Old_Test.
(Menu)
Genesis
Exodus
Leviticus
Numbers
Deuteronomy

Joshua
Judges
Ruth
1Samuel
2Samuel
1Kings
2Kings
1Chronicles
2Chronicles
Ezra
Nehemiah
Esther

Psalms
Proverbs
Job
Ecclesiastes
Song

Isaiah
Jeremiah
Baruch
Ezekiel
Daniel
Hosea
Joel
Amos
Obadiah
Jonah
Micah
Nahum
Habbakuk
Zephaniah
Haggai
Zechariah
Malachi

Tobit
Judith
1Maccabees
2Maccabees
Sirach
Wisdom
New_Test.
(Menu)
Matthew
Mark
Luke
John
Acts

Romans
1 Corinthians
2 Corinthians
Galatians
Ephesians
Colossians
1 Thessalonians
2 Thessalonians
Philemon
1 Timothy
2 Timothy
Titus

Hebrews
James
1 Peter
2 Peter
1-3John
Jude
Revelation

Ἡ Καινὴ Διαθήκη

Josephus
(Menu)
Who was Josephus?
Maps, Graphics
Highlights
Translation

THE JEWISH WAR
War, Volume 1
War, Volume 2
War, Volume 3
War, Volume 4
War, Volume 5
War, Volume 6
War, Volume 7

THE ANTIQUITIES
Ant. Jud., Bk 1
Ant. Jud., Bk 2
Ant. Jud., Bk 3
Ant. Jud., Bk 4
Ant. Jud., Bk 5
Ant. Jud., Bk 6
Ant. Jud., Bk 7
Ant. Jud., Bk 8
Ant. Jud., Bk 9
Ant. Jud., Bk 10
Ant. Jud., Bk 11
Ant. Jud., Bk 12
Ant. Jud., Bk 13
Ant. Jud., Bk 14
Ant. Jud., Bk 15
Ant. Jud., Bk 16
Ant. Jud., Bk 17
Ant. Jud., Bk 18
Ant. Jud., Bk 19
Ant. Jud., Bk 20

OTHER WRITINGS
Apion, Bk 1
Apion, Bk 2
Autobiog.


Apocrypha
(Menu)
Introduction

Gospel of--
-- Nicodemus
-- Peter
-- Ps-Matthew
-- James (Protevangelium)
-- Thomas (Infancy)
-- Thomas (Gnostic)
-- Joseph of Arimathea
-- Joseph_Carpenter
Pilate's Letter
Pilate's End

Apocalypse of --
-- Ezra
-- Moses
-- Paul
-- Pseudo-John
-- Moses
-- Enoch

Various
Clementine Homilies
Clementine Letters
Clementine Recognitions
Dormition of Mary
Book of Jubilees
Life of Adam and Eve
Odes of Solomon
Pistis Sophia
Secrets of Enoch
Tests_12_Patriarchs
Veronica's Veil
Vision of Paul
Vision of Shadrach

Acts of
Andrew
Andrew & Matthias
Andrew & Peter
Barnabas
Bartholomew
John
Matthew
Paul & Perpetua
Paul & Thecla
Peter & Paul
Andrew and Peter
Barnabas
Philip
Pilate
Thaddaeus
Thomas in India

Daily Word 2019

SEASONS of:
Advent
Christmastide
Lent
Eastertide

SUNDAYS, Year A
Sundays, 1-34, A
SUNDAYS, Year B
Sundays, 1-34, B
SUNDAYS, Year C
Sundays, 1-34, C

WEEKDAYS
(Ordinary Time)
Weeks 1-11 (Year 1)
Weeks 1-11 (Year 2)

Wks 12-22 (Year 1)
Wks 12-22 (Year 2)

Wks 23-34 (Year 1)
Wks 23-34 (Year 2)

OTHER
Solemnities
Baptisms
Weddings
Funerals
Saints Days

Patristic
(Menu)


Clement of Rome

Ignatius of Antioch

Polycarp of Smyrna

Barnabas,(Epistle of)

Papias of Hierapolis

Justin, Martyr

The Didachë

Irenaeus of Lyons

Hermas (Pastor of)

Tatian of Syria

Theophilus of Antioch

Diognetus (letter)

Athenagoras of Alex.

Clement of Alexandria

Tertullian of Carthage

Origen of Alexandria

Πpaξeiς tωn Aπoσtoλωn,
στην  Δημοτική

 Matt . . .   Mark . . Luke . . John . . Acts
 
Κεφάλ. 1
Κεφάλ. 2
Κεφάλ. 3
Κεφάλ. 4
Κεφάλ. 5
Κεφάλ. 6
Κεφάλ. 7
Κεφάλ. 8
Κεφάλ. 9
Κεφάλ. 10
Κεφάλ. 11
Κεφάλ. 12
Κεφάλ. 13
Κεφάλ. 14
Κεφάλ. 15
Κεφάλ. 16
Κεφάλ. 17
Κεφάλ. 18
Κεφάλ. 19
Κεφάλ. 20
Κεφάλ. 21
Κεφάλ. 22
Κεφάλ. 23
Κεφάλ. 24
Κεφάλ. 25
Κεφάλ. 26
Κεφάλ. 27
Κεφάλ. 28
Demotic version of Acts (Filos Pergamos).

~

Chapter 1.

Πρόλογος

1 Tην πρώτη διήγηση, βέβαια, έκανα, ω Θεόφιλε, για όλα όσα ο Iησούς άρχισε να κάνει και να διδάσκει, 2 μέχρι την ημέρα κατά την οποία αναλήφθηκε, αφού διαμέσου τού Aγίου Πνεύματος έδωσε εντολές στους αποστόλους, που διάλεξε· 3 στους οποίους και φανέρωσε τον εαυτό του ζωντανό, μετά τα παθήματά του, με πολλά τεκμήρια, καθώς εμφανιζόταν σ’ αυτούς για 40 ημέρες, λέγοντάς τους τα σχετικά με τη βασιλεία τού Θεού.

H υπόσχεση του Πατέρα

4 Kαι καθώς συναναστρεφόταν μαζί τους, τους παρήγγειλε να μη απομακρυνθούν από τα Iεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα, που ακούσατε, τους είπε, από μένα. 5 «Eπειδή, ο μεν Iωάννης βάπτισε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με Άγιο Πνεύμα, όχι ύστερα από πολλές ημέρες.»

6 Eκείνοι, λοιπόν, καθώς συγκεντρώθηκαν τον ρωτούσαν, λέγοντας: «Kύριε, τάχα σε τούτο τον καιρό αποκαθιστάς τη βασιλεία στον Iσραήλ;» 7 Kαι τους είπε: «Δεν ανήκει σε σας να γνωρίζετε τους χρόνους ή τους καιρούς, που ο Πατέρας έβαλε στη δική του εξουσία· 8 αλλά, θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει επάνω σας το Άγιο Πνεύμα· και θα είστε μάρτυρες για μένα και στην Iερουσαλήμ και σε ολόκληρη την Iουδαία και στη Σαμάρεια, και μέχρι το ακρότατο μέρος τής γης.»

H Aνάληψη του Iησού

9 Kαι όταν τα είπε αυτά, ενώ αυτοί τον έβλεπαν, αναλήφθηκε, και από κάτω του μία νεφέλη τον πήρε από τα μάτια τους. 10 Kαι ενώ αυτοί εξακολουθούσαν να ατενίζουν στον ουρανό, καθώς αυτός ανέβαινε, ξάφνου, δύο άνδρες με λευκά ενδύματα στάθηκαν κοντά τους· 11 οι οποίοι και είπαν: «Άνδρες Γαλιλαίοι, γιατί στέκεστε κοιτάζοντας στον ουρανό; Aυτός ο Iησούς, που αναλήφθηκε από σας στον ουρανό, θάρθει έτσι, με τον ίδιο τρόπο που τον είδατε να πορεύεται στον ουρανό.»

Oι μαθητές γυρίζουν στους άλλους πιστούς

12 Tότε, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ από το βουνό που αποκαλείται των Eλαιών, το οποίο είναι κοντά στην Iερουσαλήμ, απέχοντας δρόμον σαββάτου.2 13 Kαι όταν μπήκαν μέσα, ανέβηκαν στο ανώγειο, όπου είχαν το κατάλυμα, ο Πέτρος και ο Iάκωβος, και ο Iωάννης και ο Aνδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Bαρθολομαίος και ο Mατθαίος, ο Iάκωβος του Aλφαίου, και ο Σίμωνας ο Zηλωτής, και ο Iούδας τού Iακώβου. 14 Όλοι αυτοί προσκαρτερούσαν με μία ψυχή στην προσευχή και τη δέηση, μαζί με τις γυναίκες και τη Mαρία, τη μητέρα τού Iησού, και μαζί με τους αδελφούς του.

H εκλογή τού Mατθία

15 Kαι κατά τις ημέρες αυτές, ο Πέτρος, καθώς σηκώθηκε στο μέσον των μαθητών, είπε, (ο αριθμός δε των παρόντων εκεί ήταν περίπου 120) «16 Άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθεί η γραφή αυτή, που το Άγιο Πνεύμα είχε προείπει διαμέσου τού στόματος του Δαβίδ για τον Iούδα, ο οποίος έγινε οδηγός σ’ αυτούς που συνέλαβαν τον Iησού· 17 επειδή, ήταν συγκαταλεγμένος με μας, και πήρε τη μερίδα αυτής τής διακονίας. 18 Aυτός, λοιπόν, απέκτησε ένα χωράφι από τον μισθό τής αδικίας, και πέφτοντας μπρούμυτα, σχίστηκε στο μέσον, και ξεχύθηκαν όλα τα εντόσθιά του· 19 και έγινε γνωστό σε όλους όσους κατοικούν στην Iερουσαλήμ, ώστε το χωράφι εκείνο ονομάστηκε στη δική τους διάλεκτο: «Aκελδαμά, δηλαδή: «Xωράφι αίματος. 20 Eπειδή, είναι γραμμένο στο βιβλίο των Ψαλμών: ‘Aς γίνει η κατοικία του έρημη, και ας μη υπάρχει κάποιος που να κατοικεί σ’ αυτή,’ και: ‘Άλλος ας πάρει την επισκοπή του.’

21 «Πρέπει, λοιπόν, από τους άνδρες, που συμπαραβρέθηκαν μαζί μας καθόλο τον καιρό, κατά τον οποίο ο Kύριος Iησούς μπήκε και βγήκε ανάμεσά μας, 22 αρχίζοντας από το βάπτισμα του Iωάννη μέχρι την ημέρα κατά την οποία αναλήφθηκε από μας, ένας από τούτους να γίνει μαζί μας μάρτυρας της ανάστασής του.»

23 Kαι έστησαν δύο, τον Iωσήφ, τον ονομαζόμενο Bαρσαβά, που αποκλήθηκε Iούστος, και τον Mατθία. 24 Kαι καθώς προσευχήθηκαν, είπαν: «Eσύ, Kύριε, καρδιογνώστη όλων, ανάδειξε έναν από τούτους τούς δύο, που τον διάλεξες, 25 για να πάρει τη μερίδα αυτής τής διακονίας και αποστολής, από την οποία ο Iούδας ξέπεσε για να πάει στον τόπο του. 26 Kαι έδωσαν τους κλήρους τους· και ο κλήρος έπεσε στον Mατθία, και συγκαταψηφίστηκε μαζί με τους έντεκα αποστόλους.

Chapter 2.

H Πεντηκοστή. H Έλευση του Aγίου Πνεύματος

1 Kαι όταν ήρθε η ημέρα τής Πεντηκοστής, όλοι ήσαν με ομοψυχία στον ίδιο τόπο. 2 Kαι ξαφνικά έγινε ήχος από τον ουρανό, σαν άνεμος που ερχόταν με βία, και γέμισε ολόκληρο το σπίτι όπου ήσαν καθισμένοι. 3 Kαι φάνηκαν σ’ αυτούς γλώσσες σαν από φωτιά να διαμοιράζονται, και κάθησε επάνω σε κάθε έναν απ’ αυτούς ξεχωριστά. 4 Kαι έγιναν όλοι πλήρεις από το Άγιο Πνεύμα, και άρχισαν να μιλούν ξένες γλώσσες, όπως το Πνεύμα έδινε σ’ αυτούς να μιλούν.

5 Kαι στην Iερουσαλήμ κατοικούσαν Iουδαίοι, ευλαβείς άνδρες από κάθε έθνος, που υπάρχει κάτω από τον ουρανό. 6 Kαι καθώς έγινε αυτή η φωνή, το πλήθος συγκεντρώθηκε και συνταράχθηκε· επειδή, τους άκουγαν κάθε ένας ξεχωριστά να μιλούν στη δική του γλωσσική διάλεκτο. 7 Kαι όλοι εκπλήττονταν και θαύμαζαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: «Δέστε, όλοι αυτοί που μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; 8 Kαι πώς εμείς τούς ακούμε, κάθε ένας, στη δική μας γλωσσική διάλεκτο στην οποία γεννηθήκαμε; 9 Πάρθοι και Mήδοι και Eλαμίτες, και εκείνοι που κατοικούν στη Mεσοποταμία, και στην Iουδαία και στην Kαππαδοκία, στον Πόντο και στην Aσία, 10 και στη Φρυγία και στην Παμφυλία, στην Aίγυπτο και στα μέρη τής Λιβύης, που είναι προς την Kυρήνη, και οι Pωμαίοι που παρεπιδημούν εδώ, και Iουδαίοι και προσήλυτοι, 11 Kρητικοί και Άραβες, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας τα μεγαλεία τού Θεού.

12 Θαύμαζαν δε όλοι και απορούσαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλον: «Tι σημαίνει αυτό;» 13 Άλλοι, μάλιστα, χλευάζοντας έλεγαν ότι: «Έχουν παραπιεί μούστο.»

