαίοι τον Ιησού, γιατί αυτά τάκανε το σαββάτο. Και τους αποκρίθηκε «Ο πατέρας μου και τότε εργάζεται· εργάζουμαι κι’ εγώ.» Για τούτο λοιπόν πιο πολύ ζητούσανε ναν τόνε θανατώσουν οι Ιουδαίοι, γιατί όχι μοναχά χαλνούσε το σαββάτο, παρά και πατέρα του έλεγε το Θεό κάνοντας τον εαυτό του ίσο του Θεού.

Αποκρίθη λοιπόν και τους έλεγε «Αλήθια αλήθια σας λέω, τίποτα δε μπορεί να κάνει μοναχός του ο γιος, εξόν α βλέπει τον πατέρα που το κάνει· γιατί όσα κάνει εκείνος, αυτά το ίδιο κάνει κι’ ο γιος. Γιατί ο πατέρας αγαπά το γιο κι’ όλα του τα δείχνει όσα κάνει ο ίδιος, και μεγαλύτερά τους θαν του δείξει έργα, που ν' απορείτε εσείς· γιατί όπως ο πατέρας ανασταίνει τους νεκρούς και ζωντανεύει, έτσι κι’ ο γιος όσους θέλει ζωντανεύει. Γιατί και δεν καταδικάζει ο πατέρας κανένα, μόνε κάθε καταδίκη την έδωκε του γιου, π' όλοι να τιμούν το γιο καθώς τιμούνε τον πατέρα. Όπιος δεν τιμά το γιο, δεν τιμά τον πατέρα που τον έστειλε. Αλήθια αλήθια σας λέω, πως όπιος ακούει το λόγο μου και πιστεύει το στάλτη μου, έχει ζωή παντοτινή, και δεν πάει σε καταδίκη, μονάχα πέρασε από το θάνατο στη ζωή. Αλήθια αλήθια σας λέω, πως φτάνει ώρα κι’ ήρθε τώρα όταν οι νεκροί θ' ακούσουν τη φωνή του γιου του Θεού, κι’ όσοι ακούσουνε θα ζήσουν. Γιατί όπως ο πατέρας έχει μέσα του ζωή, έτσι και του γιου τούδωκε κι’ έχει μέσα του ζωή και τούδωκε εξουσία να καταδικάζει, γιατί είναι γιος ανθρώπου. Μην απορείτε αυτό, το πως φτάνει ώρα όταν όλοι μέσ' στα μνήματα θ' ακούσουν τη φωνή του, και θα βγούνε οι εργάτες του καλού σ' ανάσταση ζωής κι’ οι εργάτες του κακού σ' ανάσταση καταδίκης.

Δε μπορώ από μένα εγώ να κάνω τίποτα· καθώς ακούω καταδικάζω, κι’ η καταδίκη μου είναι δίκια, γιατί δε γυρεύω το δικό μου θέλημα παρά το θέλημα του στάλτη μου. Αν εγώ κηρύχνουμαι ο ίδιος, δεν είναι αληθινό το κήρυγμά μου· άλλος με κηρύχνει, και ξέρω πως είναι αληθινό το κήρυγμά του που κηρύχνει για μένα. Εσείς στείλατε στον Ιωάνη και κήρυξε την αλήθια· εγώ όμως δε γυρεύω ανθρώπου κήρυγμα, παρά σας λέω αυτά για να σωθείτε εσείς. Εκείνος είταν το λυχνάρι πούταν αναμένο κι’ έφεγγε, κι’ εσείς θελήσατε στο φως του να χαρείτε μια στιγμή. Εγώ όμως έχω κήρυγμα μεγαλύτερο από του Ιωάνη· γιατί τα έργα που μού δωκε ο πατέρας να βγάλω πέρα, τα έργα αυτά που κάνω είναι κηρυχτής μου πως ο πατέρας μ' έστειλε. Κι' ο πατέρας που μ' έστειλε, εκείνος με κήρυξε. Μήτε ποτές φωνή του ακόμα δεν ακούσατε μήτε είδατε μορφή του, και το λόγο του δεν τον κρατάτε μέσα σας, γιατί τον αποσταλμένο του, αυτόν εσείς δεν τον πιστεύετε. Τις Γραφές τις ψάχνετε γιατί θαρρείτε πως μ' αυτές λαβαίνετε ζωή παντοτινή· κι’ εκείνες είναι κηρυχτής μου, και δε θέλετε σ' εμένα νάρθετε για νάχετε ζωή. Δόξα απ' ανθρώπους δε ζητώ, παρά σας ξέρω πως μέσα σας δεν έχετε την αγάπη του Θεού. Εγώ ήρθα στ' όνομα του πατέρα μου, και δε με δέχεστε· αν άλλος έρθει σ' όνομα δικό του, εκείνον θα δεχτείτε. Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψτε, που γυρεύετε ένας δόξα από τον άλλον, και τη δόξα που δίνει ο μόνος δε γυρεύετε; Μη νομίζετε πως θα σας κατηγορήσω εγώ στον πατέρα· υπάρχει ο κατήγορος σας στον πατέρα, ο Μωυσής που εσείς στηρίζεστε. Γιατί αν πιστεύατε το Μωυσή, θα με πιστεύατε κι’ εμένα· γιατί εκείνος έγραψε για μένα. Αν όμως τα γραμένα εκείνου δεν πιστεύετε, πώς πιστεύετε τα λόγια μου;»

Chapter 6

16. Κατόπι πήγε ο Ιησούς αντίπερα της λίμνης της Γαλιλαίας, της Τιβεριάδας· και τον ακολουθούσε λαός πολύς, γιατί θωρούσαν τα σημάδια πού κανε με τους αρρώστους. Κι' ανέβη το βουνό ο Ιησούς και κάθουνταν εκεί με τους μαθητάδες του. Και κόντευε το πάσκα, η σκόλη των Ιουδαίων. Σήκωσε λοιπόν τα μάτια ο Ιησούς, και θωρώντας πως έρχεται πολύς λαός ναν τόνε βρει, λέει του Φιλίππου «Πού θ' αγοράσουμε ψωμιά για να φάνε αυτοί;» Κι' αυτό τό λεγε δοκιμάζοντάς τον, γιατί ο ίδιος ήξερε τι θα κάνει. Τ' αποκρίθη ο Φίλιππος «Διακόσα δηνάρια ψωμί δεν τους φτάνει για να πάρουν όλοι λίγο.» Του λέει ένας μαθητής του, ο Αντρέας ο αδερφός του Σίμωνα του Πέτρου «Είναι ένα παιδί εδώ κι’ έχει πέντε κριθαρό ψομα και διο ψάρια· μα τι είναι αυτά για τόσους;»

Είπε ο Ιησούς «Βάλτε τους ανθρώπους να καθήσουν.» Κι' είχε εκεί χορτάρια πολλά. Καθήσανε λοιπόν οι ανθρώποι, αριθμός ως πέντε χιλιάδες. Πήρε λοιπόν τα ψωμιά ο Ιησούς, κι’ αφού δοξολόγησε μοίρασε στους καθισμένους· το ίδιο κι’ από τα ψάρια όσο ήθελαν. Κι' αφού χορτάσανε, λέει στους μαθητάδες του «Μαζέψτε τα κομάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτα.» Μαζέψανε λοιπόν, και γιομίσανε δώδεκα καλάθια με κομάτια από τα πέντε κριθαρό ψωμα που περίσσευαν απ' όσους έφαγαν. Οι ανθρώποι λοιπόν σαν είδαν τι σημάδια έκανε, έλεγαν πως «Αυτός είναι αληθινά ο Προφήτης πούρχεται στον κόσμο.»

17. Ο Ιησούς λοιπόν όταν ένιωσε πως σκοπεύουνε ναρθούν και ναν τον αρπάξουν για ναν τον κάνουνε βασιλέα, έφυγε πάλι στο βουνό καταμόναχος.

Και σα βράδιασε, κατέβηκαν οι μαθητάδες του στη λίμνη, και μπήκανε σε καράβι και πήγαιναν αντίπερα της λίμνης στην Καφαρναούμ. Κι' είχε σκοτεινιάσει πια κι’ ο Ιησούς δεν είχε φτάσει ακόμα, κι’ η λίμνη φυσώντας άνεμος μεγάλος φούσκωνε. Σαν τραβήξανε λοιπόν ως εικοσιπέντε στάδια ή τριάντα, βλέπουν τον Ιησού που περπατούσε στη λίμνη απάνου και σίμωνε στο καράβι, και φοβήθηκαν. Κι' εκείνος τους λέει «Εγώ είμαι, μη φοβάστε.» Θέλανε λοιπόν ναν τον πάρουνε στο καράβι, κι’ αμέσως βρέθηκε το καράβι στην ξηρά που πήγαιναν.

18. Την κατόπι μέρα το πλήθος πούστεκε στ' αντικρυνά της λίμνης είδαν πως άλλη βάρκα εκεί δεν είταν εξόνε μια και πως δε μπήκε μαζί με τους μαθητάδες του ο Ιησούς στο καράβι, παρά πως έφυγαν οι μαθητάδες μοναχοί (άλλα καράβια ήρθαν από την Τιβεριάδα κοντά στο μέρος πούφαγαν το ψωμί σα δοξολόγησε ο Κύριος)· ότα λοιπόν είδε ο λαός πως ο Ιησούς δεν είναι εκεί, μήτε οι μαθητάδες του, μπήκανε αυτοί στις βάρκες κι’ ήρθανε στην Καφαρναούμ ζητώντας τον Ιησού.

κι’ όταν τον ηύρανε στ' αντικρυνά της λίμνης, τούπανε «Ραββεί, πότε έφτασες εδώ;» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς κι’ είπε «Αλήθια αλήθια σας λέω, με ζητάτε όχι γιατί είδατε σημάδια, μόνε γιατί φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε. Εργάζεστε όχι για τη θροφή που χάνεται, παρά για τη θροφή που μένει ως σε ζωή παντοτινή, που θα σας δώσει, ο γιος τ' ανθρώπου· γιατί εκείνον όρισε με τη σφραγίδα του ο πατέρας, ο Θεός.»

Τούπανε λοιπόν «Τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Αυτό 'ναι το έργο του Θεού, να πιστεύετε τον απόστολό του.» Τούπανε λοιπόν «Λοιπόν τι σημάδι κάνεις εσύ που να δούμε και να σε πιστέψουμε; τι έργο εργάζεσαι; Οι πατέρες μας φάγανε στην έρημο το μάννα, καθώς είναι γραμένο Ψωμί τους έδωκε από τον ουρανό να φάνε .» Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, δε σας έδωκε ο Μωυσής το ψωμί από τον ουρανό, μόνε ο πατέρας μου σας δίνει από τον ουρανό το ψωμί τ' αληθινό· γιατί το ψωμί του Θεού είναι όπιο κατεβαίνει από τον ουρανό δίνοντας ζωή του κόσμου.» Τούπανε λοιπόν «Κύριε, πάντα δίνε μας αυτό το ψωμί.»

Τους είπε ο Ιησούς «Εγώ είμαι το ψωμί της ζωής. Όπιος έρχεται σ' εμένα δε θα πεινάσει, κι’ όπιος με πιστεύει δε θα διψάσει ποτές. Όμως σας είπα πώς Και μ' είδατε και δεν πιστεύετε. Ό,τι δίνει μου ο πατέρας σ' εμένα θάρθει, κι’ όπιος έρχεται σ' εμένα δε θαν τόνε βγάλω όξω, γιατί κατέβηκα από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημα το δικό μου παρά το θέλημα του στάλτη μου. Και το θέλημα του στάλτη μου είναι αυτό, απ' ό,τι μού δωκε να μη χάσω τίποτα, μόνε ναν τ' αναστήσω τη στερνή τη μέρα. Γιατί ετούτο 'ναι το θέλημα του πατέρα μου, το όπιος θωρά το γιο και τον πιστεύει νάχει ζωή παντοτινή και ναν τον αναστήσω εγώ τη στερνή τη μέρα.»

19. Αγαναχτούσανε λοιπόν μαζί του οι Ιουδαίοι γιατί είπε «Εγώ 'μαι το ψωμί που κατέβηκε από τον ουρανό», και λέγανε «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα του και τη μητέρα; Πώς τώρα λέει πως Κατέβηκα από τον ουρανό;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Μην αγαναχτείτε μεταξύ σας. Κανείς δε μπορεί νάρθει σ' εμένα εξόν αν τόνε σήρει ο πατέρας που μ' έστειλε, κι’ εγώ θαν τον αναστήσω τη στερνή τη μέρα. Είναι γραμένο μέσα στους Προφήτες Και θα γίνουν όλοι διδαχτοί του Θεού . Όπιος ακούσει από τον πατέρα και μάθει, έρχεται σ' εμένα. Όχι πως είδε κανείς τον πατέρα, εξόν όπιος έρχεται από το Θεό· αυτός είδε τον πατέρα. Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος πιστεύει έχει ζωή παντοτινή. Εγώ είμαι το ψωμί της ζωής. Οι πατέρες σας φάγανε στην έρημο το μάννα και πέθαναν& αυτό 'ναι το ψωμί που κατεβαίνει από τον ουρανό, το ναν το φάει κανείς και να μην πεθαίνει. Εγώ είμαι το ψωμί το ζωντανό που κατέβη από τον ουρανό· όπιος φάει αυτό το ψωμί θα ζήσει στον αιώνα. Και το ψωμί που δώσω εγώ η σάρκα μου είναι για τη ζωή του κόσμου.»

20. Λογομαχούσανε λοιπόν οι Ιουδαίοι κι’ έλεγαν «Πώς αυτός μπορεί να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, α δε φάτε τη σάρκα του γιου τ' ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, μέσα σας ζωή δεν έχετε. Όπιος μου τρώει τη σάρκα μου και μου πίνει το αίμα, έχει ζωή παντοτινή και θαν τον αναστήσω εγώ τη στερνή τη μέρα· γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή θροφή, και το αίμα μου αληθινό 'ναι πιόσιμο. Όπιος τρώει τη σάρκα μου και μου πίνει το αίμα, μένει μέσα μου, κι’ εγώ μέσα του. Όπως μ' έστειλε ο ζωντανός πατέρας κι’ εγώ ζω από τον πατέρα, έτσι κι’ όπιος με τρώει θα ζήσει κι’ εκείνος από μένα. Αυτό 'ναι το ψωμί που κατέβη από τον ουρανό, όχι καθώς φάγανε οι πατέρες και πέθαναν· όπιος τρώει αυτό το ψωμί θα ζήσει στον αιώνα.» Αυτά είπε μέσα σε συναγώγι διδάσκοντας στην Καφαρναούμ.