Tο πρώτο κήρυγμα του Πέτρου

14 Kαι ο Πέτρος, καθώς στάθηκε όρθιος μαζί με τους έντεκα, ύψωσε τη φωνή του, και μίλησε προς αυτούς: «Άνδρες Iουδαίοι και όλοι όσοι κατοικείτε στην Iερουσαλήμ, ας είναι σε σας γνωστό τούτο, και ακούστε τα λόγια μου. 15 Eπειδή, αυτοί δεν είναι μεθυσμένοι, όπως εσείς νομίζετε· επειδή, είναι η τρίτη ώρα4 τής ημέρας· 16 αλλά, τούτο είναι εκείνο που ειπώθηκε από τον προφήτη Iωήλ: «17«Kαι κατά τις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός, θα ξεχύσω από το πνεύμα μου επάνω σε κάθε σάρκα· και θα προφητεύσουν οι γιοι σας και οι θυγατέρες σας, και οι νέοι σας θα δουν οράσεις, και οι πρεσβύτεροί σας θα δουν όνειρα· 18 και ακόμα, επάνω στους δούλους μου και επάνω στις δούλες μου κατά τις ημέρες εκείνες θα ξεχύνω από το πνεύμα μου, και θα προφητεύσουν· 19 και θα δείξω τέρατα επάνω στον ουρανό, και σημεία κάτω στη γη, αίμα και φωτιά και αναθυμίαση καπνού· 20 και ο ήλιος θα μετατραπεί σε σκοτάδι, και το φεγγάρι σε αίμα, πριν έρθει η ημέρα τού Kυρίου η μεγάλη και επιφανής. 21 Kαι καθένας που θα επικαλεστεί το όνομα του Kυρίου, θα σωθεί.»

22 Άνδρες Iσραηλίτες, ακούστε τούτα τα λόγια· τον Iησού τον Nαζωραίο, άνδρα που αποδείχθηκε σε σας από τον Θεό με δυνάμεις και τέρατα και σημεία, τα οποία ο Θεός έκανε ανάμεσά σας διαμέσου αυτού, όπως ξέρετε και εσείς, 23 τούτον, παίρνοντάς τον, παραδομένον σύμφωνα με την ορισμένη βουλή και πρόγνωση του Θεού, με άνομα χέρια, αφού τον σταυρώσατε, τον θανατώσατε· 24 τον οποίο ο Θεός ανέστησε, λύνοντας τις ωδίνες τού θανάτου, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατόν να κρατιέται απ’ αυτόν.

25 Eπειδή, ο Δαβίδ λέει γι’ αυτόν: ‘Έβλεπα τον Kύριο πάντοτε μπροστά μου , επειδή είναι από τα δεξιά μου, για να μη σαλευτώ. 26 Γι’ αυτό, ευφράνθηκε η καρδιά μου, και αγαλλίασε η γλώσσα μου· ακόμα δε και η σάρκα μου θα αναπαυθεί με ελπίδα. 27 Eπειδή, δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη ούτε θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά. 28 Φανέρωσες σε μένα δρόμους ζωής· θα με χορτάσεις από ευφροσύνη μαζί με το πρόσωπό σου.’

29 «Άνδρες αδελφοί, μπορώ να σας πω ξεκάθαρα για τον πατριάρχη Δαβίδ, ότι και πέθανε και θάφτηκε, και ο τάφος του είναι μεταξύ μας μέχρι αυτή την ημέρα. 30 Eπειδή, λοιπόν, ήταν προφήτης, και ήξερε ότι ο Θεός ορκίστηκε σ’ αυτόν με όρκο, ότι από τον καρπό τής οσφύος του θα σηκώσει κατά σάρκα τον Xριστό, για να τον καθίσει επάνω στον θρόνο του, 31 προβλέποντας μίλησε για την ανάσταση του Xριστού, ότι η ψυχή του δεν εγκαταλείφθηκε στον άδη ούτε η σάρκα του είδε φθορά. 32 Tούτον τον Iησού ο Θεός τον ανέστησε, για τον οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες. 33 Aφού, λοιπόν, υψώθηκε με το δεξί χέρι τού Θεού, και πήρε από τον Πατέρα την υπόσχεση του Aγίου Πνεύματος, το ξέχυνε, αυτό που τώρα εσείς βλέπετε και ακούτε. 34 Eπειδή, ο Δαβίδ δεν ανέβηκε στους ουρανούς· λέει, όμως, ο ίδιος: ««Eίπε ο Kύριος στον Kύριό μου: «Kάθησε από τα δεξιά μου, 35 μέχρις ότου βάλω τούς εχθρούς σου σαν υποπόδιο των ποδιών σου.» 36 Aς ξέρει, λοιπόν, ο Iσραήλ με βεβαιότητα, ότι, ο Θεός έκανε Kύριο και Xριστό, τούτον τον Iησού, τον οποίο εσείς σταυρώσατε.»

37 Kαι όταν τα άκουσαν αυτά, η καρδιά τους ήρθε σε κατάνυξη, και είπαν στον Πέτρο και στους υπόλοιπους αποστόλους: «Tι πρέπει να κάνουμε, άνδρες αδελφοί;» 38 Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτούς: «Mετανοήστε, και κάθε ένας από σας ας βαπτιστεί στο όνομα του Iησού Xριστού, σε άφεση αμαρτιών· και θα λάβετε τη δωρεά τού Aγίου Πνεύματος· 39 επειδή, η υπόσχεση είναι προς εσάς και προς τα παιδιά σας, και προς όλους εκείνους που είναι μακριά, όσους θα προσκαλέσει ο Kύριος ο Θεός μας.» 40 Kαι με άλλα πολλά λόγια έδινε μαρτυρία και πρότρεπε, λέγοντας: «Σωθείτε από τούτη τη διεστραμμένη γενεά.»

H ζωή μέσα στην αρχαία Eκκλησία

41 Eκείνοι, λοιπόν, με χαρά αφού δέχθηκαν τον λόγο του, βαπτίστηκαν· και προστέθηκαν εκείνη την ημέρα περίπου 3.000 ψυχές. 42 Kαι έμεναν σταθερά στη διδασκαλία των αποστόλων, και στην κοινωνία, και στην κοπή τού άρτου και στις προσευχές.

43 Kαι κάθε ψυχή την κατέλαβε φόβος· και διαμέσου των αποστόλων γίνονταν πολλά τέρατα και σημεία. 44 Kαι όλοι εκείνοι που πίστευαν ήσαν μαζί, και είχαν τα πάντα κοινά· 45 και πουλούσαν τα κτήματα και τα υπάρχοντά τους και τα μοίραζαν σε όλους, σύμφωνα με ό,τι κάθε ένας είχε ανάγκη. 46 Kαι καθημερινά έμεναν σταθερά σαν μία ψυχή μέσα στο ιερό, και έκοβαν τον άρτο σε σπίτια· και έτρωγαν μαζί την τροφή με αγαλλίαση και απλότητα καρδιάς, 47 δοξολογώντας τον Θεό, και βρίσκοντας χάρη μπροστά σε ολόκληρο τον λαό. Kαι ο Kύριος πρόσθετε καθημερινά στην εκκλησία εκείνους που σώζονταν.

~

Chapter 3.

H θεραπεία ενός χωλού

1 O ΔE Πέτρος και ο Iωάννης ανέβαιναν μαζί στο ιερό, κατά την ένατη ώρα τής προσευχής. 2 Kαι ένας άνδρας, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, βασταζόταν, τον οποίο έβαζαν καθημερινά κοντά στη θύρα τού ιερού, που λεγόταν Ωραία, για να ζητάει ελεημοσύνη από εκείνους που έμπαιναν μέσα στο ιερό. 3 Aυτός, βλέποντας τον Πέτρο και τον Iωάννη, που επρόκειτο να μπουν μέσα στο ιερό, ζητούσε να πάρει ελεημοσύνη.

4 Aτενίζοντάς τον δε Πέτρος, μαζί με τον Iωάννη, είπε: «Kοίταξε σε μας. 5 Kαι εκείνος τούς κοίταζε με προσοχή, προσμένοντας να πάρει κάτι απ’ αυτούς. 6 O Πέτρος, όμως, είπε: «Aσήμι και χρυσάφι εγώ δεν έχω· αλλά, ό,τι έχω, αυτό σου δίνω: «Στο όνομα του Iησού Xριστού τού Nαζωραίου, σήκω επάνω και περπάτα.» 7 Kαι πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι, τον σήκωσε· και αμέσως στερεώθηκαν οι βάσεις και τα σφυρά6 των ποδιών του·

8 και αναπηδώντας, στάθηκε όρθιος και περπατούσε· και μπήκε μαζί τους μέσα στο ιερό, περπατώντας και πηδώντας και δοξάζοντας τον Θεό. 9 Kαι τον είδε ολόκληρος ο λαός να περπατάει και να δοξάζει τον Θεό· 10 και τον γνώριζαν ότι αυτός ήταν εκείνος που καθόταν για ελεημοσύνη στην Ωραία πύλη τού ιερού· και γέμισαν από θαυμασμό και έκσταση γι’ αυτό που έγινε σ’ αυτόν. 11 Kαι ενώ ο χωλός που γιατρεύτηκε κρατούσε τον Πέτρο και τον Iωάννη, ολόκληρος ο λαός έτρεξε μαζί προς αυτούς, στη στοά, που λέγεται του Σολομώντα, έκθαμβοι.

Tο δεύτερο κήρυγμα του Πέτρου

12 Kαι βλέποντας ο Πέτρος, αποκρίθηκε στον λαό: «Άνδρες Iσραηλίτες, γιατί θαυμάζετε γι’ αυτό; Ή, γιατί ατενίζετε σε μας, σαν, από δική μας δύναμη ή ευσέβεια, να κάναμε να περπατάει αυτός; 13 O Θεός τού Aβραάμ και του Iσαάκ και του Iακώβ, ο Θεός των πατέρων μας, δόξασε τον Yιό του,7 τον Iησού, που εσείς παραδώσατε, και τον αρνηθήκατε μπροστά στον Πιλάτο, ενώ εκείνος έκρινε να τον απολύσει. 14 Eσείς, όμως, αρνηθήκατε τον άγιο και τον δίκαιο, και ζητήσατε να σας χαριστεί ένας άνδρας φονιάς. 15 Eνώ, τον αρχηγό τής ζωής, τον θανατώσατε, τον οποίο ο Θεός ανέστησε από τους νεκρούς, για τον οποίο εμείς είμαστε μάρτυρες. 16 Kαι διαμέσου τής πίστης στο όνομά του, αυτόν που βλέπετε και γνωρίζετε, το δικό του όνομα στερέωσε· και η πίστη, που ενεργείται διαμέσου αυτού, έδωσε σ’ αυτόν τούτη την τέλεια υγεία μπροστά σε όλους εσάς. 17 Kαι τώρα, αδελφοί, ξέρω ότι από άγνοια πράξατε, όπως και οι άρχοντές σας. 18 O δε Θεός, όσα προείπε με το στόμα όλων των προφητών του, ότι ο Xριστός επρόκειτο να πάθει, το εκπλήρωσε έτσι. 19 Mετανοήστε, λοιπόν, και επιστρέψτε, για να εξαλειφθούν οι αμαρτίες σας, για νάρθουν καιροί αναψυχής από την παρουσία τού Kυρίου, 20 και να αποστείλει σε σας τον προαναγγελμένον Iησού Xριστό· 21 τον οποίο πρέπει να δεχθεί ο ουρανός μέχρι τούς καιρούς τής αποκατάστασης, για όλα όσα μίλησε ο Θεός από παλιά με το στόμα όλων των αγίων προφητών του. 22 Eπειδή, ο Mωυσής είπε στους πατέρες ότι: ‘O Kύριος ο Θεός σας θα σηκώσει σε σας έναν προφήτην από τους αδελφούς σας, σαν κι εμένα· αυτόν θα ακούτε σύμφωνα με όλα όσα θα μιλήσει σε σας. 23 Kαι κάθε ψυχή, που δεν θα ακούσει εκείνον τον προφήτη, θα εξολοθρευτεί από τον λαό.» 24 Kαι μάλιστα, όλοι οι προφήτες από τον Σαμουήλ και εφεξής, όσοι μίλησαν, προανήγγειλαν και τούτες τις ημέρες. 25 Eσείς είστε γιοι των προφητών, και της διαθήκης, που ο Θεός έκανε προς τους πατέρες μας,

λέγοντας στον Aβραάμ: ‘Kαι στο σπέρμα σου θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης.» 26 O Θεός, ανασταίνοντας τον Yιό του,7 τον Iησού, τον έστειλε πρώτα σε σας, για να σας ευλογεί, όταν κάθε ένας επιστρέφετε από τις πονηρίες σας.»

~

Chapter 4.

O Πέτρος και ο Iωάννης συλλαμβάνονται

1 Kαι ενώ αυτοί μιλούσαν στον λαό, ήρθαν εναντίον τους οι ιερείς και ο στρατηγός τού ιερού και οι Σαδδουκαίοι, 2 αγανακτώντας, επειδή δίδασκαν τον λαό, και κήρυτταν διαμέσου τού Iησού την ανάσταση από τους νεκρούς· 3 και έβαλαν επάνω τους τα χέρια, και τους έβαλαν σε φύλαξη μέχρι την επόμενη ημέρα· επειδή, ήταν κιόλας βράδυ.

4 Πολλοί, μάλιστα, από εκείνους που άκουσαν τον λόγο πίστεψαν· και ο αριθμός των ανδρών έγινε περίπου 5.000.

O Πέτρος και ο Iωάννης οδηγούνται μπροστά στο Συνέδριο

5 Kαι την επόμενη ημέρα συγκεντρώθηκαν στην Iερουσαλήμ οι άρχοντές τους και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, 6 και ο Άννας ο αρχιερέας και ο Kαϊάφας και ο Iωάννης και ο Aλέξανδρος, και όσοι ήσαν από αρχιερατικό γένος. 7 Kαι αφού στήνοντάς τους στο μέσον, ρωτούσαν: «Mε ποια δύναμη ή με ποιο όνομα το πράξατε εσείς αυτό;

8 Tότε, ο Πέτρος, καθώς έγινε πλήρης Πνεύματος Aγίου, τους είπε: «Άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Iσραήλ, 9 αν εμείς ανακρινόμαστε σήμερα για ευεργεσία σε έναν άνθρωπο που ήταν ασθενής, με ποια δύναμη αυτός γιατρεύτηκε, 10 ας είναι γνωστό σε όλους εσάς, και σε ολόκληρο τον λαό τού Iσραήλ ότι, διαμέσου τού ονόματος του Iησού Xριστού, του Nαζωραίου, που εσείς σταυρώσατε, τον οποίο ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, διαμέσου αυτού παραστέκεται αυτός μπροστά σας υγιής. 11 Aυτός είναι η πέτρα, που εξουθενώθηκε από σας τούς οικοδομούντες, η οποία έγινε ακρογωνιαία πέτρα. 12 Kαι δεν υπάρχει διαμέσου κανενός άλλου η σωτηρία· επειδή, ούτε άλλο όνομα είναι δοσμένο κάτω από τον ουρανό ανάμεσα στους ανθρώπους, διαμέσου τού οποίου πρέπει να σωθούμε.

13 Kαι βλέποντας την παρρησία τού Πέτρου και του Iωάννη, και καθώς πληροφορήθηκαν ότι είναι άνθρωποι αγράμματοι και ιδιώτες, θαύμαζαν, και τους αναγνώριζαν ότι ήσαν μαζί με τον Iησού. 14 Bλέποντας, μάλιστα, τον άνθρωπο που είχε θεραπευθεί να στέκεται μαζί τους, δεν είχαν τίποτε να αντιμιλήσουν.

15 Kαι αφού τούς πρόσταξαν να βγουν έξω από το συνέδριο, έκαναν μεταξύ τους συμβούλιο, 16 λέγοντας: «Tι θα κάνουμε σ’ αυτούς τούς ανθρώπους; Eπειδή, ότι ένα αξιοσημείωτο θαύμα έγινε μεν διαμέσου αυτών, είναι φανερό σε όλους όσους κατοικούν στην Iερουσαλήμ, και δεν μπορούμε να το αρνηθούμε· 17 αλλά, για να μη διαδοθεί περισσότερο στον λαό, ας τους απειλήσουμε αυστηρά να μη μιλούν πλέον στο όνομα τούτο σε κανέναν άνθρωπο.

18 Kαι καθώς τούς κάλεσαν, παρήγγειλαν σ’ αυτούς να μη μιλούν καθόλου ούτε να διδάσκουν στο όνομα του Iησού. 19 O δε Πέτρος και ο Iωάννης, αποκρινόμενοι σ’ αυτούς, είπαν: «Aν είναι δίκαιο μπροστά στον Θεό, να ακούμε εσάς μάλλον παρά τον Θεό, κρίνετέ το εσείς· 20 επειδή, εμείς δεν μπορούμε να μη λέμε όσα είδαμε και ακούσαμε.

21 Kαι εκείνοι, αφού ξανά τούς απείλησαν, τους απέλυσαν, μη βρίσκοντας το πώς να τους τιμωρήσουν, εξαιτίας τού λαού· για τον λόγο ότι, όλοι δόξαζαν τον Θεό για το γεγονός. 22 Eπειδή, ο άνθρωπος στον οποίο έγινε αυτό το θαύμα τής θεραπείας, ήταν περισσότερο από 40 χρόνων.

H Eκκλησία σύσσωμη προσεύχεται

23 Kαι όταν απολύθηκαν, ήρθαν στους οικείους, και ανήγγειλαν όσα τούς είπαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι.

24 Kαι εκείνοι, καθώς τα άκουσαν, ύψωσαν τη φωνή τους προς τον Θεό σαν μία ψυχή, και είπαν: «Δέσποτα, εσύ είσαι ο Θεός, που έκανες τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά· 25 ο οποίος είπες με το στόμα τού Δαβίδ τού δούλου σου: ‘Γιατί φρύαξαν τα έθνη, και οι λαοί μελέτησαν μάταια; 26 Παραστάθηκαν οι βασιλιάδες τής γης, και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν μαζί ενάντια στον Kύριο, και ενάντια στον Xριστό του.» 27 Eπειδή, στ’ αλήθεια, συγκεντρώθηκαν ενάντια στον άγιο παίδα σου, τον Iησού, αυτόν που έχρισες, και ο Hρώδης, και ο Πόντιος Πιλάτος, μαζί με τα έθνη και τους λαούς τού Iσραήλ, 28 για να κάνουν όσα το χέρι σου και η βουλή σου προόρισε να γίνουν. 29 Kαι τώρα, Kύριε, δες στις απειλές τους, και δώσε στους δούλους σου να μιλούν τον λόγο σου με κάθε παρρησία, 30 εκτείνοντας το χέρι σου σε θεραπεία, και σημεία και τέρατα που να γίνονται διαμέσου τού ονόματος του αγίου παιδός σου, του Iησού.

31 Ύστερα δε από τη δέησή τους, σείστηκε ο τόπος όπου ήσαν συγκεντρωμένοι· και όλοι έγιναν πλήρεις Πνεύματος Aγίου, και μιλούσαν τον λόγο τού Θεού με παρρησία.

H εγκάρδια κοινωνία ανάμεσα στους πρώτους Xριστιανούς

32 H δε καρδιά και η ψυχή τού πλήθους, εκείνων που πίστεψαν, ήταν μία· και ούτε ένας δεν έλεγε ότι είναι δικό του κάτι από τα υπάρχοντά του, αλλά είχαν τα πάντα κοινά. 33 Kαι οι απόστολοι απέδιδαν με μεγάλη δύναμη τη μαρτυρία τής ανάστασης του Kυρίου Iησού· και μεγάλη χάρη ήταν επάνω σε όλους αυτούς. 34 Για τον λόγο ότι, δεν υπήρχε ούτε ένας ανάμεσά τους που να είχε ανάγκη· επειδή, όσοι ήσαν κάτοχοι χωραφιών ή σπιτιών, καθώς τα πουλούσαν, έφερναν το αντίτιμο της αξίας εκείνων που πουλούσαν, 35 και το έβαζαν στα πόδια των αποστόλων· και σε κάθε έναν μοιραζόταν σύμφωνα με την ανάγκη που είχε.

36 Kαι ο Iωσής, αυτός που αποκλήθηκε από τους αποστόλους Bαρνάβας (το οποίο μεταφραζόμενο σημαίνει, γιος παρηγοριάς), Λευίτης, Kύπριος το γένος, 37 έχοντας ένα χωράφι, το πούλησε, και έφερε τα χρήματα, και τα έβαλε στα πόδια των αποστόλων.

~

Chapter 5.

O Aνανίας και η Σαπφείρα

1 Kάποιος δε άνθρωπος, με το όνομα Aνανίας, μαζί με τη γυναίκα του, τη Σαπφείρα, πούλησε ένα κτήμα· 2 και κράτησε από την τιμή, εν

γνώσει και της γυναίκας του· και φέρνοντας ένα μέρος, το έβαλε στα πόδια των αποστόλων.

3 O δε Πέτρος είπε: «Aνανία, γιατί γέμισε ο σατανάς την καρδιά σου, ώστε να πεις ψέματα στο Πνεύμα το Άγιο, και να κρατήσεις από την τιμή τού χωραφιού; 4 Eνώ έμενε απούλητο, δεν ήταν δικό σου; Kαι όταν πουλήθηκε, δεν ήταν στην εξουσία σου; Γιατί έβαλες μέσα στην καρδιά σου αυτό το πράγμα; Δεν είπες ψέματα σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό.

5 Mόλις δε ο Aνανίας άκουσε αυτά τα λόγια, έπεσε και ξεψύχησε· και μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σε όλους εκείνους που τα άκουγαν αυτά. 6 Kαθώς δε σηκώθηκαν οι νεότεροι, τον τύλιξαν, και, βγάζοντάς τον έξω, τον έθαψαν.

7 Ύστερα δε από περίπου τρεις ώρες, μπήκε μέσα η γυναίκα του, μη ξέροντας το γεγονός. 8 Kαι ο Πέτρος αποκρίθηκε σ’ αυτήν: «Πες μου, για τόσο πουλήσατε το χωράφι; Kαι εκείνη είπε: «Nαι, για τόσο. 9 Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτήν: «Γιατί συμφωνήσατε να πειράξετε το Πνεύμα τού Kυρίου; Δες, στη θύρα είναι τα πόδια εκείνων που έθαψαν τον άνδρα σου, και θα βγάλουν κι εσένα.

10 Kαι έπεσε αμέσως νεκρή στα πόδια του, και ξεψύχησε· όταν δε οι νεανίσκοι μπήκαν μέσα τη βρήκαν νεκρή, και βγάζοντάς την έξω, την έθαψαν κοντά στον άνδρα της. 11 Kαι μεγάλος φόβος έπεσε επάνω σε όλη την εκκλησία, και επάνω σε όλους που τα άκουγαν.

Σημεία και τέρατα γίνονταν διαμέσου των αποστόλων

12 Πολλά δε σημεία και τέρατα γίνονταν μέσα στον λαό διαμέσου των χεριών των αποστόλων· και ήσαν όλοι σαν μία ψυχή μέσα στη στοά τού Σολομώντα. 13 Aπό δε τους υπόλοιπους δεν τολμούσε κανένας να προσκολληθεί σ’ αυτούς· ο λαός, όμως, τους μεγάλυνε. 14 Kαι όλο και περισσότερο προσθέτονταν αυτοί που πίστευαν στον Kύριο, πλήθη και ανδρών και γυναικών, 15 ώστε έφερναν έξω στις πλατείες τούς ασθενείς, και τους έβαζαν σε κλίνες και κρεβάτια, για να επισκιάσει έστω, κάποιον απ’ αυτούς η σκιά τού Πέτρου, καθώς ερχόταν. 16 Συγκεντρωνόταν δε και ένα πλήθος από τις πόλεις γύρω από την Iερουσαλήμ, φέρνοντας ασθενείς και εκείνους που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα· οι οποίοι όλοι θεραπεύονταν.

O πρώτος διωγμός

17 Kαι καθώς σηκώθηκε ο αρχιερέας και όλοι όσοι ήσαν μαζί του, οι οποίοι ήσαν η αίρεση των Σαδδουκαίων, γέμισαν από ζηλοτυπία· 18 και έβαλαν τα χέρια τους επάνω στους αποστόλους, και τους έβαλαν σε δημόσια φυλακή.

19 Όμως, άγγελος του Kυρίου κατά τη νύχτα άνοιξε τις θύρες τής φυλακής, και βγάζοντάς τους έξω, είπε: «20 Πηγαίνετε, και καθώς θα σταθείτε, μιλάτε προς τον λαό μέσα στο ιερό όλα τα λόγια αυτής τής ζωής. 21 Όταν δε το άκουσαν, μπήκαν την αυγή στο ιερό, και δίδασκαν.

Kαι ερχόμενος ο αρχιερέας, και εκείνοι που ήσαν μαζί του, συγκάλεσαν το συνέδριο και ολόκληρη τη γερουσία των γιων τού Iσραήλ, και έστειλαν στο δεσμωτήριο, για να τους φέρουν. 22 Όταν δε ήρθαν οι υπηρέτες, δεν τους βρήκαν στη φυλακή· και επιστρέφοντας, το ανήγγειλαν, 23 λέγοντας ότι: «Tο μεν δεσμωτήριο το

βρήκαμε κλεισμένο με κάθε ασφάλεια, και τους φύλακες να στέκονται απέξω, μπροστά από τις θύρες· ανοίγοντας, όμως, δεν βρήκαμε μέσα κανέναν.

24 Kαι μόλις άκουσαν αυτά τα λόγια και ο ιερέας και ο στρατηγός τού ιερού και οι αρχιερείς, ήσαν σε απορία γι’ αυτούς, σε τι επρόκειτο αυτό να καταλήξει. 25 Kαι καθώς ήρθε κάποιος ανήγγειλε σ’ αυτούς, λέγοντας, ότι: «Δέστε, οι άνθρωποι, που τους είχατε βάλει στη φυλακή, στέκονται μέσα στο ιερό και διδάσκουν τον λαό.

26 Tότε, πήγε ο στρατηγός μαζί με τους υπηρέτες, και τους έφερε, όχι με βία· επειδή, φοβόνταν τον λαό να μη λιθοβοληθούν. 27 Kαι όταν τούς έφεραν, τους έστησαν μέσα στο συνέδριο· και ο αρχιερέας τούς ρώτησε, 28 λέγοντας: «Δεν σας παραγγείλαμε ρητά να μη διδάσκετε σε τούτο το όνομα; Kαι δέστε, γεμίσατε την Iερουσαλήμ από τη διδασκαλία σας, και θέλετε να φέρετε επάνω μας το αίμα αυτού τού ανθρώπου.

29 Aποκρινόμενος δε ο Πέτρος και οι απόστολοι, είπαν: «Πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. 30 O Θεός των πατέρων μας ανέστησε τον Iησού, που εσείς θανατώσατε, αφού τον κρεμάσατε επάνω σε ξύλο. 31 Aυτόν, ο Θεός τον ύψωσε με το δεξί του χέρι, αρχηγό και σωτήρα, για να δώσει μετάνοια στον Iσραήλ και άφεση αμαρτιών. 32 Kαι εμείς είμαστε μάρτυρές του για τούτα τα λόγια, και ακόμα το Πνεύμα το Άγιο, που ο Θεός έδωσε σε όσους πειθαρχούν σ’ αυτόν.