Πολλοί λοιπόν άκουσαν μαθητάδες του κι’ είπανε «Τραχύς είναι αυτός ο λόγος' πιος μπορεί ναν τον ακούει;» Και σαν ένιωσε μέσα του ο Ιησούς πως έκανε αυτό τους μαθητάδες του κι’ αγαναχτούσαν, τους είπε «Αυτό σας πειράζει; Α βλέπετε λοιπόν το γιο τ' ανθρώπου κι’ ανεβαίνει όπου 'ταν πριν; Η πνοή ζωντανεύει, η σάρκα τίποτα δεν ωφελεί· τα λόγια που εγώ σας είπα, πνοή 'ναι και ζωή. Όμως μερικοί σας δεν πιστεύουν.» Γιατί ήξερε από την αρχή ο Ιησούς πιοι δεν πιστεύουν και πιος θαν τον παραδώσει. Κι' έλεγε «Για τούτο σας είπα πως δε μπορεί κανείς νάρθει σ' εμένα α δεν του δόθηκε από τον πατέρα.»

Για τούτο πολλοί μαθητάδες του έφυγαν πίσω και δεν πήγαιναν πια μαζί του. Είπε λοιπόν ο Ιησούς στους δώδεκα «Μήπως θέλετε κι’ εσείς να πάτε;» Τ' αποκρίθηκε ο Σίμωνας ο Πέτρος «Κύριε, σε πιόνε να πάμε; Ζωής παντοτινής έχεις λόγια, κι’ εμείς πιστέψαμε και ξέρουμε πως εσύ 'σαι ο Άγιος του Θεού.» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δε σας διάλεξα εγώ εσάς τους δώδεκα; Κι' ένας σας είναι διάβολος.» Κι' έλεγε τον Ιούδα του Σίμωνα του Ισκαριώτη, γιατί είταν αυτός ναν τον παραδώσει, ένας από τους δώδεκα.

Chapter 7

21. Και κατόπι γύριζε ο Ιησούς μέσα στη Γαλιλαία, γιατί δεν ήθελε να γυρνά μέσα στην Ιουδαία επειδή ζητούσαν οι Ιουδαίοι ναν τόνε θανατώσουν. Και κόντευε η σκόλη των Ιουδαίων, το καλυβοστήσιμο. Τούπανε λοιπόν οι αδερφοί του «Μη μένεις εδώ, μον πήγαινε στην Ιουδαία, για να δουν κι’ οι μαθητάδες τα έργα σου που κάνεις. Γιατί κανείς δεν κάνει τίποτα κρυφά π' απαιτεί να γνωρίζεται. Αν αυτά τα κάνεις, φανερώσου στον κόσμο.» Γιατί μήτε οι αδερφοί του δεν τον πίστευαν. Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς «Η δική μου η ώρα ακόμα δεν έφτασε· όμως η δική σας ώρα πάντα εδώ 'ναι έτοιμη. Εσάς δεν μπορεί να σας μισεί ο κόσμος, μα εμένα με μισεί γιατί εγώ κηρύχνω πως είναι τα έργα του κακά. Πηγαίνετε εσείς απάνου στη σκόλη· σ' αυτή τη σκόλη δεν πηγαίνω ακόμα εγώ, γιατί η ώρα μου ακόμα δεν έφτασε.» Κι' αφού τους τάπε αυτά, έμεινε στη Γαλιλαία.

22. Κι' όταν ανέβηκαν τ' αδέρφια του στη σκόλη, τότε ανέβηκε κι’ αυτός, όχι φανερά, μόνε σαν κρυφά. Οι Ιουδαίοι λοιπόν τόνε ζητούσανε στη σκόλη κι’ έλεγαν «Πού 'ναι τος εκείνος;» Κι' είταν κρυφομίλημα πολύ για τον Ιησού μέσα στα πλήθη· άλλοι λέγανε πως είναι καλός, κι’ άλλοι λέγανε «Όχι, μόνε παρασύρει το λαό.» Κανείς όμως φανερά, δεν τόνε μελετούσε από το φόβο των Ιουδαίων.

23. Κι' όταν είχε πια μισοπεράσει η σκόλη, ανέβηκε ο Ιησούς στο ναό και δίδασκε. Απορούσανε λοιπόν οι Ιουδαίοι κι’ έλεγαν «Πώς αυτός γνωρίζει γράμματα χωρίς να μάθει;» Ο Ιησούς λοιπόν τους αποκρίθη κι’ είπε «Η δική μου η διδαχή δική μου δεν είναι, παρά του στάλτη μου. Όπιος θέλει το θέλημά του να κάνει, θα καταλάβει τη διδαχή πια είναι, : από το Θεό ή εγώ δικά μου λαλώ. Όπιος δικά του λαλεί, τη δόξα τη δική του ζητά· όπιος όμως ζητά τη δόξα του στάλτη του, αυτός είναι αληθινός και μέσα του δεν έχει κακοσύνη. Δε σας έδωκε ο Μωυσής το Νόμο; και το Νόμο κανείς σας δεν τον κάνει. Τι ζητάτε να με θανατώστε;» Αποκρίθηκε το πλήθος «Δαιμονισμένος είσαι· πιος γυρεύει να σε θανατώσει;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Ένα έργο έκανα κι’ όλοι απορείτε. Ο Μωυσής σας έδωκε την περιτομή (όχι πως είναι από το Μωυσή, μόνε από τους προπατόρους), και περιτομίζετε άνθρωπο σαββάτο. Αν ο άνθρωπος περιτομίζεται σαββάτο για να μη χαλαστεί ο νόμος του Μωυσή, θυμώνετε μαζί μου γιατί γιάτρεψα ολόκληρο άνθρωπο σαββάτο; Μη δικάζετε απ' ό,τι φαίνεται, παρά τη σωστή τη δίκη να δικάζετε.»

Μερικοί λοιπόν Ιεροσολυμείτες λέγανε «Δεν είναι αυτός που ζητούνε να σκοτώσουν; Και νά λαλεί ανοιχτά και δεν του λένε τίποτα. Μήπως αλήθια οι προεστοί γνωρίζουν πως αυτός είναι ο Χριστός; Ως τόσο αυτόν τον ξέρουμε από πού είναι· όμως ο Χριστός σαν είναι νάρθει, κανείς δεν ξέρει από πού είναι.» Έκραξε λοιπόν μέσα στο ναό ο Ιησούς διδάσκοντας και λέγοντας «Κι' εμένα με ξέρετε, και ξέρετε από πού είμαι. Και μόνος μου δεν ήρθα, μόνε είναι αληθινός ο στάλτης μου, που εσείς δεν τον ξέρετε· εγώ τον ξέρω, γιατί από κείνον είμαι κι’ εκείνος μ' έστειλε.» Ζητούσανε λοιπόν ναν τον πιάσουν, και κανείς δεν έβαλε χέρι απάνου του γιατί δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα του.

24. Κι' από το λαό πολλοί τον πίστευαν κι’ έλεγαν «Ο Χριστός σαν έρθει, μήπως θα κάνει περισσότερα σημάδια απ' ό,τι έκανε αυτός;»

Άκουσαν οι Φαρισαίοι το λαό που κρυφομιλούσε αυτά για τον Ιησού, και στείλανε οι αρχιπαπάδες κι’ οι Φαρισαίοι κλητήρες ναν τον πιάσουν. Είπε λοιπόν ο Ιησούς «Ακόμα λίγο μένω μαζί σας και πηγαίνω στο στάλτη μου. Θα με ζητάτε και δε θα με βρίσκετε, κι’ όπου 'μαι εγώ εσείς να πάτε δε μπορείτε.» Είπανε λοιπόν οι Ιουδαίοι μεταξύ τους «Πού 'ναι αυτός να πάει που εμείς δε θαν τον βρούμε; Μήπως στο σκόρπισμα των Ελλήνων σκοπεύει να πάει και να διδάσκει τους Έλληνες; Τι 'ναι αυτός ο λόγος πούπε θα με ζητάτε και δε θα με βρίσκετε, κι’ όπου 'μαι εγώ, εσείς να πάτε δε μπορείτε;»

25. Και την τελευταία μέρα τη μεγάλη της σκόλης έστεκε ο Ιησούς κι’ έκραξε λέγοντας «Αν κανείς διψά, σ' εμένα ας έρχεται κι’ ας πίνει. Όπιος με πιστεύει, καθώς είπε η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν από την κοιλιά του.» Κι' αυτό τόπε για το πνέμα που θα λάβαιναν όσοι τον πιστέψανε· γιατί δεν είχε ακόμα δοθεί πνέμα άγιο, επειδής δεν είχε ακόμα δοξαστεί ο Ιησούς. Από το λαό λοιπόν άκουσαν αυτά τα λόγια κι’ έλεγαν πως «Αυτός είναι αληθινά ο Προφήτης· άλλοι έλεγαν «Αυτός είναι ο Χριστός»· κι’ άλλοι έλεγαν «Τάχα από τη Γαλιλαία έρχεται ο Χριστός; Η Γραφή δεν είπε πως από το σπέρμα του Δαυείδ έρχεται ο Χριστός κι’ από τη Βηθλεέμ το χωριό όπου γεννήθηκε ο Δαυείδ;» Διχόνια λοιπόν έγινε απ' αφορμή του στο λαό, και μερικοί τους θέλανε ναν τον πιάσουν, μα δεν έβαλε χέρι απάνου του κανείς.

26. Πήγανε λοιπόν οι κλητήρες στους πρωτοπαπάδες και τους Φαρισαίους, κι’ αυτοί τους είπανε «Γιατί δεν τόνε φέρατε;» Αποκριθήκανε οι κλητήρες «Ποτές άνθρωπος δε μίλησε έτσι.» Απάντησαν λοιπόν Φαρισαίοι «Μήπως κι’ εσείς παρασυρθήκατε; Μήπως τον πίστεψε κανένας προεστός ή Φαρισαίος; Μόνε αυτός ο όχλος που δεν κατέχει το Νόμο καταραμένοι είναι.» Τους λέει ο Νικόδημος, που πήγε πριν στον Ιησού, όντας ένας τους «Μήπως ο Νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπο α δεν τον ακούσει πρώτα και μάθει το τι κάνει;» Αποκρίθηκαν και τούπανε «Μήπως κι’ εσύ 'σαι από τη Γαλιλαία; Ξέτασε και μάθε πως δε βγαίνει από τη Γαλιλαία προφήτης.»

Chapter 8

Και πήγαν ο καθένας σπίτι του, κι’ ο Ιησούς πήγε στο Ελιοβούνι. Και το πρωί ήρθε πάλι στο ναό, κι’ όλος ο λαός πήγαινε ναν τόνε βρει, και κάθησε και τους δίδασκε. Και φέρνουν οι διαβασμένοι κι’ οι Φαρισαίοι γυναίκα πιασμένη σ' ατιμία, και στήνοντάς τη στη μέση του λένε «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα πιάστηκε την ώρα π' ατιμάζουνταν, κι’ ο Μωυσής μέσα στο Νόμο μας προστάζει αυτές ναν τις πετροβολούμε· εσύ λοιπόν τι λες;» Και τόλεγαν αυτό δοκιμάζοντάς τον, για νάχουνε ναν τον κατηγορούν. Κι' έσκυψε κάτου ο Ιησούς κι’ έγραφε με το δάχτυλο στο χώμα χάμου. Και σαν επίμεναν και τόνε ρωτούσαν, σήκωσε το κεφάλι κι’ είπε «Ο αναμάρτητός σας πρώτος ας την πετροβολήσει.» Κι' έσκυψε πάλι κάτου κι’ έγραφε στο χώμα. Κι' όταν τ' άκουσαν εκείνοι, βγαίνανε ένας ένας αρχινώντας από τους δημογερόντους, κι’ έμεινε μονάχος, κι’ η γυναίκα εκεί στη μέση. Κι' ο Ιησούς σηκώνοντας την κεφαλή της είπε «Γυναίκα, πoύ 'ναι τους; Κανένας δε σε καταδίκασε;» Κι' αυτή είπε «Κανένας, Κύριε.» Κι' ο Ιησούς είπε «Μήτ' εγώ δε σε καταδικάζω· πήγαινε, από τώρα μην κάνεις πια αμαρτία.»

27. Πάλι λοιπόν τους μίλησε ο Ιησούς κι’ είπε «Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όπιος μ' ακολουθά, δε θα περπατήσει μέσα στο σκοτάδι, παρά θα λάβει το φως της ζωής.» Τούπανε λοιπόν οι Φαρισαίοι «Εσύ κηρύχνεσαι μονάχος σου· το κήρυγμά σου δεν είναι αληθινό.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε «Κι' αν εγώ κηρύχνουμαι μονάχος μου, το κήρυγμά μου είναι αληθινό, τι ξέρω από πού ήρθα και πού πηγαίνω, μα εσείς δεν ξέρετε από πού έρχουμαι και πού πηγαίνω. Εσείς κατά τη σάρκα καταδικάζετε, εγώ δεν καταδικάζω κανέναν κι’ αν κι’ εγώ καταδικάζω, η καταδίκη μου είναι αληθινή, τι δεν είμαι μόνος παρά εγώ κι’ ο πατέρας που μ' έστειλε. Κι' είναι και μέσα στο Νόμο σας γραμένο πως η μαρτυρία διο ανθρώπων είναι αληθινή· εγώ 'μαι μάρτυράς μου και μάρτυράς μου ο πατέρας που μ' έστειλε.» Του λέγανε λοιπόν «Πού 'ναι ο πατέρας σου;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Μήτ' εμένα ξέρετε μήτε τον πατέρα μου· αν εμένα ξέρατε, και τον πατέρα μου θα ξέρατε.» Αυτά τα μίλησε ο Ιησούς κοντά στο ταμείο του ναού διδάσκοντας μέσα στο ναό, και κανείς δεν τον έπιασε γιατί δεν είχε ακόμα φτάσει η ώρα του.

28. Τους είπε λοιπόν πάλι «Εγώ πηγαίνω και θα με ζητήστε, κι’ από την αμαρτία σας θα θανατωθείτε. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς να πάτε δε μπορείτε.» Λέγανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Μήπως θα σκοτωθεί; Γιατί λέει Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς να πάτε δε μπορείτε.» Και τους έλεγε «Εσείς από τα κάτου είστε, εγώ 'μαι από τα πάνου· εσείς είστε απ' αυτόν τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τον κόσμο αυτόν. Σας είπα λοιπόν πως θα θανατωθείτε από τις αμαρτίες σας, γιατί α δεν πιστέψτε πως είμαι εγώ, θα θανατωθείτε από τις αμαρτίες σας.» Του λέγανε λοιπόν «Πιος είσαι εσύ;» Τους είπε ο Ιησούς «Γιατί πρώτα σας μιλώ; Πολλά έχω για σας να πω και να καταδικάσω· όμως ο στάλτης μου είναι αληθινός, κι’ εγώ όσα άκουσα από κείνον, αυτά λέω εδώ στον κόσμο.» Δεν ένιωσαν πως τον πατέρα τους έλεγε. Είπε λοιπόν ο Ιησούς πως «Όταν ανεβάστε το γιο τ' ανθρώπου, τότες θα μάθετε πως εγώ είμαι και δικό μου τίποτα δεν κάνω, παρά καθώς με δίδαξε ο πατέρας μου, αυτά μιλώ. Κι' είναι μαζί μου ο στάλτης μου· μονάχο δε μ' αφήκε, τι εγώ τους ορισμούς του κάνω πάντα.» Και λέγοντας αυτά ο Ιησούς, πολλοί τον πίστεψαν.