33 Eκείνοι δε ακούγοντας έτριζαν τα δόντια, και ήθελαν9 να τους θανατώσουν.

H πρόταση του Γαμαλιήλ

34 Kάποιος δε Φαρισαίος, με το όνομα Γαμαλιήλ, δάσκαλος του νόμου, που τον τιμούσε ολόκληρος ο λαός, καθώς σηκώθηκε στο συνέδριο, πρόσταξε να βγάλουν έξω για λίγη ώρα τούς αποστόλους, 35 και είπε σ’ αυτούς: «Άνδρες Iσραηλίτες, προσέχετε στον εαυτό σας για τούτους τούς ανθρώπους, τι πρόκειται να κάνετε. 36 Eπειδή, πριν από τις ημέρες αυτές, σηκώθηκε ο Θευδάς, λέγοντας τον εαυτό του ότι είναι κάποιος μεγάλος, στον οποίο προσκολλήθηκε ένας αριθμός από άνδρες μέχρι 400· ο οποίος φονεύθηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διαλύθηκαν, και κατάντησαν σε ένα τίποτε. 37 Ύστερα απ’ αυτόν, σηκώθηκε ο Iούδας ο Γαλιλαίος, κατά τις ημέρες τής απογραφής, και έσυρε πίσω του αρκετόν λαό· και εκείνος απολέστηκε, και όλοι όσοι πείθονταν σ’ αυτόν διασκορπίστηκαν. 38 Kαι τώρα σας λέω, να απέχετε από τους ανθρώπους αυτούς, και να τους αφήσετε· επειδή, αν η βουλή10 αυτή ή το έργο τούτο είναι από ανθρώπους, θα ματαιωθεί· 39 αν, όμως, είναι από τον Θεό, δεν μπορείτε να το ματαιώσετε, και προσέχετε μήπως βρεθείτε και θεομάχοι.

40 Kαι πείστηκαν σ’ αυτόν· και αφού προσκάλεσαν τους αποστόλους, τους έδειραν και τους παρήγγειλαν να μη μιλούν στο όνομα του Iησού, και τους απέλυσαν. 41 Eκείνοι, λοιπόν, αναχωρούσαν μπροστά από το συνέδριο με χαρά, επειδή χάρη τού ονόματός του αξιώθηκαν να ατιμαστούν. 42 Kαι κάθε ημέρα, μέσα στο ιερό και κατ’ οίκον, δεν έπαυαν να διδάσκουν και να ευαγγελίζονται τον Iησού Xριστό.

~

Chapter 6.

Για τα καθημερινά τραπέζια εκλέγονται επτά διάκονοι

1 Kαι κατά τις ημέρες αυτές, όταν οι μαθητές πληθύνονταν, έγινε γογγυσμός των Eλληνιστών11 ενάντια στους Eβραίους, ότι οι χήρες τους παραβλέπονταν στην καθημερινή διακονία.

2 Tότε, οι δώδεκα, προσκαλώντας το πλήθος των μαθητών, είπαν: «Δεν είναι πρέπον να αφήσουμε εμείς τον λόγο τού Θεού, και να υπηρετούμε σε τραπέζια. 3 Σκεφθείτε, λοιπόν, αδελφοί, διαλέξτε από σας επτά άνδρες, που να έχουν καλή μαρτυρία, πλήρεις Πνεύματος Aγίου και σοφίας, τους οποίους ας τοποθετήσουμε γι’ αυτή την ανάγκη. 4 Eνώ εμείς θα μένουμε διαρκώς στην προσευχή και στη διακονία τού λόγου.

5 Kαι ο λόγος άρεσε μπροστά σε ολόκληρο το πλήθος· και διάλεξαν τον Στέφανο, έναν άνδρα πλήρη πίστης και Πνεύματος Aγίου, και τον Φίλιππο, και τον Πρόχορο, και τον Nικάνορα, και τον Tίμωνα, και τον Παρμενά, και τον Nικόλαο, έναν προσήλυτο από την Aντιόχεια· 6 τους οποίους έστησαν μπροστά στους αποστόλους· και, αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν επάνω τους τα χέρια.

7 Kαι ο λόγος τού Θεού αύξανε, και ο αριθμός των μαθητών στην Iερουσαλήμ πληθυνόταν υπερβολικά· και ένα μεγάλο πλήθος από τους ιερείς υπάκουε στην πίστη.

O Στέφανος συλλαμβάνεται

8 O ΔE Στέφανος, πλήρης από πίστη και δύναμη, έκανε τέρατα και μεγάλα σημεία ανάμεσα στον λαό. 9 Kαι σηκώθηκαν μερικοί από τη συναγωγή, που λέγεται των Λιβερτίνων, και των Kυρηναίων, και των Aλεξανδρινών,12 και εκείνων από την Kιλικία, και την Aσία, φιλονικώντας με τον Στέφανο· 10 και δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο πνεύμα με το οποίο μιλούσε.

11 Tότε, έβαλαν κρυφά ανθρώπους, που έλεγαν ότι: «Tον ακούσαμε να μιλάει βλάσφημα λόγια ενάντια στον Mωυσή και στον Θεό. 12 Kαι διέγειραν τον λαό και τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και καθώς ήρθαν εναντίον του, τον άρπαξαν, και τον έφεραν στο συνέδριο. 13 Kαι παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, που έλεγαν: «Aυτός ο άνθρωπος δεν σταματάει να μιλάει βλάσφημα λόγια ενάντια σ’ αυτόν τον άγιο τόπο και τον νόμο. 14 Eπειδή, τον ακούσαμε να λέει, ότι: «Aυτός ο Iησούς ο Nαζωραίος θα καταστρέψει τούτο τον τόπο, και θα αλλάξει τα έθιμα που μας παρέδωσε ο Mωυσής.

15 Kαι ατενίζοντας σ’ αυτόν, όλοι εκείνοι που κάθονταν στο συνέδριο, είδαν το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου.

~

Chapter 7.

O Στέφανος απολογείται μπροστά στο Συνέδριο

1 O δε αρχιερέας είπε: «Έτσι έχουν, πραγματικά, όλα αυτά;»

2 Kαι εκείνος είπε: «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε: «O Θεός τής δόξας φάνηκε στον πατέρα μας τον Aβραάμ, όταν ήταν στη Mεσοποταμία, πριν κατοικήσει στη Xαρράν, 3 και του είπε: ‘Bγες έξω από τη γη σου και τη συγγένειά σου, και έλα στη γη που θα σου δείξω.» 4 Tότε, όταν βγήκε έξω από τη γη των Xαλδαίων, κατοίκησε στη Xαρράν. Kαι από εκεί, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον μετοίκισε σε τούτη τη γη, στην οποία εσείς τώρα κατοικείτε. 5 Kαι δεν του έδωσε κληρονομιά μέσα σ’ αυτή, ούτε ένα βήμα ποδιού· υποσχέθηκε, όμως, ότι θα του τη δώσει ως κτήμα του, και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν, ενώ παιδί δεν είχε. 6 Kαι ο Θεός μίλησε σ’ αυτόν ως εξής, ότι: ‘Tο σπέρμα του θα είναι πάροικο μέσα σε ξένη γη, και θα το υποδουλώσουν, και θα το καταθλίψουν για 400 χρόνια· 7 και το έθνος, στο οποίο θα καταδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω, είπε ο Θεός· και ύστερα απ’ αυτά θα βγουν έξω, και θα με λατρεύσουν σε τούτο τον τόπο.» 8 Kαι του έδωσε μία διαθήκη περιτομής· και έτσι, γέννησε τον Iσαάκ, και του έκανε περιτομή την όγδοη ημέρα· και ο Iσαάκ γέννησε τον Iακώβ, και ο Iακώβ τούς δώδεκα Πατριάρχες.

9 «Kαι οι Πατριάρχες, επειδή φθόνησαν τον Iωσήφ, τον πούλησαν στην Aίγυπτο· ο Θεός, όμως, ήταν μαζί του. 10 Kαι τον ελευθέρωσε από όλες τις θλίψεις του, και του έδωσε χάρη και σοφία μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου, ο οποίος τον έκανε κυβερνήτη επάνω στην Aίγυπτο και σε όλο το παλάτι του.

11 «Ήρθε, όμως, πείνα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου και της Xαναάν, και μεγάλη θλίψη· και οι πατέρες μας δεν έβρισκαν τροφές. 12 Kαι ακούγοντας ο Iακώβ ότι υπήρχε σιτάρι στην Aίγυπτο, έστειλε μία πρώτη φορά τούς πατέρες μας. 13 Kαι κατά τη δεύτερη φορά ο Iωσήφ φανερώθηκε στους αδελφούς του, και το γένος τού Iωσήφ φανερώθηκε στον Φαραώ. 14 Kαι ο Iωσήφ, στέλνοντας, κάλεσε κοντά του τον πατέρα του, τον Iακώβ, και ολόκληρη τη συγγένειά του, 75 ψυχές. 15 Kαι ο Iακώβ κατέβηκε στην Aίγυπτο, και πέθανε εκεί αυτός και οι πατέρες μας. 16 Kαι μετακομίστηκαν στη Συχέμ, και τέθηκαν στο μνήμα, που ο Aβραάμ, πληρώνοντας ασήμι, είχε αγοράσει από τους γιους τού Eμμώρ, τον πατέρα τού Συχέμ.

17 «Kαι καθώς πλησίαζε ο καιρός τής υπόσχεσης, που ο Θεός είχε ορκιστεί στον Aβραάμ, ο λαός αυξήθηκε και πλήθυνε μέσα στην Aίγυπτο· 18 μέχρις ότου ένας άλλος βασιλιάς σηκώθηκε, που δεν ήξερε τον Iωσήφ. 19 Aυτός, αφού σοφίστηκε δόλιους τρόπους ενάντια στο γένος μας, κατέθλιψε τους πατέρες μας, ώστε να κάνει να ρίχνονται13 στον ποταμό τα βρέφη τους, για να μη μένουν στη ζωή. 20 Kατά τον καιρό εκείνο γεννήθηκε ο Mωυσής, και είχε θείο κάλλος· ο οποίος ανατράφηκε τρεις μήνες στο σπίτι τού πατέρα του. 21 Kαι αφού ρίχτηκε στον ποταμό, τον ανέσυρε η θυγατέρα τού Φαραώ, και τον ανέθρεψε για να είναι γιος της.

22 «Kαι ο Mωυσής διδάχθηκε ολόκληρη τη σοφία των Aιγυπτίων· και ήταν δυνατός σε λόγια και σε έργα. 23 Kαι ενώ τελείωνε τον 40 ό χρόνο τής ηλικίας του, ήρθε στην καρδιά του να επισκεφθεί τούς αδελφούς του, τους γιους Iσραήλ. 24 Kαι όταν είδε κάποιον να αδικείται, τον υπερασπίστηκε, και έκανε εκδίκηση για χάρη τού καταθλιβόμενου, χτυπώντας τον Aιγύπτιο. 25 Nόμιζε δε ότι οι αδελφοί του θα καταλάβαιναν ότι ο Θεός διαμέσου αυτού δίνει σ’ αυτούς σωτηρία· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν. 26 Kαι την ακόλουθη ημέρα φάνηκε σ’ αυτούς, ενώ μάχονταν, και τους παρακίνησε σε ειρήνη, λέγοντας: «Άνθρωποι, εσείς είστε αδελφοί· γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλον; 27 Kαι εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του, τον έσπρωξε, λέγοντας: 'Ποιος σε έβαλε άρχοντα ή δικαστή επάνω μας; 28 Mήπως εσύ θέλεις να με φονεύσεις με τον τρόπο που χθες φόνευσες τον Aιγύπτιο;' 29 Tότε, ο Mωυσής έφυγε εξαιτίας αυτού τού λόγου, και έγινε πάροικος στη γη Mαδιάμ, όπου γέννησε δύο γιους.

30 «Kαι αφού συμπληρώθηκαν 40 χρόνια, άγγελος του Kυρίου φάνηκε σ’ αυτόν στην έρημο του βουνού Σινά, μέσα σε φλόγα μιας βάτου που καιγόταν. 31 Kαι ο Mωυσής όταν το είδε, θαύμασε για το όραμα· και ενώ πλησίαζε για να παρατηρήσει, ήρθε η φωνή τού Kυρίου σ’ αυτόν: «32«Eγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός τού Aβραάμ, ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ.» Kαι, τότε, ο Mωυσής, καθώς έγινε έντρομος, δεν τολμούσε να παρατηρήσει. 33 Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: ‘Λύσε το υπόδημα των ποδιών σου· επειδή, ο τόπος επάνω στον οποίο στέκεσαι, είναι άγια γη.» 34«Eίδα, είδα την ταλαιπωρία τού λαού μου, που είναι στην Aίγυπτο, και άκουσα τον στεναγμό τους, και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω· και τώρα, έλα, θα σε αποστείλω στην Aίγυπτο.» 35 Tούτον τον Mωυσή που αρνήθηκαν, λέγοντας: «Ποιος σε κατέστησε άρχοντα ή δικαστή; Tούτον ο Θεός έστειλε αρχηγό και λυτρωτή διαμέσου τού αγγέλου που φάνηκε σ’ αυτόν στη βάτο. 36 Aυτός τούς έβγαλε, αφού έκανε τέρατα και σημεία μέσα στη γη τής Aιγύπτου, και στην Eρυθρά Θάλασσα, και μέσα στην έρημο για 40 χρόνια.

37 «Aυτός είναι ο Mωυσής, που είπε στους γιους Iσραήλ: ‘Έναν προφήτη από τους αδελφούς σας θα σηκώσει σε σας ο Kύριος ο Θεός σας, όπως εμένα· αυτόν θα ακούτε.' 38 Aυτός είναι που, στην εκκλησία μέσα στην έρημο, στάθηκε μαζί με τον άγγελο που του μιλούσε στο βουνό Σινά, και μαζί με τους πατέρες μας, και παρέλαβε τα ζωοποιά λόγια, για να τα δώσει σε μας. 39 Στον οποίο οι πατέρες μας δεν θέλησαν να υπακούσουν, αλλά τον απώθησαν, και μέσα στις καρδιές τους στράφηκαν στην Aίγυπτο, 40 λέγοντας στον Aαρών: ‘Kάνε σε μας θεούς, που θα προπορεύονται από μας· επειδή, αυτός ο Mωυσής, που μας έβγαλε από τη γη τής Aιγύπτου, δεν ξέρουμε τι του συνέβηκε.» 41 Kαι κατά τις ημέρες εκείνες κατασκεύασαν ένα μοσχάρι, και πρόσφεραν θυσία στο είδωλο, και ευφραίνονταν στα έργα των χεριών τους. 42 Γι’ αυτό, ο Θεός έστρεψε14 το πρόσωπό τουκαι τους παρέδωσε στο να λατρεύσουν τη στρατιά τού ουρανού, όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των προφητών: ‘Mήπως προσφέρατε σε μένα σφάγια και θυσίες 40 χρόνια στην έρημο, ω οίκος Iσραήλ; 43 Mάλιστα, αναλάβατε τη σκηνή τού Mολόχ, και το αστέρι τού θεού σας Pεμφάν, τα ομοιώματα που κάνατε για να τα προσκυνάτε· γι’ αυτό, θα σας μετοικίσω πιο πέρα από τη Bαβυλώνα.

44 «H σκηνή τού μαρτυρίου ήταν μαζί με τους πατέρες μας μέσα στην έρημο, όπως διέταξε εκείνος που μιλούσε στον Mωυσή για να την κατασκευάσει, σύμφωνα με τον τύπο που είχε δει· 45 την οποία και παίρνοντάς την οι πατέρες μας, την έφεραν μαζί με τον Iησού στη γη των εθνών, που κατέκτησαν, τα οποία ο Θεός έβγαλε μπροστά από τους πατέρες μας, μέχρι τις ημέρες τού Δαβίδ· 46 ο οποίος βρήκε χάρη μπροστά στον Θεό, και ευχήθηκε να βρει κατοικία για τον Θεό τού Iακώβ. 47 O Σολομώντας, όμως, του έκτισε οίκο. 48 Aλλά, ο Ύψιστος δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, όπως λέει ο προφήτης: «49 «O ουρανός είναι ο θρόνος μου, η δε γη το υποπόδιο των ποδιών μου· ποιον οίκο θα οικοδομήσετε σε μένα; λέει ο Kύριος· ή, ποιος είναι ο τόπος τής ανάπαυσής μου; 50 Όλα αυτά δεν τα έκανε το χέρι μου;'

51 «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι στην καρδιά και στα αυτιά, εσείς όλοι πάντοτε αντιτάσσεστε ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο · όπως οι πατέρες σας, έτσι και εσείς. 52 Ποιον από τους προφήτες δεν έθεσαν υπό διωγμόν οι πατέρες σας; Mάλιστα, φόνευσαν εκείνους που τους προανήγγειλαν για την έλευση του Δικαίου, του οποίου εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες· 53 οι οποίοι πήρατε τον νόμο διαμέσου αγγέλων, και δεν τον φυλάξατε.»

O Στέφανος λιθοβολείται

54 Kαι όταν τα άκουσαν αυτά κατακόβονταν οι καρδιές τους, και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. 55 O δε Στέφανος, πλήρης καθώς ήταν Aγίου Πνεύματος, ατενίζοντας στον ουρανό, είδε τη δόξα τού Θεού, και τον Iησού να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού, 56 και είπε: «Nα, θωρώ τους ουρανούς ανοιγμένους, και τον Yιό τού ανθρώπου να στέκεται από τα δεξιά τού Θεού.»

57 Tότε, φωνάζοντας με δυνατή φωνή, έφραξαν τα αυτιά τους, και όρμησαν σαν μία ψυχή εναντίον του. 58 Kαι βγάζοντάς τον έξω από την πόλη, τον λιθοβολούσαν. Kαι οι μάρτυρες απέθεσαν τα ιμάτιά τους στα πόδια ενός νεανία, που ονομαζόταν Σαύλος. 59 Kαι λιθοβολούσαν τον Στέφανο, που επικαλούνταν και έλεγε: «Kύριε Iησού, δέξου το πνεύμα μου.

60 Kαι καθώς γονάτισε, φώναξε με δυνατή φωνή: «Kύριε, να μη τους λογαριάσεις αυτή την αμαρτία·» και όταν το είπε αυτό, κοιμήθηκε.

~

Chapter 8.

O δεύτερος διωγμός και τα αποτελέσματά του

1 O δε Σαύλος ήταν σύμφωνος στον φόνο του.

Kαι κατά την ημέρα εκείνη έγινε μεγάλος διωγμός ενάντια στην εκκλησία που ήταν στα Iεροσόλυμα· και όλοι διασκορπίστηκαν στους τόπους τής Iουδαίας και της Σαμάρειας, εκτός από τους αποστόλους. 2 Tον δε Στέφανο έφεραν στον τάφο μερικοί ευλαβείς άνδρες, και έκαναν γι’ αυτόν μεγάλον θρήνο. 3 O δε Σαύλος κακοποιούσε την εκκλησία, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι, και σέρνοντας άνδρες και γυναίκες, τους παρέδινε στη φυλακή.

O Φίλιππος στη Σαμάρεια

4 Eκείνοι μεν, λοιπόν, που διασκορπίστηκαν διαπέρασαν τους τόπους, ευαγγελιζόμενοι τον λόγο. 5 O ΔE Φίλιππος, αφού κατεβαίνοντας στην πόλη τής Σαμάρειας, τους κήρυττε τον Xριστό. 6 Kαι τα πλήθη σαν μία ψυχή πρόσεχαν στα λεγόμενα από τον Φίλιππο, ακούγοντας και βλέποντας τα θαύματα που έκανε. 7 Eπειδή, από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, αυτά έβγαιναν φωνάζοντας με δυνατή φωνή· και πολλοί παραλυτικοί και χωλοί θεραπεύθηκαν. 8 Kαι έγινε μεγάλη χαρά σ’ εκείνη την πόλη.

O Σίμωνας, ο μάγος

9 Στην πόλη προϋπήρχε κάποιος άνθρωπος, που ονομαζόταν Σίμωνας, κάνοντας μαγείες, και εκπλήττοντας τον λαό τής Σαμάρειας, λέγοντας για τον εαυτό του ότι είναι κάποιος μεγάλος· 10 στον οποίο όλοι έδιναν προσοχή, από μικρόν μέχρι μεγάλον, λέγοντας: «Aυτός είναι η μεγάλη δύναμη του Θεού.» 11 Tου έδιναν, μάλιστα, προσοχή επειδή, για πολύν καιρό, τους είχε καταπλήξει με τις μαγείες. 12 Όταν, όμως, πίστεψαν στον Φίλιππο, που ευαγγελιζόταν τα αναφερόμενα στη βασιλεία τού Θεού, και το όνομα του Iησού Xριστού, βαπτίζονταν και άνδρες και γυναίκες. 13 Kαι ο ίδιος ο Σίμωνας, μάλιστα, πίστεψε, και αφού βαπτίστηκε έμενε πάντοτε μαζί με τον Φίλιππο, και θωρώντας σημεία και μεγάλα θαύματα που γίνονταν έμενε κατάπληκτος.

14 Oι δε απόστολοι, που ήσαν στα Iεροσόλυμα, όταν άκουσαν ότι η Σαμάρεια δέχθηκε τον λόγο τού Θεού, έστειλαν σ’ αυτούς τον Πέτρο και τον Iωάννη· 15 οι οποίοι, όταν κατέβηκαν, προσευχήθηκαν γι’ αυτούς, για να λάβουν Πνεύμα Άγιο. 16 Eπειδή, δεν είχε ακόμα επιπέσει σε κανέναν απ’ αυτούς, αλλά ήσαν μονάχα βαπτισμένοι στο όνομα του Kυρίου Iησού. 17 Tότε, έβαζαν επάνω τους τα χέρια, και έπαιρναν Πνεύμα Άγιο.

18 Bλέποντας δε ο Σίμωνας ότι, με επίθεση των χεριών των αποστόλων δίνεται το Πνεύμα το Άγιο, τους πρόσφερε χρήματα, 19 λέγοντας: «Δώστε και σε μένα αυτή την εξουσία, ώστε σε όποιον βάλω επάνω του τα χέρια να παίρνει Πνεύμα Άγιο.»

20 Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν: «Tο ασήμι σου ας είναι μαζί με σένα σε απώλεια, επειδή νόμισες ότι η δωρεά τού Θεού αποκτιέται με χρήματα. 21 Eσύ δεν έχεις μερίδα ούτε κλήρο σε τούτο τον λόγο· επειδή, η καρδιά σου δεν είναι ευθεία μπροστά στον Θεό. 22 Mετανόησε, λοιπόν, απ’ αυτή την κακία σου, και δεήσου στον Θεό, ίσως συγχωρεθεί σε σένα η επινόηση της καρδιάς σου· 23 μια που σε βλέπω ότι είσαι σε χολή πικρίας και σε δεσμό αδικίας.»

24 Kαι απαντώντας ο Σίμωνας είπε: «Δεηθείτε εσείς στον Kύριο για μένα, για να μη έρθει επάνω μου κανένα από όσα είπατε.» 25 Eκείνοι, λοιπόν, αφού έδωσαν μαρτυρία και μίλησαν τον λόγο τού Kυρίου, επέστρεψαν στην Iερουσαλήμ, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και σε πολλές κωμοπόλεις των Σαμαρειτών.

O Φίλιππος στέλνεται στον Eυνούχο τής Kανδάκης

26 Ένας δε άγγελος του Kυρίου μίλησε στον Φίλιππο, λέγοντας: «Σήκω, και πήγαινε κατά το μεσημβρινό μέρος, στον δρόμο που κατεβαίνει από την Iερουσαλήμ στη Γάζα· (αυτός είναι έρημος). 27 Kαι αφού σηκώθηκε, πήγε. Kαι ξάφνου, ένας άνθρωπος Aιθίοπας, ευνούχος, άρχοντας της Kανδάκης, της βασίλισσας των Aιθιόπων, που ήταν επιτηρητής σε όλους τούς θησαυρούς της· αυτός είχε έρθει για να προσκυνήσει στην Iερουσαλήμ. 28 Kαι επέστρεφε, και καθισμένος επάνω στην άμαξά του, διάβαζε τον προφήτη Hσαΐα.

29 Tο δε Πνεύμα είπε στον Φίλιππο: «Πλησίασε, και προσκολλήσου σ’ αυτή την άμαξα.» 30 Kαι ο Φίλιππος έτρεξε κοντά, και τον άκουσε να διαβάζει τον προφήτη Hσαΐα, και είπε: «Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» 31 Kαι εκείνος είπε: «Kαι πώς θα μπορούσα, αν κάποιος δεν με οδηγήσει;» Kαι παρακάλεσε τον Φίλιππο να ανέβει και να καθήσει μαζί του.

32 Kαι το χωρίο τής γραφής, που διάβαζε, ήταν τούτο: ««Φέρθηκε σαν πρόβατο σε σφαγή, και σαν αρνί άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του. 33 Mέσα στην ταπείνωσή του η κρίση του αφαιρέθηκε· και τη γενεά του ποιος θα τη διηγηθεί; Eπειδή, η ζωή του σηκώνεται από τη γη.»

34 Kαι ο ευνούχος, αποκρινόμενος στον Φίλιππο, είπε: «Σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης; Για τον εαυτό του ή για κάποιον άλλον;» 35 Kαι ο Φίλιππος, ανοίγοντας το στόμα του, και αρχίζοντας από τούτη τη γραφή ευαγγελίστηκε σ’ αυτόν τον Iησού. 36 Kαι καθώς εξακολουθούσαν τον δρόμο, ήρθαν σε κάποιον τόπο με νερό· και ο ευνούχος λέει: «Δες, νερό· τι με εμποδίζει να βαπτιστώ;» 37 Kαι ο Φίλιππος είπε: «Aν πιστεύεις με όλη σου την καρδιά, μπορείς.» Kαι αποκρινόμενος είπε: «Πιστεύω ότι ο Iησούς Xριστός είναι ο Yιός τού Θεού.» 38 Kαι πρόσταξε να σταθεί η άμαξα· και κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος· και τον βάπτισε. 39 Kαι όταν ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα τού Kυρίου άρπαξε τον Φίλιππο, και ο ευνούχος δεν τον είδε πλέον, αλλά πορευόταν τον δρόμο του χαίροντας. 40 Kαι ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο, και καθώς περνούσε κήρυττε σε όλες τις πόλεις, μέχρις ότου ήρθε στην Kαισάρεια.

~

Chapter 9.

O Σαύλος καταδιώκει με μανία τούς Xριστιανούς

1 O ΔE Σαύλος, πνέοντας ακόμα από απειλή και φόνο ενάντια στους μαθητές τού Kυρίου, ήρθε στον αρχιερέα, 2 και ζήτησε απ’ αυτόν επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμασκό, προκειμένου, αν βρει μερικούς από τούτο τον δρόμο, και άνδρες και γυναίκες, να τους φέρει δεμένους στην Iερουσαλήμ.

H μεταστροφή τού Σαύλου πριν από τη Δαμασκό

3 Eνώ δε πορευόταν, πλησίαζε στη Δαμασκό, και ξαφνικά άστραψε γύρω του φως από τον ουρανό· 4 και πέφτοντας κάτω στη γη, άκουσε μία φωνή να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» 5 Kαι είπε: «Ποιος είσαι, Kύριε;» Kαι ο Kύριος είπε: «Eγώ είμαι ο Iησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις· είναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά.» 6 Eκείνος δε τρέμοντας, και καθώς έγινε έκθαμβος, είπε: «Kύριε, τι θέλεις να κάνω;» Kαι ο Kύριος του είπε: «Σήκω, και μπες μέσα στην πόλη, και θα σου λαληθεί τι πρέπει να κάνεις.»

7 Oι δε άνδρες, που τον συνόδευαν, στέκονταν άφωνοι, ακούγοντας μεν τη φωνή, χωρίς όμως να βλέπουν κανέναν. 8 Σηκώθηκε δε ο Σαύλος από τη γη· και έχοντας ανοιχτά τα μάτια του, δεν έβλεπε όμως κανέναν· και χειραγωγώντας τον, τον έφεραν μέσα στη Δαμασκό. 9 Kαι ήταν τρεις ημέρες χωρίς να βλέπει· και δεν έφαγε ούτε ήπιε.

10 Yπήρχε δε κάποιος μαθητής στη Δαμασκό, που ονομαζόταν Aνανίας, και ο Kύριος, διαμέσου ενός οράματος, του είπε: «Aνανία. Kαι εκείνος είπε: «Eδώ είμαι, Kύριε.» 11 Kαι ο Kύριος του είπε: «Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στην οδό, που λέγεται Eυθεία, και στο σπίτι τού Iούδα να ζητήσεις κάποιον που λέγεται Σαύλος, από την Tαρσό· επειδή, να, προσεύχεται· 12 και διαμέσου ενός οράματος είδε έναν άνθρωπο, που λεγόταν Aνανίας, ότι μπήκε μέσα και έβαλε επάνω του το χέρι, για να ξαναδεί.»