29. Έλεγε λοιπόν ο Ιησούς στους Ιουδαίους που τον πίστεψαν «Αν εσείς μείνετε στο λόγο μου, αληθινά 'στε μαθητάδες μου και θα μάθετε την αλήθια κι’ η αλήθια θα σας λευτερώσει.» Τ' αποκρίθηκαν «Του Αβραάμ είμαστε σπέρμα και κανενός ποτές δε γίναμε ακόμα σκλάβοι· πως εσύ λες πως θα λευτερωθείτε;» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, πως όπιος κάνει την αμαρτία, σκλάβος είναι της αμαρτίας· κι’ ο σκλάβος δε μένει στο σπίτι αιώνια, ο γιος μένει αιώνια. Α λοιπόν ο γιος σας λευτερώσει, αληθινά θα λευτερωθείτε. Ξέρω πως είστε σπέρμα του Αβραάμ· όμως ζητάτε να με θανατώστε, γιατί ο λόγος μου δε χωρεί μέσα σας. Όσα εγώ είδα στου πατέρα, αυτά μιλώ· κι’ εσείς λοιπόν όσα ακούσατε από τον πατέρα σας, αυτά κάνετε.» Αποκρίθηκαν και τούπαν «Πατέρας μας είναι ο Αβραάμ.» Τους λέει ο Ιησούς «Αν είστε παιδιά του Αβραάμ τα έργα του Αβραάμ θα κάνατε· τώρα όμως θέτε να με θανατώστε, άνθρωπο που σας είπα την αλήθια π' άκουσα από το Θεό. Αυτό δεν τό κανε ο Αβραάμ· εσείς τα έργα του πατέρα σας κάνετε.» Τούπαν «Εμείς απ' ατιμιά δε γεννηθήκαμε· έναν πατέρα έχουμε, το Θεό.» Τους είπε ο Ιησούς «Αν ο Θεός είταν ο πατέρας σας, εμένα θα μ' αγαπούσατε, τι εγώ από το Θεό βγήκα κι’ έρχουμαι· γιατί και μόνος μου δεν ήρθα, μόνε εκείνος μ' έστειλε. Γιατί δε νιώθετε ό,τι σας μιλώ; Επειδή δε μπορείτε ν' ακούστε τα λόγια μου. Εσείς είστε από πατέρα το Διάβολο, και τους ορισμούς του πατέρα σας θέλετε να κάντε· εκείνος φονιάς ανθρώπων είταν από την αρχή, και με την αλήθια δεν πηγαίνει γιατί μέσα του δεν έχει αλήθια. Όταν ψέματα λαλεί, δικά του λαλεί, γιατί ψεύτης είναι καθώς κι’ ο πατέρας του. Εγώ όμως γιατί λέω την αλήθια, δε με πιστεύετε. Πιος σας με βγάζει αμαρτωλό; Α λέω αλήθια, εσείς γιατί δε με πιστεύετε; Όπιος είναι από το Θεό, τα λόγια του Θεού τ' άκουες· για τούτο εσείς δεν τ' ακούτε, γιατί από το Θεό δεν είστε.» Απάντησαν οι Ιουδαίοι και τούπαν «Καλά εμείς δε λέμε πως εσύ είσαι Σαμαρείτης κι’ έχεις δαιμόνιο;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Εγώ δαιμόνιο δεν έχω παρά τιμώ τον πατέρα μου, κι’ εσείς δε με τιμάτε. Κι' εγώ δε ζητώ τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που τη ζητά κι’ αποφασίζει. Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος φυλάξει τα λόγια μου, θάνατο δε θα δει στον αιώνα.» Τούπαν οι Ιουδαίοι «Τώρα ξέρουμε πως έχεις δαιμόνιο. Ο Αβραάμ πέθανε κι’ οι προφήτες, κι’ εσύ λες Όπιος φυλάξει τα λόγια μου, θάνατο δε θα δει στον αιώνα; Εσύ 'σαι τάχα μεγαλύτερος του πατέρα μας του Αβραάμ που πέθανε κι’ οι προφήτες πέθαναν; Τι λέει πως είσαι;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α μόνος μου εγώ δοξαστώ, η δόξα μου δεν είναι τίποτα. Υπάρχει ο πατέρας μου που με δοξάζει, που λέτε εσείς πως είναι Θεός σας, και δεν τόνε γνωρίζετε, μα εγώ τον ξέρω· κι’ αν πω πως δεν τον ξέρω, θα γενώ όμιος σας, ψεύτης. Όμως τον ξέρω και φυλάω τα λόγια του. Ο Αβραάμ ο πατέρας σας αναγάλλιασε με το να δει τη μέρα μου, και την είδε και χάρηκε.» Τούπανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Πενήντα χρονών δεν είσαι ακόμα και τον Αβραάμ είδες;» Τους είπε ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, πρι γεννηθεί ο Αβραάμ υπάρχω εγώ.» Πήρανε λοιπόν πέτρες ναν του ρήξουν· ο Ιησούς κρύφτηκε και βγήκε από το ναό.

Chapter 9

30. Και περνώντας είδε άνθρωπο γεννημένο τυφλό. Και τόνε ρώτησαν οι μαθητάδες του κι’ είπανε «Ραββεί, πιος έκανε αμαρτία, αυτός ή οι γονιοί του, για να γεννηθεί τυφλός;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Μήτε αυτός έκανε αμαρτία μήτε οι γονιοί του, παρά για να φανερωθούνε μέσο του τα έργα του Θεού. Πρέπει εμείς να δουλεύουμε τα έργα του στάλτη μου όσο είναι μέρα· έρχεται η νύχτα όταν κανείς δε μπορεί να δουλέψει. Όταν είμαι στον κόσμο, φως είναι του κόσμου.» Όταν είπε αυτά, έφτυσε χάμου κι’ έκανε λάσπη από το φτύσιμο, και τούβαλε τη λάσπη στα μάτια απάνου και τούπε «Πήγαινε πλύσου στο λουτρό του Σιλωάμ (που θα πει απόστολος ).» Έφυγε βλέποντας. Οι γειτόνοι λοιπόν κι’ όσοι πριν τον έβλεπαν πως είτανε ζητιάνος, λέγανε «Δεν είναι αυτός που κάθεται και ζητιανεύει;» Άλλοι λέγανε πως «Αυτός είναι»· άλλοι λέγανε «Όχι, παρά του μιάζει· εκείνος έλεγε πως «Εγώ είμαι.» Του λέγανε λοιπόν «Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;» Αποκρίθη εκείνος «Ο άνθρωπος που τόνε λεν Ιησού έκανε λάσπη και μ' άλειψε τα μάτια, και μούπε πως Πήγαινε στο Σιλωάμ και πλύσου. Πήγα λοιπόν, κι’ άμα πλύθηκα είδα.» Και τούπαν «Πού 'ναι τος εκείνος;» Λέει «Δεν ξέρω.» Τον πηγαίνουνε στους Φαρισαίους τον άλλοτες τυφλό. Κι' είτανε σαββάτο η μέρα όταν έκανε ο Ιησούς τη λάσπη και τ' άνοιξε τα μάτια. Πάλι λοιπόν τόνε ρωτούσανε κι οι Φαρισαίοι πώς είδε. Κι' εκείνος τους είπε «Λάσπη μούβαλε στα μάτια απάνου, και πλύθηκα και βλέπω.» Λέγανε λοιπόν από τους Φαρισαίους μερικοί «Δεν είναι αυτός από το Θεό ο άνθρωπος, τι δε φυλάει το σαββάτο.» Κι' άλλοι λέγανε «Πώς μπορεί άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτια σημάδια;» Κι' είχανε διχόνια μεταξύ τους. Λέγανε λοιπόν πάλι του τυφλού «Εσύ τι λες γι' αυτόν; γιατί σ' άνοιξε τα μάτια;» Κι' εκείνος είπε «Γιατί είναι προφήτης.» Δεν πιστέψανε λοιπόν οι Ιουδαίοι πως τυφλός είταν εκείνος κι’ είδε ως που φώναξαν τους γονιούς τ' ανθρώπου πούδε και τους ρωτήσανε λέγοντας «Είναι αυτός ο γιος σας που λέτε εσείς πως γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν βλέπει τώρα;» Απαντήσανε λοιπόν οι γονιοί του κι’ είπαν «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και πως γεννήθηκε τυφλός, μα πώς τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή πιος τ' άνοιξε τα μάτια εμείς δεν ξέρουμε. Τον ίδιονε ρωτήστε· ηλικία έχει, αυτός ας μιλήσει για τον εαυτό του.» Αυτά είπαν οι γονιοί του γιατί φοβούνταν τους Ιουδαίους, επειδή είχανε συφωνήσει πριν οι Ιουδαίοι πως αν κανείς τον κηρύξει Χριστό, ν' αφοριστεί από το συναγώγι. Για τούτο οι γονιοί του είπαν πως «Ηλικία έχει, ρωτήστε τον τον ίδιο.»

31. Φωνάξανε λοιπόν τον άνθρωπο ξανά τον πριν τυφλό και τούπανε «Δόξασε το Θεό. Εμείς ξέρουμε πως αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός.» Αποκρίθηκε λοιπόν εκείνος «Αν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, πως είμουνα τυφλός και τώρα βλέπω.» Τούπανε λοιπόν «Τι σού κανε; πώς σ' άνοιξε τα μάτια;» Τους αποκρίθηκε «Σας τόπα τώρα και δεν ακούσατε; τι λοιπόν θέτε να ξανακούστε; Μήπως θέλετε κι’ εσείς να γίνετε μαθητάδες του;» Και τον έβρισαν κι’ είπαν «Εσύ 'σαι εκείνου μαθητής, μα εμείς είμαστε του Μωυσή μαθητάδες. Εμείς ξέρουμε πως του Μωυσή μίλησε ο Θεός· αυτόν δεν τον ξέρουμε από πού είναι.» Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε «Εδώ ναι είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μ' άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός αμαρτωλούς δε συνακούει· παρά αν είναι κανείς θεοφοβούμενος και κάνει το θέλημά του, αυτόνε συνακούει. Στον αιώνα δεν ακούστη πως άνοιξε κανείς μάτια τυφλού γεννημένου. Αν αυτός δεν είταν από το Θεό, δε μπορούσε τίποτα να κάνει.» Αποκρίθηκαν και τούπαν «Μ' αμαρτίες εσύ ολόκληρος γεννήθηκες κι’ εσύ μας μαθαίνεις εμάς;» Και τόνε βγάλανε όξω.

Άκουσε ο Ιησούς πως τόνε βγάλανε όξω, και τον ηύρε κι’ είπε «Εσύ πιστεύεις το γιο τ' ανθρώπου;» «Και πιος είναιείπε «Κύριε, για ναν τον πιστέψω;» Τούπε ο Ιησούς «Και τον είδες, κι’ αυτός είναι που μιλά μαζί σου.» Κι' εκείνος είπε «Πιστεύω, Κύριε», και τον προσκύνησε. Κι' είπε ο Ιησούς «Για δίκασμα ήρθα εγώ σ' αυτόν τον κόσμο που όσοι δε βλέπουνε να βλέπουν, κι’ όσοι βλέπουνε να τυφλωθούν.» Τ' άκουσαν αυτά οι Φαρισαίοι όσοι είτανε μαζί του, και τούπαν «Μήπως κι’ εμείς είμαστε τυφλοί;» Τους είπε ο Ιησούς «Αν είσαστε τυφλοί, δε θάχατε αμαρτία. Μα τώρα λέτε πως Βλέπουμε· η αμαρτία σας μένει.

Chapter 10

Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος δε μπαίνει από τη μπασιά στη μάντρα των προβάτων, μόνε απ' αλλού ανεβαίνει, εκείνος είναι κλέφτης και κακούργος· μα όπιος μπαίνει από τη μπασιά, βοσκός είναι των προβάτων. Σ' αυτόνε ο θυρωρός ανοίγει και τη φωνή του ακούνε τα πρόβατα, και τα πρόβατά του με τ' όνομά τους τα φωνάζει, και τα βγάζει στη βοσκή. Όταν όλα βγάλει τα δικά του, ομπρός τους περπατεί, και τα πρόβατα τον ακολουθούνε τι γνωρίζουν τη φωνή του· μα ξένο δε θ' ακολουθήσουνε, μόνε θα φύγουνε, τι δε γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.» Αυτή την παροιμία τούς είπε ο Ιησούς, μα εκείνοι δεν ένιωσαν τι τους έλεγε.

32. Είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς «Αλήθια αλήθια σας λέω, εγώ 'μαι η μπα σιά των προβάτων. Όλοι όσοι ήρθαν προτύτερά μου, κλέφτες είναι και κακούργοι· μα δεν τους άκουσαν τα πρόβατα πως μπαίνουνε. Εγώ 'μαι η μπασιά· αν από μένα μπει κανείς, θα σωθεί και θάμπει και θα βγει και θα βρει βοσκή. Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά να κλέψει και να θύσει κι’ απολέσει· εγώ ήρθα για νάχουνε θροφή και περισσεύουν. Εγώ 'μαι ο βοσκός ο καλός. Ο βοσκός ο καλός δίνει τη ζωή του για τα πρόβατα· ο πλερωμένος και βοσκός μην όντας, που δεν είναι τα πρόβατα δικά του, βλέπει το λύκο πούρχεται κι’ αφίνει τα πρόβατα και φεύγει, κι’ ο λύκος τ' αρπάζει και σκορπά, γιατί είναι πλερωμένος και δεν πονάει τα πρόβατα.