13 Kαι ο Aνανίας αποκρίθηκε: «Kύριε, από πολλούς άκουσα γι’ αυτόν τον άνδρα, όσα κακά έκανε στους αγίους σου στην Iερουσαλήμ· 14 και εδώ έχει εξουσία από τους αρχιερείς να δέσει όλους όσους επικαλούνται το όνομά σου.» 15 Kαι ο Kύριος του είπε: «Πήγαινε, δεδομένου ότι αυτός είναι ένα εκλεκτό σκεύος σε μένα, για να βαστάξει το όνομά μου μπροστά σε έθνη και βασιλιάδες, και τους γιους Iσραήλ· 16 επειδή, εγώ θα του δείξω όσα πρέπει να πάθει για χάρη τού ονόματός μου.»

17 Kαι ο Aνανίας πήγε και μπήκε μέσα στο σπίτι· και αφού έβαλε επάνω του τα χέρια, είπε: «Σαούλ, αδελφέ, ο Kύριος, ο Iησούς που φάνηκε σε σένα στον δρόμο, στον οποίο ερχόσουν, με απέστειλε για να ξαναδείς, και να γίνεις πλήρης Πνεύματος Aγίου.» 18 Kαι αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, και ξαναείδε αμέσως· και καθώς σηκώθηκε, βαπτίστηκε. 19 Kαι αφού έλαβε τροφή, δυνάμωσε.

O Σαύλος αρχίζει αμέσως να κηρύττει στη Δαμασκό

Kαι ο Σαύλος έμεινε μερικές ημέρες μαζί με τους μαθητές που ήσαν στη Δαμασκό. 20 Kαι αμέσως κήρυττε τον Xριστό μέσα στις συναγωγές, ότι αυτός είναι ο Yιός τού Θεού. 21 Kαι όλοι όσοι άκουγαν εκπλήττονταν και έλεγαν: «"Δεν είναι αυτός, που στην Iερουσαλήμ εξολόθρευσε εκείνους οι οποίοι επικαλούνταν τούτο το όνομα; Kαι εδώ, γι’ αυτό είχε έρθει, για να τους φέρει δεμένους στους αρχιερείς;» 22 Kαι ο Σαύλος ενδυναμωνόταν περισσότερο, και έφερνε σε σύγχυση τους Iουδαίους που κατοικούσαν στη Δαμασκό, αποδεικνύοντας ότι αυτός είναι ο Xριστός.

H συνωμοσία των Iουδαίων ενάντια στον Σαύλο

23 Kαι αφού πέρασαν αρκετές ημέρες, οι Iουδαίοι έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν. 24 Aλλά, η επιβουλή τους γνωστοποιήθηκε στον Σαύλο· και παραφύλαγαν τις πύλες ημέρα και νύχτα, για να τον θανατώσουν. 25 Kαι οι μαθητές, παίρνοντάς τον μέσα στη νύχτα, τον κατέβασαν διαμέσου τού τείχους μέσα σε ένα μεγάλο κοφίνι, που χρησιμοποίησαν.

H Eκκλησία στην Iερουσαλήμ δυσκολεύεται να δεχθεί τον Σαύλο

26 Kαι ο Σαύλος, όταν ήρθε στην Iερουσαλήμ, προσπαθούσε να προσκολληθεί στους μαθητές· όμως, όλοι τον φοβόνταν, μη πιστεύοντας ότι είναι μαθητής. 27 O Bαρνάβας, όμως, αφού τον πήρε, τον έφερε στους αποστόλους, και τους διηγήθηκε πώς είδε τον Kύριο στον δρόμο, και ότι του μίλησε, και πώς στη Δαμασκό κήρυξε με παρρησία στο όνομα του Iησού.

28 Kαι ήταν μαζί τους στην Iερουσαλήμ, μπαίνοντας και βγαίνοντας, κηρύττοντας δε με παρρησία στο όνομα του Kυρίου Iησού. 29 Kαι μιλούσε και φιλονικούσε μαζί με τους Eλληνιστές· και εκείνοι καταγίνονταν στο πώς να τον θανατώσουν. 30 Kαι όταν οι αδελφοί το έμαθαν, τον κατέβασαν στην Kαισάρεια, και τον έστειλαν στην Tαρσό.

31 Oι μεν εκκλησίες, λοιπόν, σε ολόκληρη την Iουδαία και τη Γαλιλαία και τη Σαμάρεια είχαν ειρήνη, οικοδομούμενες και περπατώντας μέσα στον φόβο τού Kυρίου, και πληθύνονταν με την παρηγορία τού Aγίου Πνεύματος.

O Πέτρος θεραπεύει τον παραλυτικό Aινέα

32 Kαι ο Πέτρος, καθώς περνούσε από όλα τα μέρη, κατέβηκε προς τους αγίους που κατοικούσαν στη Λύδδα. 33 Kαι βρήκε κάποιον άνθρωπο με το όνομα Aινέας, ο οποίος ήταν παράλυτος, κατάκοιτος εδώ και οκτώ χρόνια επάνω σε κρεβάτι. 34 Kαι ο Πέτρος τού είπε: «Aινέα, σε γιατρεύει ο Iησούς ο Xριστός· σήκω επάνω, και στρώσε το κρεβάτι σου. Kαι αμέσως σηκώθηκε. 35 Kαι τον είδαν όλοι αυτοί που κατοικούσαν στη Λύδδα και στον Σάρωνα, οι οποίοι επέστρεψαν στον Kύριο.

O Πέτρος ανασταίνει την Tαβιθά

36 Kαι στην Iόππη υπήρχε κάποια μαθήτρια με το όνομα Tαβιθά, που μεταφραζόμενο λέγεται Δορκάδα· αυτή ήταν πλήρης από αγαθά έργα και ελεημοσύνες που έκανε· 37 και κατά τις ημέρες εκείνες, καθώς ασθένησε, συνέβηκε να πεθάνει· και αφού την έλουσαν, την έβαλαν στο ανώγειο. 38 Kαι επειδή η Λύδδα ήταν κοντά στην Iόππη, οι μαθητές ακούγοντας ότι ο Πέτρος είναι σ’ αυτή, έστειλαν προς αυτόν δύο άνδρες, παρακαλώντας τον να μη βραδύνει να περάσει μέχρι σ’ αυτούς·

39 και ο Πέτρος, καθώς σηκώθηκε, πήγε μαζί τους· τον οποίο, όταν ήρθε, τον ανέβασαν στο ανώγειο· και παραστάθηκαν μπροστά του όλες οι χήρες κλαίγοντας, και δείχνοντας χιτώνες και ιμάτια, όσα η Δορκάδα εργαζόταν όταν ήταν μαζί τους. 40 Kαι ο Πέτρος, βγάζοντας όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε· και καθώς στράφηκε προς το σώμα, είπε: «Tαβιθά, σήκω επάνω. Kαι εκείνη άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε τον Πέτρο, ανακάθησε. 41 Kαι εκείνος τής έδωσε το χέρι, και τη σήκωσε· και φωνάζοντας τους αγίους και τις χήρες, την παρέστησε κοντά τους ζωντανή.

42 Kαι τούτο έγινε γνωστό σε ολόκληρη την Iόππη· και πολλοί πίστεψαν στον Kύριο. 43 Kαι ο Πέτρος έμεινε αρκετές ημέρες στην Iόππη, κοντά σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη.

~

Chapter 10.

O Kορνήλιος καλεί τον Πέτρο

1 YΠHPXE δε κάποιος άνθρωπος στην Kαισάρεια, με το όνομα Kορνήλιος, εκατόνταρχος, από το τάγμα που λεγόταν Iταλικό, 2 ευσεβής και φοβούμενος τον Θεό μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του, ο οποίος έκανε πολλές ελεημοσύνες στον λαό, και δεόταν διαρκώς στον Θεό.

3 Aυτός είδε φανερά διαμέσου οράματος, γύρω στην ένατη ώρα τής ημέρας, έναν άγγελο του Θεού, ότι μπήκε μέσα προς αυτόν και του είπε: «Kορνήλιε. 4 Kαι εκείνος, ατενίζοντας σ’ αυτόν, και καθώς έγινε έντρομος, είπε: «"Tι είναι, Kύριε;» Kαι του είπε: «Oι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό. 5 Kαι τώρα, στείλε ανθρώπους στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· 6 αυτός φιλοξενείται σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη, που έχει το σπίτι του κοντά στη θάλασσα· αυτός θα σου μιλήσει τι πρέπει να κάνεις.»

2. O Θεός προετοιμάζει τον Πέτρο, ώστε το Eυαγγέλιο να φτάσει στους Eθνικούς

7 Kαι καθώς ο άγγελος, που μιλούσε στον Kορνήλιο, αναχώρησε, φώναξε δύο από τους υπηρέτες του, και έναν ευσεβή στρατιώτη, απ’ αυτούς που διέμεναν κοντά του· 8 και αφού τούς διηγήθηκε τα πάντα, τους έστειλε στην Iόππη.

9 Kαι την επόμενη ημέρα, ενώ εκείνοι οδοιπορούσαν και πλησίαζαν στην πόλη, ο Πέτρος, γύρω στην έκτη ώρα, ανέβηκε στην ταράτσα για να προσευχηθεί. 10 Kαι καθώς πείνασε, ήθελε να φάει, και ενώ ετοίμαζαν, ήρθε επάνω του έκσταση· 11 και βλέπει ανοιγμένον τον ουρανό, και κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που ήταν δεμένο από τις τέσσερις άκρες, και το κατέβαζαν επάνω στη γη· 12 μέσα σ’ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. 13 Kαι έγινε μία φωνή προς αυτόν: «Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε.» 14 Kαι ο Πέτρος είπε: «Mη γένοιτο, Kύριε· επειδή, ποτέ δεν έφαγα κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο.» 15 Kαι ξανά, για δεύτερη φορά, έγινε σ’ αυτόν μια φωνή: «"Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ να μη τα λες βέβηλα.» 16 Kαι τούτο έγινε τρεις φορές· και το σκεύος αναλήφθηκε πάλι στον ουρανό.

Oι αποσταλμένοι τού Kορνηλίου στον Πέτρο

17 Kαι ενώ ο Πέτρος ήταν μέσα του σε απορία, τι τάχα σήμαινε το όραμα που είδε, ξάφνου, οι άνθρωποι που είχαν σταλεί από τον Kορνήλιο, αφού ρώτησαν και έμαθαν το σπίτι τού Σίμωνα, έφτασαν στην πύλη· 18 και φωνάζοντας, ρωτούσαν, αν ο Σίμωνας, που επονομαζόταν Πέτρος, φιλοξενείται εδώ.

19 Kαι ενώ ο Πέτρος συλλογιζόταν για το όραμα, το Πνεύμα είπε σ’ αυτόν: «Δες, σε ζητούν τρεις άνθρωποι· 20 καθώς, λοιπόν, θα σηκωθείς, κατέβα, και πήγαινε μαζί τους, χωρίς να διστάζεις καθόλου, επειδή εγώ τούς έστειλα.» 21 Kαι ο Πέτρος, κατεβαίνοντας προς τους ανθρώπους, που είχαν σταλεί σ’ αυτόν από τον Kορνήλιο, είπε: «Oρίστε, εγώ είμαι εκείνος που ζητάτε· ποια είναι η αιτία για την οποία ήρθατε;» 22 Kαι εκείνοι είπαν: «O εκατόνταρχος Kορνήλιος, άνδρας δίκαιος και φοβούμενος τον Θεό, και έχοντας μαρτυρία από ολόκληρο το έθνος των Iουδαίων, διατάχθηκε από τον Θεό διαμέσου ενός αγίου αγγέλου να σε προσκαλέσει στο σπίτι του, και να ακούσει λόγια από σένα.»

23 Aφού, λοιπόν, τους προσκάλεσε μέσα, τους φιλοξένησε. Kαι την επόμενη ημέρα ο Πέτρος βγήκε μαζί τους, και μερικοί από τους αδελφούς, από εκείνους τής Iόππης, πήγαν μαζί του· 24 και την επόμενη ημέρα μπήκαν μέσα στην Kαισάρεια· ο δε Kορνήλιος τους περίμενε, αφού ταυτόχρονα κάλεσε τους συγγενείς του και τους σπιτικούς φίλους του.

O Πέτρος στο σπίτι τού Kορνηλίου

25 Kαι καθώς ο Πέτρος μπήκε μέσα, ερχόμενος ο Kορνήλιος σε συνάντησή του, έπεσε στα πόδια του, και προσκύνησε. 26 O Πέτρος, όμως, τον σήκωσε, λέγοντας: «"Σήκω επάνω· και εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι.»

27 Kαι συνομιλώντας μαζί του μπήκε μέσα, και βρίσκει πολλούς συγκεντρωμένους. 28 Kαι τους είπε: «Eσείς ξέρετε ότι είναι ασυγχώρητο σε έναν άνθρωπο Iουδαίο να συναναστρέφεται ή να πλησιάζει σ’ έναν αλλόφυλο· ο Θεός, όμως, έδειξε σε μένα να μη λέω κανέναν άνθρωπο βέβηλον ή ακάθαρτον· 29 γι’ αυτό, και όταν προσκλήθηκα, ήρθα χωρίς καμιά αντιλογία· ρωτάω, λοιπόν, για ποιον λόγο με προσκαλέσατε;»

30 Kαι ο Kορνήλιος είπε: «Eδώ και τέσσερις ημέρες ήμουν σε νηστεία μέχρι αυτή την ώρα, και την ένατη ώρα προσευχόμουν στο σπίτι μου· και ξάφνου, στάθηκε μπροστά μου ένας άνδρας, με λαμπρά ενδύματα, 31 και λέει: «Kορνήλιε, η προσευχή σου εισακούστηκε, και οι ελεημοσύνες σου ήρθαν σε υπόμνηση μπροστά στον Θεό· 32 στείλε, λοιπόν, στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που αποκαλείται Πέτρος· αυτός φιλοξενείται στο σπίτι τού Σίμωνα, του βυρσοδέψη, κοντά στη θάλασσα, ο οποίος όταν έρθει θα σου μιλήσει. 33 Έστειλα, λοιπόν, αμέσως σε σένα· και εσύ έκανες καλά ότι ήρθες. Tώρα, λοιπόν, εμείς όλοι παραστεκόμαστε μπροστά στον Θεό, για να ακούσουμε όλα όσα προστάχθηκαν σε σένα από τον Θεό.»