33.» Εγώ 'μαι ο βοσκός ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου και τα δικά μου με γνωρίζουν — καθώς με γνωρίζει ο πατέρας κι’ εγώ γνωρίζω τον πατέρακαι δίνω τη ζωή μου για τα πρόβατα. Έχω κι’ άλλα πρόβατα που δεν είναι αυτής της στάνης· κι’ εκείνα πρέπει ναν τα φέρω, και θ' ακούσουν τη φωνή μου, και θα γενούνε ένα κοπάδι, ένας βοσκός. Για τούτο μ' αγαπά ο πατέρας, γιατί εγώ δίνω τη ζωή μου για ναν τη λάβω πίσω. Κανείς δε μου την πήρε, μόνε εγώ τη δίνω μόνος μου. Εξουσία έχω ναν τη δώσω, κι’ εξουσία έχω ναν την πάρω πάλι· αυτή την προσταγή έλαβα από τον πατέρα μου.» Διαιρέθηκαν πάλι οι Ιουδαίοι γι' αυτούς τους λόγους. Και πολλοί τους λέγανε «Δαιμονισμένος είναι και παραλαλεί· τι τον ακούτε;»· άλλοι λέγανε «Τα λόγια αυτά δεν είναι δαιμονισμένου· μήπως μπορεί δαιμόνιο ν' ανοίξει μάτια τυφλών;»

34. Είταν τότες τα εγκαίνια στα Ιεροσόλυμα. Είτανε χειμώνας, και περπατούσε ο Ιησούς μέσα στο ναό στο λιακωτό του Σολομώνα. Τον τριγυρίσανε λοιπόν οι Ιουδαίοι και τούλεγαν «Ως πότε θα μας βγάζεις την ψυχή; Αν είσαι εσύ ο Χριστός, πες μας το ανοιχτά.» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Σας είπα και δεν πιστέψατε. Τα έργα που κάνω εγώ με τ' όνομα του πατέρα μου, αυτά 'ναι κηρυχτής μου· όμως εσείς δεν πιστεύετε γιατί δεν είστε από τα πρόβατά μου. Τα πρόβατά μου ακούν τη φωνή μου κι’ εγώ τα γνωρίζω· και μ' ακολουθούν κι’ εγώ τους δίνω ζωή παντοτινή, και δε θα χαθούνε στον αιώνα και κανείς δε θαν τ' αρπάξει από το χέρι μου. Ο πατέρας μου που μου τάδωκε είναι απ' όλους μεγαλύτερος, και κανείς δε μπορεί ν' αρπάξει από το χέρι του πατέρα. Ένα είμαστε, εγώ κι’ ο πατέρας.» Σήκωσαν πάλε πέτρες οι Ιουδαίοι ναν τον πετροβολήσουν. Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Πολλά έργα σας έδειξα καλά από τον πατέρα· για πιο τους έργο με πετροβολάτε;» Τ' αποκρίθηκαν οι Ιουδαίοι «Για καλό έργο δε σε πετροβολάμε, παρά για ασέβεια και γιατί εσύ όντας άνθρωπος γίνεσαι Θεός.» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δεν είναι γραμένο μέσα στο Νόμο σας πως Εγώ είπα Είστε θεοί; Αν εκείνους είπε θεούς που λάβανε το λόγο του Θεού, και δε μπορεί να χαλαστεί η Γραφή, εκείνονε π' άγιασε ο πατέρας κι’ έστειλε στον κόσμο, εσείς του λέτε πως Ασεβείς, γιατί είπε Είμαι γιος του Θεού; Α δεν κάνω τα έργα του πατέρα μου, μη με πιστεύετε· αν όμως κάνω, τότες κι’ εμένα α δεν πιστεύετε, πιστέψτε τα έργα, για να μάθετε και γνωρίζετε πως μαζί μου ο πατέρας κι’ εγώ με τον πατέρα.» Ζητούσαν πάλι ναν τον πιάσουν· και βγήκε από τα χέρια τους, κι’ έφυγε πάλι αντίπερα του Ιορδάνη, στο μέρος που βάφτιζε πριν ο Ιωάνης, κι’ έμενε εκεί. Και πολλοί ήρθαν εκεί κι’ έλεγαν πως «Ο Ιωάνης ναι μεν δεν έκανε κανένα σημάδι, όμως όλα όσα είπε γι' αυτόν ο Ιωάνης είταν αληθινά», Και πολλοί τον πίστεψαν εκεί.

Chapter 11

35. Κι' είταν ένας άρρωστος, ο Λάζαρος από τη Βηθανία, από το χωριό της Μαρίας και της Μάρθας της αδερφής της. Κι' η Μαριάμ εκείνη π' άλειψε τον Κύριο μυρουδικό και με τα μαλλιά της σφούγγισε τα πόδια του, αυτή 'τανε που ο Λάζαρος ο αδερφός της είταν άρρωστος. Του μήνησαν λοιπόν οι αδερφάδες κι’ είπαν «Κύριε, νά είναι άρρωστος εκείνος π' αγαπάς.» Και σαν τ' άκουσε ο Ιησούς είπε «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για θάνατο μόνε για τη δόξα του Θεού, για να κάνει και να δοξαστεί ο γιος του Θεού.» Κι' ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της και το Λάζαρο. Όταν άκουσε λοιπόν πως είναι άρρωστος, τότ' έμεινε διο μέρες στο μέρος που βρίσκουνταν έπειτα κατόπι λέει στους μαθητάδες «Πάμε στην Ιουδαία πάλι.» Του λένε οι μαθητάδες «Ραββεί, ό,τι ζητούσανε να σε πετροβολήσουν οι Ιουδαίοι, και πάλι πας εκεί;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δεν είναι δώδεκα οι ώρες της ημέρας; Όπιος περπατά την ημέρα, δε σκουντάφτει γιατί βλέπει το φως του κόσμου τούτου· όπιος όμως περπατά τη νύχτα, σκουντάφτει γιατί δεν έχει μέσα του το φως.» Είπε αυτά και κατόπι τους λέει «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε· μόνε πάω ναν τον ξυπνήσω.» Τούπανε λοιπόν οι μαθητάδες «Κύριε, αν κοιμήθηκε, ο ύπνος του θα σωθεί.» Κι' ο Ιησούς είχε πει για το θάνατο του· μα εκείνοι νόμισαν πως το κοίμισμα του ύπνου λέει. Τότες λοιπόν τους είπε ο Ιησούς ανοιχτά «Ο Λάζαρος πέθανε, και χαίρουμαι για σας, για να πιστέψτε, αφού δεν είμουν εκεί· μόνε πάμε στο Λάζαρο.» Είπε λοιπόν ο Θωμάς που τόνε λέγανε Δίδυμο στους συμμαθητάδες του «Πάμε κι’ εμείς να μας σκοτώσουνε μαζί του.» Σαν ήρθε λοιπόν ο Ιησούς, τον ηύρε πούχε τότες τέσσερεις μέρες μέσα στον τάφο. Κι' είταν η Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα, ως δεκαπέντε στάδια μακριά.

36. Και πολλοί Ιουδαίοι είχαν ερθεί στης Μάρθας και Μαρίας, ναν τις παρηγορήσουνε για τον αδερφό. Λοιπόν η Μάρθα όταν άκουσε πως έρχεται ο Ιησούς, βγήκε ναν τον προδεχτεί· η Μαρία όμως έμενε σπίτι. Είπε λοιπόν η Μάρθα στον Ιησού «Αν είσουν εδώ, δεν πέθαινε ο αδερφός μου· και τώρα ξέρω πως ό,τι ζητήσεις του Θεού θα σ' το δώσει ο Θεός.» Της λέει ο Ιησούς «Θ' αναστηθεί ο αδερφός σου.» Του λέει η Μάρθα «Ξέρω πως θ' αναστηθεί κατά την ανάσταση τη στερνή τη μέρα.» Της είπε ο Ιησούς «Εγώ 'μαι η ανάσταση κι’ η ζωή. Όπιος με πιστεύει, κι’ αν πεθάνει θα ζήσει· κι’ όπιος ζει και με πιστεύει, δε θα πεθάνει στον αιώνα. Το πιστεύεις αυτό;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εγώπιστεύω πως εσύ 'σαι ο Χριστός, ο γιος του Θεού πούναι νάρθει στον κόσμο.» Και σαν τόπε αυτό, έφυγε και φώναξε κρυφά τη Μαριάμ την αδερφή της κι’ είπε «Ο δάσκαλος ήρθε και σε φωνάζει.» Κι' εκείνη σαν τάκουσε, σηκώθη γλήγορα και πήγαινε στον Ιησού· κι’ ο Ιησούς δεν είχε ακόμα φτάσει στο χωριό, μόνε είταν ακόμα στο μέρος όπου τον προδέχτηκε η Μάρθα. Οι Ιουδαίοι λοιπόν πούτανε μαζί της σπίτι και την παρηγορούσαν, σαν είδαν τη Μαριάμ πως γλήγορα σηκώθηκε και βγήκε, την ακολουθήσανε θαρρώντας πως πάει στον τάφο για να κλάψει εκεί. Η Μαριάμ λοιπόν σαν έφτασε στο μέρος πούταν ο Ιησούς, μόλις τον είδε και τούπεσε στα πόδια λέγοντάς του «Κύριε, αν είσουν εδώ, δε μου πέθαινε ο αδερφός μου.» Ο Ιησούς λοιπόν, όταν την είδε πούκλαιγε και πούκλαιγαν κι’ οι Ιουδαίοι όσοι ήρθανε μαζί της, στέναξε η καρδιά του και συγκινήθη κι’ είπε «Πού τόνε θάψατε;» Του λένε «Κύριε, έλα να δεις.» Δάκρυσε ο Ιησούς. Λέγανε λοιπόν οι Ιουδαίοι «Κοίτα πώς τον αγαπούσε.» Και μερικοί τους είπανε «Δε μπορούσε αυτός π' άνοιξε τα μάτια του τυφλού να κάνει που κι’ αυτός να μην πεθάνει;» Ο Ιησούς λοιπόν πάλι στενάζοντας μέσα του έρχεται στον τάφο· κι’ είτανε βραχότρυπα κι’ απάνου της βαλμένη πέτρα. Λέει ο Ιησούς «βγάλτε την πέτρα.» Του λέει η αδερφή του πεθαμένου η Μάρθα «Κύριε, μυρίζει τώρα· γιατί είναι τέσσερων μερών.» Της λέει ο Ιησούς «Δε σου είπα πως αν ίσως πιστέψεις, θα δεις τη δόξα του Θεού;» Βγάλανε λοιπόν την πέτρα· κι’ ο Ιησούς σήκωσε τα μάτια κι’ είπε «Πατέρα, σ' ευχαριστώ που μ' άκουσες. Εγώ όμως ήξερα πως πάντα μ' ακούς· μόνε τόπα για το λαό τριγύρω, για να πιστέψουν πως εσύ μ' έστειλες.» Κι' όταν τάπε αυτά, φώναξε με φωνή μεγάλη «Λάζαρε, έλα όξω.» Και βγήκε ο νεκρός σαβανωμένος χεροπόδαρα, κι’ είτανε το πρόσωπό του δεμένο γύρω με προσόψι. Τους λέει ο Ιησούς «Λύστε τον κι’ αφίστε τον να σήρει.» Πολλοί λοιπόν Ιουδαίοι, πούχαν ερθεί στης Μαριάμ κι’ είδαν όσα έκανε, τον πίστεψαν μερικοί τους όμως πήγανε στους Φαρισαίους και τους είπαν όσα έκανε ο Ιησούς.

37. Μαζεύανε οι ποωτοπαπάδες λοιπόν κι’ οι Φαρισαίοι συβούλιο κι’ έλεγαν «Τι κάνουμε, γιατί αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά σημάδια. Αν τον αφίσουμε έτσι, όλοι θαν τον πιστέψουν, και θάρθουν οι Ρωμαίοι και θα μας καταστρέψουν πατρίδα κι’ έθνος.» Κι' ένας τους κάπιος Καϊάφας, αρχιπαπάς όντας του χρόνου εκείνου, τους είπε «Εσείς δεν ξέρετε τίποτα, μηδέ στοχάζεστε πώς μας συφέρνει ένας άνθρωπος να πάει για το καλό του λαού κι’ όχι να χαθεί ολόκληρο το έθνος.» Κι' αυτός δεν είτανε δικός του λόγος, μόνε αρχιπαπάς όντας εκείνου του χρόνου προφήτεψε πως είτανε να πεθάνει ο Ιησούς για το καλό του έθνους, κι’ όχι για το καλό του έθνους μοναχά παρά και για να συνάξει σ' ένα τα παιδιά του Θεού τα σκορπισμένα.

38. Από κείνη λοιπόν τη μέρα αποφασίσανε ναν τόνε θανατώσουν. Ο Ιησούς λοιπόν δεν περπατούσε πια ανάμεσα στους Ιουδαίους φανερά, μον έφυγε από κει και πήγε σε μέρος κοντά στην έρημο, σε χώρα που τη λεν Εφραίμ κι’ έμενε εκεί μαζί με τους μαθητάδες. Και σίμωνε το πάσκα των Ιουδαίων, και πριν το πάσκα ανέβηκαν πολλοί από τα ξώχωρα στα Ιεροσόλυμα για να καθαριστούν. Ζητούσανε λοιπόν τον Ιησού και λέγανε μεταξύ τους στέκοντας μέσα στο ναό «Τι λέτε; πως δε θαρθεί στη σκόλη;» Κι' είχανε δώσει οι πρωτοπαπάδες κι’ οι Φαρισαίοι προσταγές, πως αν κανένας μάθει πούναι, να μηνήσει για ναν τον πιάσουν.

Chapter 12

39. Ο Ιησούς λοιπόν έξη μέρες πριν το πάσκα πήγε στη Βηθανία όπου βρίσκουνταν ο Λάζαρος π' ανάστησε από τους νεκρούς ο Ιησούς. Τούκαναν εκεί λοιπόν τραπέζι, κι’ η Μάρθα υπερετούσε κι’ ο Λάζαρος είταν ένας από τους καθισμένους μαζί του. Η Μαριάμ λοιπόν πήρε μια λάτρα μυρουδικό από ναρδόσταμο πολύτιμο κι’ άλειψε τα πόδια του Ιησού, και του σφούγγισε με τα μαλλιά της τα ποδάρια· και το σπίτι γιόμισε από την ευωδιά του μυρουδικού. Και λέει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας μαθητής του, πούτανε ναν τον παραδώσει «Γιατί αυτό το μυρουδικό δεν πουλήθηκε τρακόσα δηνάρια και δε δόθηκε σε φτωχούς;» Και τόπε αυτό όχι γιατί τον έμελε για τους φτωχούς, μόνε γιατί είταν κλέφτης κι’ έχοντας το κουτί βαστούσε τις συνεισφορές. Είπε λοιπόν ο Ιησούς «Άφισέ την κι’ ας το φυλάξει για τη μέρα της θαφής μου· γιατί πάντα τους φτωχούς τους έχετε μαζί σας, μα εμένα πάντα δε μ' έχετε.» Έμαθε λοιπόν πλήθος πολύ των Ιουδαίων πως είναι εκεί, κι’ ήρθαν όχι μοναχά για τον Ιησού, παρά για να δούνε και το Λάζαρο π' ανάστησε από τους νεκρούς. Κι' αποφασίσανε οι πρωτοπαπάδες να θανατώσουν και το Λάζαρο, γιατί απ' αφορμή του πήγανε πολλοί Ιουδαίοι και πίστεψαν τον Ιησού.