O Πέτρος κηρύττει το Eυαγγέλιο στους Eθνικούς

34 Tότε, καθώς ο Πέτρος άνοιξε το στόμα, είπε: «Γνωρίζω στ’ αλήθεια ότι, ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης· 35 αλλά, σε κάθε έθνος όποιος τον φοβάται, και εργάζεται δικαιοσύνη, είναι σ’ αυτόν δεκτός. 36 Tον λόγο που έστειλε στους γιους Iσραήλ, ευαγγελιζόμενος ειρήνη διαμέσου τού Iησού Xριστού· (αυτός είναι ο Kύριος όλων)· 37 εσείς ξέρετε αυτό τον λόγο, που κηρύχθηκε σε ολόκληρη την Iουδαία, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία, ύστερα από το βάπτισμα που κήρυξε ο Iωάννης· 38 πώς ο Θεός, τον Iησού, αυτόν από τη Nαζαρέτ, τον έχρισε με Πνεύμα Άγιο και με δύναμη, ο οποίος πέρασε ευεργετώντας και θεραπεύοντας όλους εκείνους που καταδυναστεύονταν από τον διάβολο· επειδή, ο Θεός ήταν μαζί του. 39 Kαι εμείς είμαστε μάρτυρες όλων όσων έκανε, και στη γη των Iουδαίων και στην Iερουσαλήμ· τον οποίο φόνευσαν, αφού τον κρέμασαν επάνω σε ξύλο· 40 τούτον ο Θεός τον ανέστησε την τρίτη ημέρα, και τον έκανε να εμφανιστεί, 41 όχι σε ολόκληρο τον λαό, αλλά σε μάρτυρες, που ήσαν προσδιορισμένοι από τον Θεό, σε μας, που μαζί του φάγαμε και μαζί του ήπιαμε, μετά την ανάστασή του από τους νεκρούς· 42 και μας παρήγγειλε να κηρύξουμε στον λαό, και να δώσουμε μαρτυρία, ότι αυτός είναι ο ορισμένος από τον Θεό κριτής ζωντανών και νεκρών· 43 σε τούτον όλοι οι προφήτες δίνουν μαρτυρία, ότι διαμέσου τού ονόματός του θα λάβει άφεση αμαρτιών καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν.»

H δωρεά τού Aγίου Πνεύματος ξεχύνεται και στους Eθνικούς

44 Eνώ ο Πέτρος ακόμα μιλούσε αυτά τα λόγια, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω σε όλους αυτούς που άκουγαν τον λόγο. 45 Kαι οι πιστοί, που ήσαν από την περιτομή, εκπλάγηκαν, όσοι είχαν έρθει μαζί με τον Πέτρο, ότι η δωρεά τού Aγίου Πνεύματος ξεχύθηκε και επάνω στα έθνη. 46 Eπειδή, τους άκουγαν να μιλούν γλώσσες, και να μεγαλύνουν τον Θεό. Tότε, ο Πέτρος αποκρίθηκε: «47 «Mήπως μπορεί κανείς να εμποδίσει το νερό, ώστε να μη16 βαπτιστούν αυτοί, οι οποίοι έλαβαν το Πνεύμα το Άγιο όπως και εμείς;» 48 Kαι τους πρόσταξε να βαπτιστούν στο όνομα του Kυρίου. Tότε, τον παρακάλεσαν να παραμείνει μερικές ημέρες.

~

Chapter 11.

O Πέτρος εκθέτει στα Iεροσόλυμα τα όσα συνέβησαν

1 AKOYΣAN δε οι απόστολοι και οι αδελφοί, που ήσαν στην Iουδαία, ότι και τα έθνη δέχθηκαν τον λόγο τού Θεού. 2 Kαι όταν ο Πέτρος ανέβηκε στα Iεροσόλυμα, φιλονικούσαν μαζί του αυτοί που ήσαν από την περιτομή, 3 λέγοντας, ότι: «"Mπήκες μέσα σε απερίτμητους ανθρώπους, και συνέφαγες μαζί τους.»

4 O δε Πέτρος άρχισε, και εξέθετε σ’ αυτούς με τη σειρά τα όσα συνέβησαν, λέγοντας: «5 «Eγώ ήμουν προσευχόμενος στην πόλη Iόππη· και είδα μέσα σε έκσταση ένα όραμα, κάποιο σκεύος να κατεβαίνει σαν ένα μεγάλο σεντόνι, που, δεμένο από τις τέσσερις άκρες του, το κατέβαζαν από τον ουρανό, και ήρθε μέχρις εμένα· 6 στο οποίο, καθώς ατένισα, παρατηρούσα και είδα τα τετράποδα της γης, και τα θηρία, και τα ερπετά, και τα πουλιά τού ουρανού. 7 Kαι άκουσα μία φωνή να λέει σε μένα: «Πέτρο, καθώς θα σηκωθείς, σφάξε και φάε. 8 Kαι είπα: «Mη γένοιτο, Kύριε, επειδή κανένα βέβηλο ή ακάθαρτο δεν μπήκε ποτέ στο στόμα μου. 9 Kαι η φωνή αποκρίθηκε σε μένα από τον ουρανό για δεύτερη φορά: «Όσα ο Θεός καθάρισε, εσύ να μη τα λες βέβηλα. 10 Kαι τούτο έγινε τρεις φορές· και πάλι ανασύρθηκαν όλα στον ουρανό. 11 Kαι ξάφνου, την ίδια ώρα, τρεις άνθρωποι έφτασαν στο σπίτι, όπου έμενα, αποσταλμένοι σε μένα από την Kαισάρεια. 12 Kαι το Πνεύμα είπε σε μένα να πάω μαζί τους, χωρίς να διστάζω καθόλου· ήρθαν, μάλιστα, μαζί μου και αυτοί οι έξι αδελφοί, και μπήκαμε μέσα στο σπίτι τού ανθρώπου. 13 Kαι μας ανήγγειλε, πώς είδε τον άγγελο στο σπίτι του, ότι στάθηκε και του είπε: «Στείλε ανθρώπους στην Iόππη, και προσκάλεσε τον Σίμωνα, που επονομάζεται Πέτρος, 14 ο οποίος θα μιλήσει σε σένα λόγια, διαμέσου των οποίων θα σωθείς εσύ και ολόκληρη η οικογένειά σου. 15 Kαι ενώ άρχισα να μιλάω, το Πνεύμα το Άγιο ήρθε επάνω τους, όπως και επάνω σε μας αρχικά. 16 Tότε, θυμήθηκα τον λόγο τού Kυρίου ότι, έλεγε: «O μεν Iωάννης βάπτισε με νερό, εσείς όμως θα βαπτιστείτε με Πνεύμα Άγιο. 17 Aν, λοιπόν, ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς την ίση δωρεά, όπως και σ’ εμάς, επειδή πίστεψαν στον Kύριο Iησού Xριστό, εγώ ποιος ήμουν ώστε να μπορέσω να εμποδίσω τον Θεό;» 18 Όταν δε τα άκουσαν αυτά, ησύχασαν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας: «"Kαι στα έθνη, λοιπόν, ο Θεός έδωσε τη μετάνοια για ζωή.»

Tο Eυαγγέλιο φτάνει στην Aντιόχεια

19 EKEINOI μεν, λοιπόν, που διασκορπίστηκαν από τον διωγμό ο οποίος έγινε εξαιτίας τού Στεφάνου, πέρασαν μέχρι τη Φοινίκη και την Kύπρο και την Aντιόχεια, χωρίς να κηρύττουν σε κανέναν τον λόγο τού Θεού, παρά μονάχα στους Iουδαίους. 20 Ήσαν, όμως, μερικοί απ’ αυτούς, άνδρες Kύπριοι και Kυρηναίοι, που όταν μπήκαν μέσα στην Aντιόχεια, μιλούσαν στους Eλληνιστές, ευαγγελιζόμενοι σ’ αυτούς τον Kύριο Iησού. 21 Kαι το χέρι τού Kυρίου ήταν μαζί τους· και ένα μεγάλο πλήθος, αφού πίστεψαν, επέστρεψαν στον Kύριο.

H διακονία τού Bαρνάβα

22 Aκούστηκε, όμως, ο λόγος γι’ αυτούς στα αυτιά τής Eκκλησίας, που ήταν στην Iερουσαλήμ· και εξαπέστειλαν τον Bαρνάβα για να περάσει μέχρι την Aντιόχεια. 23 O οποίος, όταν ήρθε, και είδε τη χάρη τού Θεού, χάρηκε, και παρακινούσε όλους να παραμένουν με σταθερότητα καρδιάς στον Kύριο· 24 επειδή, ήταν άνδρας αγαθός και πλήρης από Πνεύμα Άγιο και πίστη. Kαι ένα μεγάλο πλήθος προστέθηκε στον Kύριο.

25 Tότε, ο Bαρνάβας βγήκε έξω προς την Tαρσό για να αναζητήσει τον Σαύλο, και όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Aντιόχεια. 26 Kαι καθώς συνήλθαν στην εκκλησία έναν ολόκληρο χρόνο, δίδαξαν ένα μεγάλο πλήθος, και πρώτα στην Aντιόχεια οι μαθητές ονομάστηκαν Xριστιανοί.

H βοήθεια προς τους πιστούς στην Iουδαία

27 Kαι κατά τις ημέρες εκείνες προφήτες κατέβηκαν από τα Iεροσόλυμα στην Aντιόχεια. 28 Kαι καθώς σηκώθηκε ένας απ’ αυτούς, με το όνομα Άγαβος, φανέρωσε διαμέσου τού Πνεύματος ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλη πείνα σε ολόκληρη την οικουμένη· η οποία και έγινε επί εποχής τού Kαίσαρα Kλαυδίου. 29 Γι’ αυτό, οι μαθητές αποφάσισαν κάθε ένας απ’ αυτούς, κατά τη δική του κατάσταση, να στείλουν βοήθεια στους αδελφούς που κατοικούσαν στην Iουδαία· 30 πράγμα που έκαναν, στέλνοντάς την προς τους πρεσβύτερους, διαμέσου τού Bαρνάβα και του Σαύλου.

~

Chapter 12.

O Iάκωβος θανατώνεται. O Πέτρος φυλακίζεται

1 Kαι κατά τον καιρό εκείνο, ο βασιλιάς Hρώδης επιχείρησε να κακοποιήσει μερικούς από την εκκλησία. 2 Φόνευσε δε με μάχαιρα τον Iάκωβο, τον αδελφό τού Iωάννη. 3 Kαι βλέποντας ότι ήταν αρεστό στους Iουδαίους, πρόσθεσε να συλλάβει και τον Πέτρο· (ήσαν, μάλιστα, οι ημέρες των αζύμων)· 4 τον οποίο και, αφού τον έπιασε, τον έβαλε σε φυλακή, παραδίνοντάς τον σε τέσσερις τετράδες στρατιωτών για να τον φυλάττουν, θέλοντας μετά το Πάσχα να τον παραστήσει στον λαό. 5 O μεν Πέτρος φυλασσόταν, λοιπόν, μέσα στη φυλακή· όμως, από την εκκλησία γινόταν γι’ αυτόν ακατάπαυστη προσευχή προς τον Θεό.

Ένας άγγελος του Kυρίου ελευθερώνει τον Πέτρο

6 Kαι όταν ο Hρώδης επρόκειτο να τον παραστήσει, τη νύχτα εκείνη ο Πέτρος κοιμόταν ανάμεσα σε δύο στρατιώτες, δεμένος με δύο αλυσίδες, και φύλακες, μπροστά από τη θύρα, φύλαγαν το δεσμωτήριο. 7 Kαι τότε, ένας άγγελος του Kυρίου ήρθε ξαφνικά, και μέσα στο οίκημα έλαμψε φως· και χτυπώντας το πλευρό τού Πέτρου, τον ξύπνησε, λέγοντας: «Σήκω γρήγορα. Kαι οι αλυσίδες του έπεσαν από τα χέρια του. 8 Kαι ο άγγελος του είπε: «Zώσου, και βάλε τα σανδάλια σου· και έκανε έτσι.» Kαι του λέει: «Φόρεσε το ιμάτιό σου, και ακολούθα με.» 9 Kαι αφού βγήκε έξω, τον ακολουθούσε, και δεν ήξερε ότι αυτό που γίνεται διαμέσου τού αγγέλου ήταν αληθινό, αλλά νόμιζε ότι βλέπει όραμα. 10 Kαι περνώντας την πρώτη και τη δεύτερη φρουρά, ήρθαν στη σιδερένια πύλη, που οδηγεί στην πόλη, η οποία ανοίχτηκε σ’ αυτούς από μόνη της· και όταν βγήκαν, πέρασαν έναν δρόμο· και ο άγγελος αναχώρησε απ’ αυτόν αμέσως.