40. Την κατόπι μέρα το μεγάλο πλήθος πούχε έρθει στη σκόλη, σαν άκουσαν πως έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν τα χουρμαδόκλαδα και βγήκανε ναν τον προδεχτούν, κι’ έκραξαν «Ωσαννά. Βλογητός αυτός που φτάνει στ' όνομα του Κυρίουκι’ «Ο βασιλέας του Ισραήλ.» Κι' ο Ιησούς βρήκε ένα ονάρι και κάθησε απάνου, καθώς είναι γραμένο Μη φοβάσαι, κόρη της Σιών νά έρχεταί σου ο βασιλέας σου καθισμένος σ' όνισσας πουλάρι . Αυτά δεν τάνιωσαν οι μαθητάδες του πρώτα, όμως σα δοξάστηκε ο Ιησούς, τότες θυμήθηκαν πως αυτά για κείνον είτανε γραμένα κι’ αυτά τούκαναν. Κήρυχνε λοιπόν ο κόσμος πούτανε μαζί του ότα φώναξε από τον τάφο το Λάζαρο και τον ανάστησε από τους νεκρούς· για τούτο και βγήκε ναν τον προδεχτεί κι’ ο λαός, γιατί άκουσαν πως έκανε ο Ιησούς εκείνο το σημάδι. Είπανε λοιπόν οι Φαρισαίοι μεταξύ τους «Βλέπετε πως τίποτα καλό δεν κάνετε; Νά πήγε ο κόσμος ξοπίσω του.»

41. Κι' είτανε μερικοί Έλληνες απ' αυτούς π' ανέβαιναν να προσκυνήσουνε στη σκόλη. Αυτοί λοιπόν πήγανε στο Φίλιππο, εκείνον από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν κι’ έλεγαν «Αφέντη, θέλουμε να δούμε τον Ιησού.» Πάει ο Φίλιππος και το λέει τ' Αντρέα· πάει ο Αντρέας κι’ ο Φίλιππος και το λένε του Ιησού. Κι' ο Ιησούς τους αποκρίνεται και λέει «Ήρθε η ώρα που θα δοξαστεί ο γιος τ' ανθρώπου. Αλήθια αλήθια σας λέω, αν το σταρόσπυρο πέσει κατά γης και δεν πεθάνει, αυτό μονάχα μένει· αν όμως πεθάνει, βγάζει καρπό πολύ. Όπιος αγαπά τη ζωή του, τη χάνει· κι’ όπιος μισεί τη ζωή του σ' ετούτον τον κόσμο, θαν τη φυλάξει ως σ' ύπαρξη παντοτινή.

42.»Όπιος με δουλεύει ας ακολουθά, κι’ οπού 'μαι εγώ εκεί κι’ ο δουλευτής μου θάναι. Αν κανένας, με δουλεύει, θαν τον τιμήσει ο πατέρας. Τώρα συγκινήθηκε η ψυχή μου και τι να πω; Πατέρα, σώσε με απ' αυτή την ώρα; Όμως για τούτο ήρθα σ' αυτή την ώρα. Πατέρα, δόξασέ μου τ' όνομα.» Βγήκε λοιπόν φωνή από τον ουρανό «Και δόξασα και πάλι θα δοξάσω.» Το πλήθος εκεί που την άκουσε έλεγε πως έγινε βροντή· άλλοι λέγανε «Άγγελος του λάλησε.» Αποκρίθηκε κι’ είπε ο Ιησούς «Δε βγήκε για μένα αυτή η φωνή παρά για σας. Τώρα καταδικάζεται αυτός ο κόσμος· τώρα όξω θα βγαλθεί ο αρχηγός του κόσμου ετούτου. Κι' εγώ αν ανυψωθώ από τη γη, όλους θαν τους σήρω κοντά μου.» Και τόλεγε αυτό σημαίνοντας με τι θάνατο θα πέθαινε. Τ' αποκρίθηκε λοιπόν ο λαός «Εμείς ακούσαμε από το Νόμο πως ο Χριστός μένει στον αιώνα, και πώς λες εσύ πως πρέπει ν' ανυψωθεί ο γιος τ' ανθρώπου: Πιος είναι αυτός ο γιος τ' ανθρώπου;» Τους είπε λοιπόν ο Ιησούς «Λιγάκι μένει ακόμα το φως μαζί σας. Περπατάτε όσο έχετε το φως, μήπως σας προφτάσει το σκοτάδι· κι’ όπιος στο σκοτάδι περπατά, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Όσο έχετε το φως, πιστεύετε το φως για να γίνετε γιοι του φωτός.» Αυτά μίλησε ο Ιησούς, κι’ έφυγε και κρύφτηκε από κοντά τους.

43. Κι' ενώ έκανε τόσα σημάδια μπροστά τους, δεν τον πιστέψανε για ν' αληθέψει ο λόγος του Ησαΐα του προφήτη, που είπε Κύριε, πιος πίστεψε το μήνημά μας και σε πιόνε φανερώθη το βραχιόνι του Κυρίου; Για τούτο δε μπορούσανε να πιστέψουν, γιατί είπε ο Ησαΐας πάλι Τους τύφλωσε τα μάτια και τους πέτρωσε την καρδιά, μην τυχόνε δούνε με τα μάτια και με την καρδιά τους νιώσουν, και γυρίσουνε και τους γιατρέψω . Αυτά είπε ο Ησαΐας, γιατί είδε τη δόξα του και λάλησε γι' αυτόν. Ως τόσο και προεστοί πολλοί τον πίστευαν, μα για τους Φαρισαίους δεν τ' ομολογούσανε μήπως αφοριστούν από το συναγώγι· γιατί προτίμησαν τη δόξα των ανθρώπων κάλια παρά τη δόξα του Θεού.

44. Κι' ο Ιησούς φώναξε κι’ είπε «Όπιος με πιστεύει, δεν πιστεύει εμένα παρά το στάλτη μου· κι’ όπιος με θωρεί, θωρεί το στάλτη μου. Εγώ φως ήρθα στον κόσμο, που όπιος με πιστεύει να μη μένει στο σκοτάδι. Κι' αν κανείς ακούσει μου τα λόγια και δεν τα φυλάξει, εγώ δε θαν τον καταδικάσω· γιατί δεν ήρθα να καταδικάσω τον κόσμο, μόνε να σώσω τον κόσμο. Όπιος με παρακούει και δε δέχεται τα λόγια μου, έχει τον καταδικαστή του· ο λόγος που λάλησα, αυτός θαν τον καταδικάσει τη στερνή τη μέρα. Γιατί εγώ δικά μου δε λάλησα, μόνε ο πατέρας που μ' έστειλε, αυτός με πρόσταξε τι να πω και τι λαλήσω. Και ξέρω πως η προσταγή του ζωή θα πει παντοτινή. Όσα λοιπόν εγώ λαλώ, καθώς είπε μου ο πατέρας έτσι λαλώ.»

Chapter 13

45. Και πριν τη σκόλη του πάσκα, όταν ένιωσε ο Ιησούς πως ήρθε η ώρα του να μισέψει απ' αυτόν τον κόσμο στον πατέρα, τους δικούς του στον κόσμο όπως τους αγάπησε, ως στο τέλος τους αγάπησε. Κι' ενώ τρώγανε — όταν πια τόχε βάλει ο Διάβολος στο νου του το ναν τον παραδώσει ο Ιούδας ο γιος του Σίμωνα ο Ισκαριώτης — γνωρίζοντας πως τα πάντα τούδωκε στα χέρια του ο πατέρας και πως από το Θεό βγήκε και στο Θεό πηγαίνει, σηκώνεται από το δείπνο, και βγάζοντας το φόρεμά του πήρε ποδιά και τη ζώστηκε· έπειτα βάζοντας νερό στη λεκάνη, αρχίνησε κι έπλενε τα πόδια των μαθητάδων και τα σφούγγιζε με την ποδιά πούτανε ζωσμένος. Έρχεται λοιπόν στο Σίμωνα τον Πέτρο. Του λέει «Κύριε, εσύ μου πλένεις τα πόδια;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Ό,τι κάνω εγώ, εσύ τώρα δεν το ξέρεις, μα θαν το μάθεις έπειτα.» Του λέει ο Πέτρος «Ποτές δε θα μου πλύνεις τα πόδια.» Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α δε σε πλύνω, δεν έχεις θέση κοντά μου.» Του λέει ο Πέτρος ο Σίμωνας «Κύριε, όχι τα πόδια μου μονάχα, παρά και τα χέρια μου και το κεφάλι.» Του λέει ο Ιησούς «Ο λουσμένος δε χρειάζεται παρά τα πόδια του να πλύνει, κι’ είναι όλος καθαρός· κι’ εσείς είστε καθαροί, Όμως όχι όλοι.» Γιατί ήξερε τον παραδότη του· για τούτο είπε πως «Όλοι δεν είστε καθαροί.»

46. Ότα λοιπόν τους έπλυνε τα πόδια και πήρε τα ρούχα του και κάθησε πάλι, τους είπε «Ξέρετε τι σας έκανα; Εσείς με κράζετε Δάσκαλε και Κύριε, και καλά λέτε, γιατί είμαι. Α λοιπόν εγώ σας έπλυνα τα πόδια, ο Κύριος κι’ ο δάσκαλος, πρέπει κι’ εσείς να πλένετε ο ένας τ' αλλουνού τα πόδια· γιατί σας έδωκα παράδειγμα να κάνετε κι’ εσείς καθώς εγώ σας έκανα. Αλήθια αλήθια σας λέω, δεν έχει σκλάβο ανώτερο από τον αφέντη του μηδ' αποσταλμένο ανώτερο απ' το στάλτη του. Αν αυτά τα ξέρετε, καλότυχοί 'στε αν τα κάνετε. Για όλους σας δε μιλώ· εγώ ξέρω πιους διάλεξα· παρά για ν' αληθέψει η Γραφή Εκείνος πούτρωγε το ψωμί μου σήκωσε απάνου μου τη φτέρνα του . Από τώρα σας το λέω, πρι γίνει, για να πιστέψτε σα γίνει πως εγώ είμαι. Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος δέχεται, α στείλω κανέναν, εμένα δέχεται· κι’ όπιος εμένα δέχεται, δέχεται το στάλτη μου.»

47. Σαν είπε αυτά ο Ιησούς, του συγκινήθηκε η καρδιά και κήρυξε κι’ είπε «Αλήθια αλήθια σας λέω, πως ένας σας θα με παραδώσει.» Κοιτάζανε ένας τον άλλο οι μαθητάδες, κι’ απορούσαν πιόνε λέει. Είταν ένας μαθητής του γηρμένος στον κόρφο του Ιησού, που τον αγαπούσε ο Ιησούς· του νεύει λοιπόν ο Σίμωνας ο Πέτρος και του λέει «Πες πιόνε λέει.» Έπεσε εκείνος στα στήθια του Ιησού και του λέει «Κύριε, πιος είναι;» Αποκρίνεται λοιπόν ο Ιησούς «Εκείνος είναι που βουτήσω εγώ το ψωμί ·και του το δώσω.» Βουτώντας λοιπόν το ψωμί παίρνει και δίνει στον Ιούδα το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Κι' ύστερα από το ψωμί, τότ' εκεινού του μπήκε μέσα του ο Σατανάς. Του λέει λοιπόν ο Ιησούς «Ό,τι κάνεις κάνε γλήγορα.» Αυτό κανείς δεν τόνιωσε από τους καθισμένους με τι νόημα του τόπε· γιατί μερικοί θαρρούσαν, επειδή είχε το κουτί ο Ιούδας, πως του λέει ο Ιησούς «Αγόρασε ό,τι μας χρειάζεται για τη σκόλη», ή στους φτωχούς να δώσει κάτι. Πήρε λοιπόν εκείνος το ψωμί και βγήκε ευτύς. Κι' είτανε νύχτα.

48. Σα βγήκε λοιπόν, λέει ο Ιησούς «Τώρα δοξάστηκε ο γιος τ' ανθρώπου και μέσο του δοξάστηκε ο Θεός, κι’ ο Θεός θαν τόνε δοξάσει εκείνον κι’ ευτύς θαν τόνε δοξάσει. Παιδιά μου, λίγο ακόμα βρίσκουμαι μαζί σας. Θα με ζητάτε, κι’ όπως είπα στους Ιουδαίους, πως όπου εγώ πηγαίνω εσείς να πάτε δε μπορείτε, τώρα και σ' εσάς το λέω. Καινούρια εντολή σας δίνω, ν' αγαπάστε· καθώς σας αγάπησα, κι’ εσείς ν' αγαπάστε. Έτσι θα μάθουν όλοι πως είστε μαθητάδες μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας.» Του λέει ο Σίμωνας ο Πέτρος «Κύριε, πού πας;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Όπου πάω δε μπορείς να μ' ακολουθήσεις τώρα· θα μ' ακολουθήσεις έπειτα.» Του λέει ο Πέτρος «Κύριε, γιατί δε μπορώ να σ' ακολουθήσω τώρα; τη ζωή μου δίνω για σένα.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Τη ζωή σου δίνεις για μένα; Αλήθια αλήθια σου λέω, πρι λαλήσει ο πετεινός, τρεις φορές θα μ' αρνηθείς.

Chapter 14

49. «Μη σας κλονίζεται η καρδιά· πιστεύετε το Θεό και πιστεύετε κι’ εμένα. Στου πατέρα μου έχει μέρη να μείνετε πολλά· ειδεμή, θα σας έλεγα πως πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Κι' α σήρω και σας ετοιμάσω τόπο, πάλι γυρίζω και σας παίρνω κοντά μου, έτσι όπου 'μαι εγώ, για να είστε κι’ εσείς. Και πού πηγαίνω εγώ, ξέρετε το δρόμο.» Του λέει ο Θωμάς «Κύριε, δεν ξέρουμε πού πας· πώς ξέρουμε το δρόμο;» Του λέει ο Ιησούς «Εγώ 'μαι ο δρόμος κι’ η αλήθια κι’ η ζωή· κανείς δεν πάει στον πατέρα εξόν από μένα. Α με γνωρίζατε, θα ξέρατε και τον πατέρα μου. Από τώρα τον ξέρετε και τον είδατε.»

Του λέει ο Φίλιππος «Κύριε δείξε μας τον πατέρα και μας φτάνει.» Του λέει ο Ιησούς «Τόσον καιρό μαζί σας είμαι, και δε με γνωρίζεις, Φίλιππε; Όπιος μ' είδε εμένα, είδε τον πατέρα· πώς εσύ λες Δείξε μας τον πατέρα; Δεν πιστεύεις πως εγώ με τον πατέρα, κι’ ο πατέρας πως είναι μαζί μου; Τα λόγια εγώ που σας λέω, δικά μου δε λαλώ, μόνε ο πατέρας που μένει μαζί μου κάνει τα έργα του. Πιστεύετέ με, πως εγώ με τον πατέρα κι’ ο πατέρας μαζί μου· ειδεμή, από τα έργα μου πιστεύετέ με.»

50. «Αλήθια αλήθια σας λέω, όπιος με πιστεύει, τα έργα εγώ που κάνω θα κάνει κι’ εκείνος, και μεγαλύτερά τους θα κάνει, γιατί εγώ πηγαίνω στον πατέρα κι’ ό,τι ζητά στ' όνομά μου θαν το κάνω, για να δοξαστεί μέσο του γιου ο πατέρας. Ό,τι ζητήστε στ' όνομά μου θαν το κάνω.

«Αν μ' αγαπάτε, φυλάξτε τα παραγγέλματά μου, και θα παρακαλέσω εγώ τον πατέρα, κι’ άλλον παρήγορο θα σας δώσει που αιώνια να μένει μαζί σας, το πνέμα της αλήθιας, που δε μπορεί να λάβει ο κόσμος, τι δεν το θωρά μήτε το ξέρει· εσείς το ξέρετε, γιατί κοντά σας μένει κι’ είναι μέσα σας. Ορφανούς δε θα σας αφήκω· θα γυρίσω κοντά σας. Ακόμα λίγο, κι’ ο κόσμος δε με βλέπει πια· μα εσείς με βλέπετε, τι εγώ ζω και θα ζήστε κι’ εσείς. Εκείνη τη μέρα εσείς θα μάθετε πως εγώ με τον πατέρα μου κι’ εσείς μαζί μου κι’ εγώ μαζί σας. Όπιος κατέχει τα παραγγέλματά μου και τα φυλάει, εκείνος μ' αγαπά· κι’ όπιος μ' αγαπά, θ' αγαπηθεί από τον πατέρα μου, και θαν τον αγαπήσω κι’ εγώ και θαν του φανερωθώ.»

51. Του λέει ο Ιούδας — όχι ο Ισκαριώτης — «Κύριε, πώς γίνεται να φανερωθείς σ' εμάς κι’ όχι στον κόσμο;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τούπε «Όπιος μ' αγαπά, θα φυλάξει τα λόγια μου, κι’ ο πατέρας μου θαν τον αγαπήσει, και θα πάμε και θα μείνουμε μαζί του· όπιος δε μ' αγαπά, τα λόγια μου δεν τα φυλάει. Κι' ο λόγος π' ακούτε δεν είναι δικός μου, παρά του πατέρα μου που μ' έστειλε.

«Αυτά σας είπα μένοντας μαζί σας· ο παρήγορος όμως, το πνέμα τ' άγιο, που στ' όνομά μου θα σταλθεί από τον πατέρα, εκείνος τα πάντα θα σας μάθει κι’ όλα θα σας τα θυμίσει που σας είπα.»

52. «Εγώ ειρήνη σας αφίνω, την ειρήνη σας δίνω τη δική μου· καθώς σας δίνει ο κόσμος δε σας δίνω εγώ. Μη σας κλονίζεται η καρδιά μήτ' ας σας δειλιά. Τ' ακούσατε πως εγώ σας είπα Πηγαίνω και γυρνώ κοντά σας. Α μ' αγαπούσατε, θα χαιρόσαστε που πάω στον πατέρα, γιατί ο πατέρας είναι μεγαλύτερός μου. Και τώρα, πρι γενεί, σας τόπα για να πιστέψτε σα γενεί. Πολλά δε θα μιλήσω πια μαζί σας γιατί έρχεται του κόσμου ο αρχηγός. Κι' όχι πως έχει εξουσία απάνου μου καμιά, παρά για να μάθει ο κόσμος πως αγαπώ τον πατέρα και πως καθώς με πρόσταξε ο πατέρας έτσι κάνω. Σηκωθείτε, πάμε.»

Chapter 15

53. «Εγώ είμαι τ' αμπέλι τ' αληθινό, κι’ ο πατέρας μου είναι ο γεωργός. Κάθε κλήμα μου άκαρπο το βγάζει, και κάθε καρπερό το καθαρίζει για να γίνει καρπερώτερο. Εσείς πια είστε τώρα καθαροί χάρη στο λόγο που σας λάλησα. Μείνετε μαζί μου, καθώς κι’ εγώ μαζί σας. Καθώς το κλήμα δεν καρπίζει μόνο του — α δε μένει μέσα στ' αμπέλι — , έτσι μήτ' εσείς α δε μείνετε μαζί μου. Εγώ είμαι τ' αμπέλι, εσείς τα κλήματα. Όπιος μένει μαζί μου κι’ εγώ μαζί του, αυτός καρποφορεί πολύ, τι δίχως μου δε μπορείτε τίποτα να κάνετε· όπιος δε μένει μαζί μου, τον πετάξανε όξω σαν το κλήμα και ξεράθηκε, και τα μαζεύουν και τα βάζουνε στη φωτιά και καίγουνται. Α μείνετε μαζί μου και μείνουν και τα λόγια μου μαζί σας, ό,τι θέλετε ζητήστε και θαν το λάβετε. Μ' αυτό δοξάστηκε ο πατέρας μου, με το να δίνετε πολύν καρπό και να γενείτε μαθητάδες μου. Καθώς μ' αγάπησε ο πατέρας σας αγάπησα κι’ εγώ· μείνετε με την αγάπη μου. Α φυλάξτε τις εντολές μου, θα μείνετε με την αγάπη μου, καθώς εγώ φύλαξα τις εντολές του πατέρα και μένω με την αγάπη του. Αυτά σας τάπα για να μένει μαζί σας η χαρά η δική μου κι’ η χαρά σας να ξετελιωθεί.

54. «Αυτή είναι η εντολή μου, ν' αγαπάστε όπως σας αγάπησα. Αγάπη μεγαλύτερη κανείς δεν έχει παρά τούτο, το να δώσει τη ζωή του για τους αγαπητούς του. Εσείς είστε αγαπητοί μου αν κάνετε ό,τι εγώ σας παραγγέλνω. Σκλάβους δε σας λέω πια, γιατί ο σκλάβος δε γνωρίζει το τι κάνει ο αφέντης του· μόνε σας είπα αγαπητούς, γιατί σας τάμαθα όλα π' άκουσα από τον πατέρα μου. Εσείς δε με διαλέξατε, παρά εγώ σας διάλεξα και διόρισα, για να πάτε εσείς και να καρποφοράτε κι’ ο καρπός σας για να μένει, που ό,τι ζητάτε του πατέρα μου στ' όνομά μου να σας το δώσει. Αυτό σας παραγγέλνω, ν' αγαπάστε.

55. «Αν ο κόσμος σας μισεί, μάθετε πως εμένα μίσησε προτύτερά σας. Αν είσαστε από τον κόσμο, ο κόσμος θ' αγαπούσε το δικό του· μα γιατί δεν είστε από τον κόσμο παρά εγώ σας διάλεξα από τον κόσμο, για τούτο ο κόσμος σας μισεί. Μην ξεχνάτε το λόγο που εγώ σας είπα, δεν έχει σκλάβο ανώτερο από τον αφέντη του. Αν εμένα με κατάτρεξαν, κι’ εσάς θα κατατρέξουν· α φύλαξαν το λόγο μου, και το δικό σας θα φυλάξουν. Όμως όλα αυτά θα σας τα κάνουνε για τ' όνομά μου, τι δεν ξέρουνε το στάλτη μου. Α δεν ερχόμουν και δεν τους μιλούσα, δε θάχανε αμαρτία· μα τώρα δεν έχουν πρόφαση της αμαρτίας τους. Όπιος εμένα μισεί, μισεί και τον πατέρα μου. Α δεν τους έκανα τα έργα που κανείς δεν έκανε άλλος, δε θάχανε αμαρτία· μα τώρα κι’ είδαν και με μίσησαν, κι’ εμένα και τον πατέρα μου. Όμως για ν' αληθέψει ο λόγος ο γραμένος μέσα στο Νόμο τους, πως Δίχως αφορμή με μίσησαν .

56. «Όταν έρθει ο παρήγορος που εγώ θα σας στείλω από τον πατέρα — το πνέμα της αλήθιας που βγαίνει από τον πατέρα — εκείνο θα με κηρύξει· όμως κι’ εσείς κηρύχνετέ με, γιατί είστε από την αρχή μαζί μου.

Chapter 16

«Αυτά σας είπα για να μην πέστε σε πειρασμό. Θα σας αφορίσουν από συναγώγια· κι’ έρχεται μάλιστα ώρα που όπιος θανατώνει θα θαρρεί προσφέρνει του Θεού λατρεία. Κι' αυτά θαν τα κάνουνε γιατί δε γνώρισαν τον πατέρα μήτ' εμένα. Κι' αυτά σας τα μίλησα που σαν έρθει η ώρα τους ναν τα θυμάστε πώς σας τα είπα.

«Όμως από την αρχή δε σας τα είπα γιατί είμουνα μαζί σας· όμως τώρα πάω στο στάλτη μου. Και δε μ' ερωτά κανείς σας Πού πηγαίνεις, μόνε γιατί σας τα είπα γιόμισε η καρδιά σας λύπη; Μα εγώ σας λέω την αλήθια, σας συφέρνει να μισέψω εγώ. Γιατί α δε μισέψω, δε σας έρχεται ο παρήγορος· όμως α μισέψω, θα σας τόνε στείλω. Και σαν έρθει εκείνος, του κόσμου θ' αποδείξει αμαρτία κι’ αγιοσύνη και καταδίκη· αμαρτία, που δε με πιστεύουν· κι’ αγιοσύνη, που πηγαίνω στον πατέρα μου και δε με θωράτε πια· και καταδίκη, που καταδικάστηκε του κόσμου ετούτου ο αρχηγός.

57. «Πολλά έχω ακόμα να σας πω, μα να νιώστε δε μπορείτε τώρα· όταν όμως έρθει εκείνος, το πνέμα της αλήθιας, θα σας οδηγήσει σ' όλη την αλήθια· τι δε θα πει δικά του, μόνε όσα ακούσει θα λαλήσει και θα σας μηνήσει τα μελλούμενα. Αυτός θα με δοξάσει εμένα, τι δικά μου θενά πάρει και θα σας μηνήσει. Όλα όσα έχει ο πατέρας δικά μου είναι· για αυτό σας είπα πως δικά μου παίρνει και θα σας μηνήσει.

«Λίγο και δε με θωράτε πια· και πάλι λίγο και θενά με δείτε.» Είπανε λοιπόν μερικοί του μαθητάδες μεταξύ τους «Τι 'ναι τούτο που μας λέει Λίγο και δε με θωράτε και πάλι λίγο και θενά με δείτε, και πως Πηγαίνω στον πατέρα;» Λέγανε λοιπόν «Τι 'ναι αυτό που λέει, το λίγο; Δεν κατέχουμε.»

58. Ένιωσε ο Ιησούς πως θέλανε ναν τόνε ρωτήσουν και τους είπε «Αυτό συζητάτε μεταξύ σας, πως είπα Λίγο και δε με θωράτε, και πάλι λίγο και θενά με δείτε. Αλήθια αλήθια σας λέω, πως θα κλάψτε εσείς και θα θρηνήστε, κι’ ο κόσμος θα χαρεί· θα λυπηθείτε εσείς, κι’ η λύπη σας χαρά θα γίνει. Η γυναίκα, σα γεννά, λυπάται, γιατί ήρθε η ώρα της· μα σα γεννήσει το παιδί, δεν τη θυμάται πια τη στεναχώρια, από τη χαρά που γεννήθηκε άνθρωπος στον κόσμο. Κι' εσείς λοιπόν λυπάστε τώρα· μα πάλι θα σας δω, και θα σας χαρεί η καρδιά και κανείς δε θα σας πάρει τη χαρά σας. Κι' εκείνη την ημέρα δε θα με παρακαλέστε εμένα τίποτα. Αλήθια αλήθια σας λέω, Ό,τι ζητήστε του πατέρα, θα σας το δώσει στ' όνομά μου. Ως τώρα τίποτα δε ζητήσατε στ' όνομά μου· ζητάτε και θα λάβετε το να ξετελιωθεί η χαρά σας.

59. «Αυτά σας τάπα με παροιμίες· έρχεται ώρα που δε θα σας μιλώ πια με παροιμίες, παρά ανοιχτά για τον πατέρα θα σας πληροφορώ. Τότες στ' όνομά μου θα ζητήστε, και δε σας λέω πως εγώ για σας θα παρακαλέσω τον πατέρα· τι ο ίδιος σας αγαπά ο πατέρας, γιατί μ' αγαπήσατε εμένα καιπιστέψατε πως εγώ από τον πατέρα βγήκα. Από τον πατέρα βγήκα κι’ ήρθα στον κόσμο· πάλι αφίνω τον κόσμο και πηγαίνω στον πατέρα.»

Λένε οι μαθητάδες του «Νά τώρα ανοιχτά μιλείς και δε λες καμιά παροιμία· τώρα ξέρουμε πως ξέρεις τα πάντα κι’ ανάγκη δεν έχεις να σ' ερωτά κανείς. Μ' αυτό πιστεύουμε πως από το Θεό βγήκες.» Τους αποκρίθηκε ο Ιησούς «Τώρα πιστεύετε; Νά έρχεται ώρα κι’ ήρθε που θα σκορπιστεί ο καθείς σας σπίτι του κι’ εμένα θα μ' αφίστε μοναχό· και δεν είμαι μοναχός, γιατί είναι μαζί μου ο πατέρας. Αυτά σας τάπα για νάχετε του νου ησυχία μέσο μου. Στον κόσμο πίκρες έχετε· μα θάρρος, εγώ νίκησα τον κόσμο.»

Chapter 17

60. Μίλησε αυτά ο Ιησούς, και σηκώνοντας τα μάτια κατά τον ουρανό είπε «Πατέρα, ήρθε η ώρα· δόξασε το γιο σου, για να σε δοξάσει ο γιος, έτσι καθώς τούδωκες εξουσία κάθε σάρκας για να δώσει σ' όλους όσους τούδωκες ζωή παντοτινή. Κι' αυτή είναι η ζωή η παντοτινή, το να σε γνωρίζουν εσένα το μόνο αληθινό Θεό, καθώς και τον αποσταλμένο σου, τον Ιησού Χριστό. Εγώ σε δόξασα στη γη τελιώνοντας το έργο που μούδωκες να κάνω· και τώρα δόξασέ με εσύ, πατέρα, κοντά σου με τη δόξα πού είχα κοντά σου πριν να γίνει ο κόσμος.

«Φανέρωσά σου τ' όνομα στους ανθρώπους που μούδωκες από τον κόσμο. Δικοί σου είταν κι εμένα μου τους έδωκες, και το λόγο σου φυλάξανε. Τώρα νιώσανε πως όλα όσα μούδωκες από σένα είναι, πως τα λόγια που μούδωκες τους έδωκα, κι’ αυτοί τα πήραν κι’ ένιωσαν αληθινά πως από σένα βγήκαν, και πίστεψαν εσύ πως μ' έστειλες. Εγώ για αυτούς παρακαλάω· για τον κόσμο δεν παρακαλώ, παρά για όσους μούδωκες γιατί δικοί σου είναι, και τα δικά μου όλα δικά σου είναι και τα δικά σου δικά μου, και με δόξασαν. Και δεν είμαι πια στον κόσμο, κι’ αυτοί 'ναι στον κόσμο, κι’ εγώ έρχουμαι σ' εσένα. Πατέρα άγιε, βάσταξε τους πιστούς στ' όνομά σου που μούδωκες, για να είναι ένα καθώς κι’ εμείς. Όταν είμουνα μαζί τους, εγώ τους βαστούσα πιστούς στ' όνομά σου που μούδωκες, και τους φύλαξα και κανείς τους δε χάθηκε, εξόν ο γιος του χαμού για ν' αληθέψει η Γραφή.

61. Και τώρα έρχουμαι σ' εσένα, κι’ αυτά τα λέω εδώ στον κόσμο, έτσι που νάχουν τη χαρά μου ξετελιωμένη μέσα τους. Εγώ τους έδωκα το λόγο σου, κι’ ο κόσμος τους μίσησε, γιατί δεν είναι από τον κόσμο καθώς κι εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. Δε γυρεύω ναν τους πάρεις από τον κόσμο, μόνε ναν τους φυλάξεις από τον Κακό. Δεν είναι από τον κόσμο καθώς κι’ εγώ δεν είμαι από τον κόσμο. Άγιασε τους μ' αλήθια· ο λόγος ο δικός σου είναι η αλήθια. Καθώς εμένα μ' έστειλες στον κόσμο, κι’ εγώ τους έστειλα στον κόσμο. Κι' εγώ για το καλό τους αγιάζουμαι, για ν' αγιαστούν κι’ αυτοί μ' αλήθια. Και δεν παρακαλώ για αυτούς μονάχα, παρά και για όσους κάνει ο λόγος τους και με πιστεύουν, για να γίνουν όλοι ένα· καθώς, πατέρα, εσύ μαζί μου κι’ εγώ μαζί σου, έτσι κι’ αυτοί μαζί μας νάναι, που ο κόσμος να πιστεύει εσύ πως μ' έστειλες. Κι' εγώ τους έδωκα τη δόξα αυτή που μούδωκες, έτσι να γίνουν ένα όπως ένα εμείς, εγώ μαζί τους κι’ εσύ μαζί μου, για να καταντήσουν ένα, που να ξέρει ο κόσμος το πως μ' έστειλες εσύ και τους αγάπησες καθώς μ' αγάπησες κι’ εμένα. Πατέρα, αυτούς που μούδωκες θέλω οπού 'μαι εγώ νάναι κι’ αυτοί μαζί μου, για να θωρούν τη δόξα μου που μούδωκες, γιατί μ' αγάπησες πρι να θεμελιωθεί ο κόσμος, πατέρα άγιε. Κι' ο κόσμος δε σε γνώρισε, μα εγώ σε γνώρισα, και γνώρισαν κι’ αυτοί εσύ πως μ' έστειλες, και τ' όνομά σου τους φανέρωσα και θαν τους φανερώσω, έτσι μαζί τους νάναι η αγάπη που μ' αγάπησες, καθώς κι’ εγώ μαζί τους.»

Chapter 18

62. Είπε αυτά ο Ιησούς, και βγήκε με τους μαθητάδες του πέρα από το ξεροπόταμο των κέδρων, κι’ εκεί 'ταν περιβόλι που μπήκε μέσα αυτός κι’ οι μαθητάδες του. Και τόξερε το μέρος κι’ ο Ιούδας ο παραδότης του, γιατί πολλές φορές συνάχτηκε με τους μαθητάδες του εκεί ο Ιησούς. Πήρε λοιπόν ο Ιούδας το λόγο, και κλητήρες από τους πρωτοπαπάδες και τους Φαρισαίους, κι’ έρχεται εκεί με φανάρια και με φώτα κι’ άρματα. Ο Ιησούς λοιπόν γνωρίζοντας όλα τα μελλούμενά του βγήκε και τους λέει «Πιόνε γυρεύετε;» Τ' αποκρίθηκαν «Τον Ιησού το Ναζωραίο.» Τους λέει «Εγώ είμαι ο Ιησούς.» Κι' είτανε μαζί τους κι’ ο Ιούδας ο παραδότης του. Άμα λοιπόν τους είπε «Εγώ είμαι», πήγαν πίσω και πέσανε χάμου. Πάλι λοιπόν τους ρώτησε «Πιόνε γυρεύετε;» Κι' εκείνοι είπαν «Τον Ιησού το Ναζωραίο.» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Σας είπα πως εγώ είμαι. Α λοιπόν εμένα γυρεύετε, αφίστε τους αυτούς να φύγουνε για ν' αληθέψει ο λόγος πούπα, πως όσους μούδωκες δεν έχασα κανένα τους.» Ο Σίμωνας λοιπόν ο Πέτρος έχοντας σπαθί το τράβηξε και χτύπησε το σκλάβο του αρχιπαπά κι’ έκοψε τ' αυτί του το δεξύ· κι’ είταν τ' όνομα του σκλάβου Μάλχος. Είπε λοιπόν ο Ιησούς του Πέτρου «Βάλε το σπαθί στη θήκη. Το ποτήρι που μούδωκε ο πατέρας να μην το πιώ;»

63. Ο λόχος λοιπόν κι’ ο χιλίαρχος κι’ οι κλητήρες των Ιουδαίων σύλλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν και τον πήγανε στον Άννα πρώτα· γιατί είταν πεθερός του Καϊάφα, πούταν αρχιπαππάς του χρόνου εκείνου. Κι' είταν ο Καϊάφας εκείνος που συβούλεψε τους Ιουδαίους πως συφέρνει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό του λαού. Κι' ακολουθούσε τον Ιησού ο Σίμωνας ο Πέτρος κι’ ένας άλλος μαθητής. Κι' ο μαθητής εκείνος είτανε γνώριμος του αρχιπαπά, και μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιπαπά.

64. Κι' ο Πέτρος έστεκε κοντά στην ξώπορτα όξω. Βγήκε λοιπόν ο μαθητής ο άλλος ο γνώριμος του αρχιπαπά, κι’ είπε της θυρωρής κι’ έμπασε τον Πέτρο. Λέει λοιπόν του Πέτρου η δούλα η θυρωρή «Μήπως κι’ εσύ είσαι από τους μαθητάδες του αυτού τ' ανθρώπου;» Λέει εκείνος «Δεν είμαι.» Κι' είταν οι σκλάβοι εκεί κι’ οι κλητήρες έχοντας κανωμένη αθρακιά, γιατί είταν κρύο και ζεσταίνουνταν· κι’ είταν εκεί μαζί μ' αυτούς κι’ ο Πέτρος και ζεσταίνουνταν. Ρώτησε λοιπόν τον Ιησού ο αρχιπαπάς για τους μαθητάδες του και για τη διδαχή του. Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Εγώ ανοιχτά μίλησα του κόσμου· εγώ πάντα δίδαξα μέσα στο συναγώγι και ναό όπου μαζεύουνται όλοι τους οι Ιουδαίοι, και κρυφά, δεν είπα τίποτα. Τι με ρωτάς; Ρώτησε όσους άκουσαν τι τους είπα· να, αυτοί ξέρουν όσα είπα εγώ.» Κι' άμα τάπε αυτά, ένας εκεί κοντά κλητήρας τούδωκε ένα χτύπημα του Ιησού κι’ είπε «Έτσι απαντάς στον αρχιπαπά;» Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Α μίλησα κακά, δείξε το κακό· αν όμως καλά, τι με χτυπάς;»

65. Τον έστειλε λοιπόν ο Άννας δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιπαπά. Κι' ο Σίμωνας ο Πέτρος έστεκε και ζεσταίνουνταν. Τούπανε λοιπόν «Μήπως κι’ εσύ είσαι από τους μαθητάδες του;» Αρνήθηκε εκείνος κι’ είπε «Δεν είμαι.» Λέει ένας σκλάβος του αρχιπαπά, όντας συγγενής εκείνου που τούκοψε τ' αυτί του ο Πέτρος, «Δε σε είδα εγώ στο περιβόλι μαζί του;» Πάλι λοιπόν αρνήθη ο Πέτρος, κι’ αμέσως λάλησε πετεινός.

66. Λοιπόν πηγαίνουνε στ' αρχηγείο τον Ιησού από του Καϊάφα. Κι' είτανε πρωί. Κι' αυτοί δε μπήκανε μέσα στ' αρχηγείο, για να μη λερωθούν παρά να φαν το πάσκα. Βγήκε λοιπόν ο Πειλάτος όξω και τους λέει «Τι του κατηγοράτε αυτού τ' ανθρώπου;» Αποκρίθηκαν και τούπαν «Αν αυτός δεν είτανε κακούργος, δε σου τον παραδίναμε.» Τους είπε λοιπόν ο Πειλάτος «Πάρτε τον εσείς και κατά το Νόμο σας δικάστε τον.» Τούπαν οι Ιουδαίοι «Εμάς μας αμποδίζεται να θανατώσουμε κανένα», για ν' αληθέψει ο λόγος του Ιησού, που είπε σημαίνοντας τι θάνατο είτανε να πεθάνει.

67. Μπήκε λοιπόν πάλι στ' αρχηγείο ο Πειλάτος και φώναξε τον Ιησού και τούπε «Εσύ 'σαι ο βασιλέας των Ιουδαίων;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Μόνος σου εσύ το λες αυτό ή άλλοι σούπανε για μένα;» Αποκρίθηκε ο Πειλάτος «Μήπως εγώ 'μαι Ιουδαίος; Το δικό σου έθνος κι’ οι πρωτοπαπάδες σε παραδώκανε σ' εμένα· τι έκανες;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Η δική μου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο ετού»τον. Αν είταν απ' αυτόν τον κόσμο η βασιλεία μου, οι υπερέτες μου θα πολεμούσανε να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους· μα τώρα η βασιλεία μου δεν είναι από δω.» Τούπε λοιπόν ο Πειλάτος «Λοιπόν βασιλέας είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς «Εσύ λες πως εγώ 'μαι βασιλέας. Για αυτό γεννήθηκα και για αυτό ήρθα στον κόσμο, για να κηρύξω την αλήθια· όπιος είναι από την αλήθια μ' ακούει τη φωνή.» Του λέει ο Πειλάτος «Τι είναι αλήθια;» Κι' αφού τόπε αυτό, πάλι βγήκε στους Ιουδαίους και τους λέει «Εγώ δεν του βρίσκω φταίξιμο. Κι' είναι σύστημά σας να σας λευτερώνω ένανε το πάσκα· θέλετε λοιπόν να σας λευτερώσω το βασιλέα των Ιουδαίων;» Φώναξαν ξανά λοιπόν και λέγανε «Όχι αυτόν παρά το Βαραββά.» Κι' είταν ο Βαραββάς κακούργος.

Chapter 19

68. Τότες λοιπόν πήρε τον Ιησού ο Πειλάτος και τόνε βουρδούλισε. Κι' οι στρατιώτες πλέξανε στεφάνι απ' αγκάθια και του το φορέσανε στην κεφαλή, και βάζοντάς του βυσσινιά στολή πήγαιναν και του λέγανε «Σε χαιρετούμε, βασιλέα των Ιουδαίων», και τόνε χτυπούσαν. Και βγήκε πάλι όξω ο Πειλάτος και τους λέει «Νά, σας τόνε φέρνω όξω για να δείτε πως δεν του βρίσκω φταίξιμο.» Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς όξω φορώντας τ' αγκαθένιο το στεφάνι και τη βυσσινιά στολή. Και τους λέει ο Πειλάτος «Νά ο άνθρωπος.» Σαν τον είδανε λοιπόν οι πρωτοπαπάδες κι’ οι κλητήρες κράξανε λέγοντας «Σταύρωσε, σταύρωσε.» Τους λέει ο Πειλάτος «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν του βρίσκω φταίξιμο.» Τ' αποκριθήκανε οι Ιουδαίοι «Εμείς έχουμε νόμο, και κατά το νόμο πρέπει να θανατωθεί, γιατί έγινε γιος του Θεού.» Σαν άκουσε λοιπόν το λόγο αυτό ο Πειλάτος, πιο πολύ φοβήθηκε, και μπήκε στ' αρχηγείο πάλι και λέει του Ιησού «Από πού είσαι εσύ;» Κι' ο Ιησούς δεν τούδωκε απάντηση. Του λέει λοιπόν ο Πειλάτος «Δε μου μιλείς; Δεν ξέρεις πως εξουσία έχω να σ' αφίσω κι’ εξουσία έχω να σε σταυρώσω;» Τ' αποκρίθηκε ο Ιησούς «Δε θάχες εξουσία απάνου μου καμιά α δε σούτανε δοσμένη από πάνου· για τούτο αυτός που με παράδωκε σ' εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία.» Για κείνο ο Πειλάτος ζήταε ναν τόνε λευτερώσει· μα οι Ιουδαίοι φώναξαν και λέγανε «Αν τον λευτερώσεις, δεν αγαπάς τον Καίσαρα· όπιος γίνεται βασιλέας, πολεμά τον Καίσαρα.» Σαν άκουσε λοιπόν τα λόγια αυτά ο Πειλάτος, έφερε όξω τον Ιησού και κάθησε σε βήμα, σε μέρος που το λέγανε Λιθόστρωτο , κι’ οβραίικα Γαββαθά . Κι' είταν η παραμονή του πάσκα, η ώρα ως έξη. Και λέει στους Ιουδαίους «Νά ο βασιλέας σας.» Κράξανε λοιπόν εκείνοι «Πάρ' τον, πάρ' τον, σταύρωσέ τον.» Τους λέει ο Πειλάτος «Το βασιλέα σας να σταυρώσω;» Αποκριθήκανε οι πρωτοπαπάδες «Δεν έχουμε βασιλέα εξόν τον Καίσαρα.»

69. Τότες λοιπόν τους τον παράδωκε να σταυρωθεί. Πήρανε λοιπόν τον Ιησού, και κουβαλώντας το σταυρό του πήγε όξω στο μέρος που λέγεται Κάρας μέρος, που το λεν οβραίικα Γολγόθ , όπου τόνε σταύρωσαν, και μαζί του άλλους διο δεξιά κι’ αριστερά, και στη μέση τον Ιησού. Κι' έγραψε κι’ επιγραφή ο Πειλάτος και την έβαλε απάνου στο σταυρό· κι’ είτανε γραμένο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλέας των Ιουδαίων . Αυτή λοιπόν την επιγραφή πολλοί τήνε διαβάσανε Ιουδαίοι, γιατί είτανε σιμά στη χώρα το μέρος που σταυρώθηκε ο Ιησούς· κι’ είτανε γραμένο οβραίικα, λατινικά, ελληνικά. Λέγανε λοιπόν του Πειλάτου οι πρωτοπαπάδες των Ιουδαίων «Μη γράφεις Ο βασιλέας των Ιουδαίων, παρά πως είπε εκείνος Είμαι βασιλέας των Ιουδαίων «Αποκρίθηκε ο Πειλάτος «Ό,τι έγραψα έγραψα.»

70. Οι στρατιώτες λοιπόν, αφού σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα φορέματά του και τα μοίρασαν σε τέσσερα, του καθενός στρατιώτη ένα μέρος, καθώς και το πουκάμισο. Κι' είταν το πουκάμισο άρραφο, φασμένο από τα πάνου ως στην άκρη. Είπανε λοιπόν μεταξύ τους «Ας μην το σκίσουμε, μόνε ας βάλουμε λαχνό πιος ναν το πάρει», για ν' αληθέψει η Γραφή Μοίρασαν τα φορέματά μου και για τη φορεσιά μου βάλανε λαχνό .

71. Αυτά λοιπόν κάνανε οι στρατιώτες. Κι' έστεκαν κοντά στο σταυρό του Ιησού η μητέρα του, κι η αδερφή της μητέρας του Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, κι’ η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς λοιπόν σαν είδε τη μητέρα του και το μαθητή εκεί κοντά π' αγάπαε, λέει της μητέρας του «Μητέρα, να ο γιος σου»· έπειτα λέει του μαθητή «Νά η μητέρα σου.» Κι' από κείνη την ώρα την πήρε ο μαθητής στο σπίτι του. Ύστερα ο Ιησούς σαν ένιωσε πως όλα τέλιωσαν, για ν' αληθέψει η Γραφή, λέει «Διψώ.» Έστεκε λαγήνι γιομάτο ξύδι· στήσανε λοιπόν σε ύσσωπο σφουγγάρι γιομισμένο ξύδι και του το προσφέρανε στο στόμα. Λοιπόν σαν πήρε ο Ιησούς το ξύδι, είπε «Τέλιωσε», και γαίρνοντας την κεφαλή του παράδωκε την ψυχή.

72. Οι Ιουδαίοι λοιπόν, επειδή είτανε παρασκευή για να μη μείνουν το σάββατο απάνου στο σταυρό τα λείψανα, γιατί είτανε μεγάλη η μέρα εκείνη του σαββάτου, παρακάλεσαν τον Πειλάτο ναν τους σπάσουνε τα σκέλια και ναν τους σηκώσουν. Ήρθανε λοιπόν οι στρατιώτες, και του πρώτου τούσπασαν τα σκέλια, καθώς και τ' αλλουνού του σταυρωμένου μαζί του σαν ήρθαν όμως στον Ιησού και πια τον είδαν πεθαμένο, δεν τού σπασαν τα σκέλια, μόνε ένας στρατιώτης του κάρφωσε μ' ένα κοντάρι το πλευρό, και βγήκε αμέσως αίμα και νερό. Κι' ο μάρτυρας το λέει, κι’ αληθινή 'ναι η μαρτυρία του κι’ εκείνος ξέρει πως αλήθια λέει, για να πιστεύετε κι’ εσείς. Γιατί έγιναν αυτά για ν' αληθέψει η Γραφή Κόκκαλο δε θαν του σπάσουν · και πάλε άλλη γραφή λέει Θαν τον κοιτάξουν αυτόν που ακόντισαν.

73. Κατόπι παρακάλεσε τον Πειλάτο ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία — όντας μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως από φόβο των Ιουδαίων — να πάρει του Ιησού το λείψανο· και τον άφισε ο Πειλάτος. Ήρθε λοιπόν και πήρε το λείψανό του· κι’ ήρθε κι’ ο Νικόδημοςπούχε πάει πριν νύχτα στον Ιησού — φέρνοντας μίγμα μύρρων κι’ αλόης ως λίτρες εκατό. Πήρανε λοιπόν του Ιησού το λείψανο και το σαβάνωσαν με τα μυρουδικά μαζί, καθώς συνειθίζουνε να θάφτουν οι Ιουδαίοι. Κι' είτανε στο μέρος που σταυρώθη περιβόλι, και στο περιβόλι μέσα μνήμα καινούριο όπου κανείς ακόμα δεν είχε θαφτεί· εκεί λοιπόν αφορμή η παρασκευή των Ιουδαίων (γιατί είτανε σιμά το μνήμα) θάψανε τον Ιησού.

Chapter 20

74. Και τα πρωτοβδόμαδα η Μαρία η Μαγδαλη20 νή έρχεται πρωί, σκοτάδι ακόμα, στο μνήμα, και θωρά την πέτρα σηκωμένη από το μνήμα. Τρέχει λοιπόν και πάει στο Σίμωνα τον Πέτρο και στον άλλο μαθητή π' αγάπαε ο Ιησούς και τους λέει «Πήραν από το μνήμα τον Κύριο και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν.» Βγήκε λοιπόν ο Πέτρος κι’ ο άλλος μαθητής και πηγαίνανε στο μνήμα. Κι' έτρεχαν κι’ οι διο μαζί, μα ο άλλος μαθητής πρότρεξε γοργότερα από τον Πέτρο κι’ έφτασε στο μνήμα πρώτος, και σκύβοντας βλέπει κατά γης τα σάβανα· όμως δε μπήκε μέσα. Έρχεται λοιπόν κι’ ο Σίμωνας ο Πέτρος πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα και θωρά κατά γης τα σάβανα, και το προσόψι (πούτανε στην κεφαλή του απάνου) πως δεν είταν κάτου με τα σάβανα, παρά κάπου εκεί τυ= λιγμένο χωριστά. Μπήκε λοιπόν τότες κι’ ο άλλος μαθητής πούχε φτάσει πρώτος στο μνήμα, κι’ είδε και πίστεψε· γιατί δεν κάτεχαν ακόμα τη Γραφή, πως πρέπει ν' αναστηθεί από τους νεκρούς. Γυρίσανε λοιπόν πάλι σπίτι οι μαθητάδες.

75. Κι' η Μαρία έστεκε κοντά στο μνήμα όξω κι’ έκλαιγε. Καθώς έκλαιγε λοιπόν έσκυψε να δει στο μνήμα, και βλέπει διο αγγέλους μέσα στ' άσπρα, καθισμένους τον ένα σιμά στην κεφαλή και τον άλλο σιμά στα πόδια εκεί πούχανε βάλει του Ιησού το λείψανο. Κι' αυτοί της λεν «Γυναίκα, τι κλαις;» Και τους λέει «Γιατί πήραν τον Κύριό μου και δεν ξέρω πού τον έβαλαν.» Και σαν είπε αυτά, γύρισε πίσω και κοιτάζει τον Ιησού που στέκουνταν, μα δεν ήξερε πως είναι ο Ιησούς. Της λέει ο Ιησούς «Γυναίκα, τι κλαις; πιόνε γυρεύεις;» Κι' αυτή νομίζοντας πως είναι ο κηπουρός του λέει «Κύριε, αν εσύ τον πήρες, πες μου πού τον έβαλες κι’ εγώ τον παίρνω.» Της λέει ο Ιησούς «Μαριάμ.» Γύρισε εκείνη και του λέει οβραίικα «Ραββουνεί», που θα πει Δάσκαλε . Της λέει ο Ιησούς «Μη μ' αγγίζεις γιατί ακόμα δεν ανέβηκα στον πατέρα· μόνε πήγαινε στους αδερφούς μου και πες τους Ανεβαίνω στον πατέρα μου και πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας.» Πηγαίνει η Μαριάμ η Μαγδαληνή και πληροφορεί τους μαθητάδες πως «Είδα τον Κύριοκαι πως «Αυτά μου είπε.»

76. Όντας λοιπόν βράδυ τότες κατά τα πρωτοβδόμαδα κι’ η πόρτα κλειστή εκεί που βρίσκουνταν οι μαθητάδες από το φόβο των Ιουδαίων, ήρθε ο Ιησούς και στάθηκε στη μέση και τους είπε «Ειρήνη σας»· κι’ αυτό σαν τόπε, τους έδειξε και τα χέρια του και το πλευρό. Χαρήκανε λοιπόν οι μαθητάδες όταν είδαν τον Ιησού. Πάλι λοιπόν τους είπε ο Ιησούς «Ειρήνη σας. Καθώς μ' έστειλε ο πατέρας, σας στέλνω κι’ εγώ.» Κι' ειπόντας αυτό φύσηξε μέσα τους και τους λέει «Πάρτε πνέμα άγιο. Όπιου συχωρέστε τις αμαρτίες, συχωρεμένες τους· όπιου τις κρατήστε, κρατημένες.»

77. Ο Θωμάς ως τόσο, ένας από τους δώδεκα, ο δίδυμος καθώς τον έλεγαν, δεν είτανε μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του λέγανε λοιπόν οι άλλοι μαθητάδες «Είδαμε τον Κύριο.» Κι' εκείνος τους είπε «Α δε δω στα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδι των καρφιών και το χέρι μου δε βάλω στα πλευρό του, δεν πιστεύω.»

78. Κι' οχτώ μέρες κατόπι είταν πάλι μέσα οι μαθητάδες του, κι’ ο Θωμάς μαζί τους. Έρχεται ο Ιησούς όντας κλεισμένη η πόρτα, και στάθηκε στη μέση κι’ είπε «Ειρήνη σας.» Έπειτα λέει του Θωμά «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ και δες τα χέρια μου, και φέρε το χέρι σου και βάλε στο πλευρό μου, και μη γίνεσαι άπιστος μόνε πιστός.» Αποκρίθηκε ο Θωμάς και τούπε «Ο Κύριος μου κι’ ο Θεός μου.» Του λέει ο Ιησούς «Γιατί μ' είδες πίστεψες· μακαρισμένοι που δε δούνε και πιστέψουν.»

Πολλά λοιπόν κι’ άλλα σημάδια έκανε ο Ιησούς μπροστά στους μαθητάδες που δεν είναι μέσα στο βιβλίο αυτό γραμένα. Όμως αυτά γραφτήκανε για να πιστεύετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο γιος του Θεού, και πιστεύοντας με τ' όνομά του νάχετε ζωή.

Chapter 21

79. Κατόπι φανερώθη πάλι ο Ιησούς στους μαθητάδες απάνου στη λίμνη την Τιβεριάδα, και φανερώθηκε έτσι. Είτανε μαζί ο Σίμωνας ο Πέτρος κι’ ο Θωμάς ο δίδυμος καθώς τον έλεγαν, κι’ ο Ναθανιήλ από την Κανά της Γαλιλαίας, κι’ οι γιοι του Ζεβεδαίου κι’ άλλοι διο του μαθητάδες. Τους λέει ο Σίμωνας ο Πέτρος «Πηγαίνω να ψαρέψω.» Του λεν «Ερχόμαστε κι’ εμείς μαζί σου.» Βγήκαν και πήγανε μέσα στο καράβι, κι’ εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα· κι’ όταν πια ξημέρωνε, παρουσιάστηκε ο Ιησούς στην ακρολιμνιά, μα δεν ένιωσαν οι μαθητάδες πως είναι ο Ιησούς. Τους λέει λοιπόν ο Ιησούς «Παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι;» Τ' αποκριθήκανε «Όχι.» Κι' εκείνος τους είπε «Ρήξτε το δίχτυ δεξιά του καραβιού και θα βρείτε.» Ρήξανε λοιπόν και δε μπορούσαν πια ναν το τραβήξουν από το πολύ το ψάρι. Λέει λοιπόν ο μαθητής εκείνος π' αγαπούσε ο Ιησούς του Πέτρου «Ο Κύριος είναι.» Ο Σίμωνας λοιπόν ο Πέτρος, όταν άκουσε πως είναι ο Κύριος, ζώστηκε το πανωφόρι (γιατί είτανε γυμνός) και ρήχτηκε μέσα στη λίμνη· κι’ ήρθανε με το καράβι οι άλλοι μαθητάδες (γιατί δεν είτανε μακριά από την ξηρά, μόνε ως διακόσες πήχες) σαίρνοντας το δίχτυ των ψαριών. Ότα βγήκανε λοιπόν στην ξηρά, βλέπουν αθρακιά στρωμένη με ψάρι απάνου της βαλμένο, και ψωμί. Τους λέει ο Ιησούς «Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε.» Βγήκε λοιπόν τότε ο Σίμωνας ο Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στην ξηρά γιομάτο ψάρια μεγάλα εκατόν πενήντα τρία· κι’ αν κι’ είταν τόσα, το δίχτυ δε σκίστηκε. Τους λέει ο Ιησούς «Ελάτε φάτε.» Κανένας μαθητής δεν τόλμαε ναν τόνε ρωτήσει «Εσύ πιος είσαι;», γνωρίζοντας πως είναι ο Κύριος. Πηγαίνει ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί και τους δίνει, και το ψάρι το ίδιο. Αυτή 'ναι ως τότε η τρίτη φορά που φανερώθηκε ο Ιησούς στους μαθητάδες απ' όταν αναστήθηκε από τους νεκρούς.

80. Και σα φάγανε, λέει του Σίμωνα του Πέτρου ο Ιησούς «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, μ' αγαπάς πιο πολύ τους;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εσύ το ξέρεις πως σ' αγαπώ.» Του λέει «Βόσκε τ' αρνιά μου.» Του λέει πάλι δεύτερη φορά «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, μ' αγαπάς;» Του λέει «Ναι, Κύριε, εσύ το ξέρεις πως σ' αγαπώ.» Του λέει «Οδήγα τα προβατάκια μου.» Του λέει τρίτη φορά «Σίμωνα γιέ του Ιωάνη, μ' αγαπάς;» Λυπήθηκε ο Πέτρος πως τούπε τρίτη φορά «μ' αγαπάς», κι’ είπε «Κύριε, εσύ τα πάντα κατέχεις· εσύ το ξέρεις πως σ' αγαπώ.» Του λέει ο Ιησούς «Βόσκε τα προβατάκια μου. Αλήθια αλήθια σου λέω, όταν είσουνα πιο νιος, ζώννουσουν ο ίδιος και περπάταες όπου ήθελες· μα σα γεράσεις, θ' απλώσεις τα χέρια κι’ άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει όπου δε θέλεις.» Και τόπε αυτό σημαίνοντας με τι θάνατο θενά δοξάσει το Θεό. Κι' αυτό σαν τόπε, του λέει «Ακολούθα με.»

Γύρισε ο Πέτρος και θωρά π' ακολουθούσε ο μαθητής π' αγάπαε ο Ιησούς, αυτός που κι’ έπεσε κατά το δείπνο στα στήθια του κι’ είπε «Κύριε, πιος είναι ο παραδότης σου»· αυτόν λοιπόν όταν τον είδε ο Πέτρος, λέει του Ιησού «Κύριε, κι’ αυτός τι;» Του λέει ο Ιησούς «Α θέλω αυτόν να μείνει ως να γυρίσω, τι σε μέλει; Εσύ ακολούθα με.» Βγήκε λοιπόν στους αδερφούς αυτός ο λόγος πως ο μαθητής εκείνος δεν πεθαίνει. Όμως δεν τούπε ο Ιησούς πως δεν πεθαίνει, παρά «Α θέλω αυτόν να μείνει ως να γυρίσω, τι σε μέλει;» Αυτός είναι ο μαθητής που κι’ είναι μάρτυρας αυτών των περιστατικών και τάγραψε, και ξέρουμε πως είναι αληθινή η μαρτυρία του.

Κι' είναι και πολλά άλλα πού κανε ο Ιησούς, που α γράφουνται ένα ένα, κι’ αυτός νομίζω ο κόσμος πως δε θα χωρέσει τα βιβλία τα γραμένα.