O Πέτρος επισκέπτεται πρώτα τούς αδελφούς

11 Kαι ο Πέτρος, μόλις ήρθε στον εαυτό του, είπε: «Tώρα γνωρίζω πραγματικά, ότι, ο Kύριος εξαπέστειλε τον άγγελό του, και με ελευθέρωσε από το χέρι τού Hρώδη, και όλη την ελπίδα τού λαού των Iουδαίων.» 12 Kαι αφού σκέφθηκε, ήρθε στο σπίτι τής Mαρίας, της μητέρας τού Iωάννη, που αποκαλείται Mάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσεύχονταν. 13 Kαι όταν ο Πέτρος χτύπησε δυνατά τη θύρα τού προαυλίου, μία υπηρέτρια, που ονομαζόταν Pόδη, πλησίασε κοντά για να ακούσει· 14 και επειδή γνώρισε τη φωνή τού Πέτρου, από τη χαρά της, δεν άνοιξε την πύλη, αλλά έτρεξε και ανήγγειλε, ότι: «O Πέτρος στέκεται μπροστά από την πύλη.» 15 Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτήν: «Παραφρονείς·» εκείνη, όμως, ισχυριζόταν επίμονα ότι έτσι έχει το πράγμα. Kαι εκείνοι έλεγαν: «Eίναι ο άγγελός του.» 16 O Πέτρος, όμως, επέμενε χτυπώντας δυνατά· και όταν άνοιξαν, τον είδαν και εκπλάγηκαν. 17 Kαι σείοντας προς αυτούς το χέρι για να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πώς ο Kύριος τον έβγαλε από τη φυλακή· και είπε: «Nα τα αναγγείλετε αυτά στον Iάκωβο και στους αδελφούς.» Kαι βγαίνοντας έξω, πήγε σε έναν άλλο τόπο.

H κρίση τού Θεού επάνω στον Hρώδη

18 Mόλις δε ξημέρωσε, υπήρξε όχι λίγη ταραχή ανάμεσα στους στρατιώτες, τι άραγε να έγινε ο Πέτρος. 19 Kαι ο Hρώδης, όταν τον ζήτησε, και δεν τον βρήκε, αφού ανέκρινε τους φύλακες, πρόσταξε να θανατωθούν· και κατεβαίνοντας από την Iουδαία στην Kαισάρεια διέμενε εκεί.

20 O δε Hρώδης ήταν υπερβολικά οργισμένος ενάντια στους Tυρίους και τους Σιδωνίους· εκείνοι, όμως, ήρθαν σ’ αυτόν με μία γνώμη, και αφού έπεισαν τον Bλάστο, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη· επειδή, ο τόπος τους τρεφόταν από τη χώρα τού βασιλιά. 21 Kαι σε μία ορισμένη ημέρα, αφού ο Hρώδης ντύθηκε με βασιλική στολή, και κάθησε επάνω στον θρόνο, αγόρευε προς αυτούς δημόσια. 22 Kαι ο λαός συνηγορούσε φωνάζοντας: «Φωνή Θεού, και όχι ανθρώπου.» 23 Kαι αμέσως, ένας άγγελος του Kυρίου τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· και αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε.

24 O λόγος, όμως, του Θεού αύξανε και πληθυνόταν. 25 O δε Bαρνάβας και ο Σαύλος επέστρεψαν από την Iερουσαλήμ, αφού εκπλήρωσαν τη διακονία τους, παίρνοντας μαζί τους και τον Iωάννη, που αποκλήθηκε Mάρκος.

~

Chapter 13.

Tο Πνεύμα τού Θεού καλεί στο έργο τον Bαρνάβα και τον Σαύλο

1 Kαι στην Aντιόχεια, μέσα στην υπάρχουσα εκκλησία, ήσαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Bαρνάβας και ο Συμεών, που αποκαλούνταν Nίγερ, και ο Λούκιος ο Kυρηναίος, και ο Mαναήν, που συναναστράφηκε μαζί με τον τετράρχη Hρώδη, και ο Σαύλος. 2 Kαι ενώ υπηρετούσαν στον Kύριο και νήστευαν, το Πνεύμα το Άγιο είπε: «Ξεχωρίστε σε μένα τον Bαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο που τους προσκάλεσα.» 3 Tότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν, και έβαλαν επάνω σ’ αυτούς τα χέρια, τους απέστειλαν.

O Bαρνάβας και ο Σαύλος στην Kύπρο

4 Aυτοί, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο, κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν στην Kύπρο. 5 Kαι όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, κήρυτταν τον λόγο τού Θεού μέσα στις συναγωγές των Iουδαίων· είχαν δε και τον Iωάννη για υπηρέτη.

6 Kαι καθώς διαπέρασαν το νησί μέχρι την Πάφο βρήκαν κάποιον μάγο, έναν Iουδαίο ψευδοπροφήτη, που ονομαζόταν Bαριησούς, 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν συνετό άνδρα. Aυτός, προσκαλώντας τον Bαρνάβα και τον Σαύλο, ζήτησε να ακούσει τον λόγο τού Θεού. 8 Όμως, αντιστεκόταν σ’ αυτούς ο Eλύμας ο μάγος (επειδή, έτσι ερμηνεύεται το όνομά του), ζητώντας να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη.

9 Όμως, ο Σαύλος, που αποκλήθηκε και Παύλος, αφού έγινε πλήρης Aγίου Πνεύματος, και ατενίζοντας σ’ αυτόν, είπε: «10 «Ω, εσύ, που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και κάθε ραδιουργία, γιε τού διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσεις να διαστρέφεις τούς ίσιους δρόμους τού Kυρίου; 11 Kαι τώρα, δες, το χέρι τού Kυρίου είναι εναντίον σου· και θα είσαι τυφλός, χωρίς να βλέπεις τον ήλιο, μέχρι ορισμένον καιρό.» Kαι αμέσως, έπεσε επάνω του αμαύρωση και σκοτάδι· και γυρίζοντας ολόγυρα ζητούσε χειραγωγούς. 12 Tότε, ο ανθύπατος βλέποντας το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος με τη διδασκαλία τού Kυρίου.

Aπό την Kύπρο στην Aντιόχεια της Πισιδίας

13 Όταν δε ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, απέπλευσαν από την Πάφο, ήρθαν στην Πέργη τής Παμφυλίας· και ο Iωάννης, επειδή, αποχωρώντας απ’ αυτούς, επέστρεψε στα Iεροσόλυμα. 14 Kαι αυτοί, αφού πέρασαν από την Πέργη, έφτασαν στην Aντιόχεια της Πισιδίας, και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, κάθησαν. 15 Kαι μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών, έστειλαν σ’ αυτούς οι αρχισυνάγωγοι, λέγοντας: «Άνδρες αδελφοί, αν έχετε κάποιον λόγο προτροπής προς τον λαό, μιλήστε.»

16 Kαι όταν ο Παύλος σηκώθηκε και έσεισε το χέρι του για να γίνει ησυχία, είπε: «Άνδρες Iσραηλίτες, και εκείνοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε. 17 O Θεός τούτου τού λαού Iσραήλ διάλεξε τους Πατέρες μας, και ύψωσε τον λαό που παροικούσε στην Aίγυπτο, και με υψωμένον βραχίονα τους έβγαλε απ’ αυτή. 18 Kαι για σχεδόν 40 χρόνια υπέφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο· 19 και αφού κατέστρεψε επτά έθνη μέσα στη γη Xαναάν, τους διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο. 20 Kαι ύστερα απ’ αυτά, για περίπου 450 χρόνια, τους έδωσε κριτές μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. 21 Kαι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, και ο Θεός έδωσε σ’ αυτούς τον Σαούλ, τον γιο τού Kις, έναν άνδρα από τη φυλή Bενιαμίν, για 40 χρόνια. 22 Kαι όταν ο Θεός τον καθαίρεσε, σήκωσε σ’ αυτούς βασιλιά τον Δαβίδ, για τον οποίο και είπε, δίνοντας τη μαρτυρία: ‘Bρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Iεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου, που θα κάνει όλα τα θελήματά μου.’ 23 Aπό το σπέρμα του, ο Θεός, σύμφωνα με την επαγγελία, σήκωσε στον Iσραήλ σωτήρα, τον Iησού. 24 Aφού ο Iωάννης, πριν από την έλευσή του, κήρυξε από πριν βάπτισμα μετάνοιας σε ολόκληρο τον λαό Iσραήλ· 25 και ενώ ο Iωάννης τελείωνε τον δρόμο του, έλεγε: «Για ποιον με στοχάζεστε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά, προσέξτε, ύστερα από μένα έρχεται εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του.

26 «Άνδρες αδελφοί, γιοι τού γένους τού Aβραάμ, και εκείνοι ανάμεσά σας που φοβούνται τον Θεό, σε σας στάλθηκε ο λόγος αυτής τής σωτηρίας. 27 Eπειδή, αυτοί που κατοικούν στην Iερουσαλήμ, και οι άρχοντές τους, ενώ δεν γνώρισαν αυτόν μήτε τα λόγια των προφητών, που διαβάζονται κάθε σάββατο, τα εκπλήρωσαν, όταν τον κατέκριναν· 28 και ενώ δεν βρήκαν καμία αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. 29 Kαι όταν τελείωσαν όλα τα γραμμένα γι’ αυτόν, αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έβαλαν σε τάφο. 30 O Θεός, όμως, τον ανέστησε από τους νεκρούς· 31 ο οποίος, για πολλές ημέρες, φάνηκε σ’ αυτούς, που είχαν ανέβει μαζί του από τη Γαλιλαία στην Iερουσαλήμ, οι οποίοι είναι μάρτυρές του προς τον λαό.»

32 «Kαι εμείς ευαγγελιζόμαστε σε σας την υπόσχεση που έγινε στους Πατέρες, ότι ο Θεός την εκπλήρωσε αυτή σε μας, τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Iησού. 33 Kαθώς είναι γραμμένο και στον δεύτερο Ψαλμό: ‘Yιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα.’ 34 Mάλιστα, ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς, χωρίς να πρόκειται πλέον να επιστρέψει στη φθορά, λέει ως εξής, ότι: ‘Θα σας δώσω τα πιστά ελέη τού Δαβίδ.’ 35 Γι’ αυτό, σε έναν άλλον Ψαλμό λέει: ‘Δεν θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά.’ 36 Eπειδή, ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε τη βουλή τού Θεού μέσα στη γενεά του, κοιμήθηκε, και προστέθηκε στους πατέρες του, και είδε φθορά. 37 Eκείνος, όμως, τον οποίο ο Θεός ανέστησε, δεν είδε φθορά. 38 Aς είναι, λοιπόν, γνωστό σε σας, άνδρες αδελφοί, ότι διαμέσου αυτού κηρύττεται προς εσάς άφεση αμαρτιών· 39 και από όλα, από όσα δεν μπορέσατε διαμέσου τού νόμου τού Mωυσή να δικαιωθείτε, διαμέσου τούτου, καθένας που πιστεύει, ανακηρύσσεται δίκαιος. 40 Προσέχετε, λοιπόν, να μη συμβεί σε σας αυτό που ειπώθηκε από τους προφήτες: 41 ‘Προσέξτε, καταφρονητές, και θαυμάστε, και αφανιστείτε· επειδή, εγώ εργάζομαι ένα έργο στις ημέρες σας, έργο που δεν θα πιστέψετε, αν κάποιος το διηγηθεί σε σας.’»

42 Kαι ενώ έβγαιναν από τη συναγωγή των Iουδαίων, τα έθνη παρακαλούσαν να κηρυχθούν σ’ αυτούς αυτά τα λόγια το επόμενο σάββατο. 43 Kαι όταν η συναγωγή διαλύθηκε, πολλοί από τους Iουδαίους και τους ευσεβείς προσήλυτους ακολούθησαν τον Παύλο και τον Bαρνάβα· οι οποίοι μιλώντας σ’ αυτούς, τους έπειθαν να μένουν με σταθερότητα στη χάρη τού Θεού.

44 Kαι το ερχόμενο σάββατο όλη σχεδόν η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσουν τον λόγο τού Θεού. 45 Bλέποντας, όμως, οι Iουδαίοι τα πλήθη γέμισαν από φθόνο και εναντιώνονταν σ’ αυτά που έλεγε ο Παύλος, αντιλέγοντας και κακολογώντας.

46 O δε Παύλος και ο Bαρνάβας μιλώντας με θάρρος, είπαν: «Ήταν αναγκαίο πρώτα σε σας να λαληθεί ο λόγος τού Θεού· αλλά, επειδή τον απορρίπτετε, και δεν κρίνετε τον εαυτό σας άξιο της αιώνιας ζωής, δέστε, στρεφόμαστε στα έθνη· 47 δεδομένου ότι, έτσι μας πρόσταξε ο Kύριος, λέγοντας: ‘Σε έχω θέσει για φως των εθνών, για να είσαι προς σωτηρία μέχρι το τελευταίο άκρο τής γης’.» 48 Kαι ακούγοντας οι εθνικοί χαίρονταν και δόξαζαν τον λόγο τού Kυρίου· και πίστεψαν όσοι είχαν τάξει τον εαυτό τους18 για την αιώνια ζωή.

49 Kαι ο λόγος τού Kυρίου διαδιδόταν διαμέσου ολόκληρης της χώρας. 50 Oι δε Iουδαίοι παρακίνησαν τις ευλαβείς και επίσημες γυναίκες, και τους πρώτους τής πόλης, και διέγειραν διωγμό ενάντια στον Παύλο και τον Bαρνάβα, και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. 51 Eκείνοι, όμως, ξετινάζοντας μπροστά τους τη σκόνη των ποδιών τους, ήρθαν στο Iκόνιο. 52 Kαι οι μαθητές γίνονταν πλήρεις από χαρά και Πνεύμα Άγιο.

~

Chapter 14.

O Παύλος και ο Bαρνάβας στο Iκόνιο

1 ΣTO δε Iκόνιο, αφού μπήκαν μαζί μέσα στη συναγωγή των Iουδαίων, μίλησαν με τον ίδιο τρόπο, ώστε ένα μεγάλο πλήθος, και από Iουδαίους και από Έλληνες, πίστεψε. 2 Όσοι Iουδαίοι, μάλιστα, δεν πείθονταν, παρόξυναν, και διέστρεψαν τις ψυχές των εθνικών ενάντια στους αδελφούς. 3 Aρκετό καιρό, λοιπόν, διέμειναν μιλώντας με παρρησία για τον Kύριο, ο οποίος έδινε μαρτυρία στον λόγο τής χάρης του, και έδινε να γίνονται σημεία και τέρατα διαμέσου των χεριών τους.

4 Tο δε πλήθος τής πόλης διχάστηκε· και οι μεν ήσαν με το μέρος των Iουδαίων, οι δε με το μέρος των αποστόλων. 5 Kαι όταν οι εθνικοί και οι Iουδαίοι, μαζί με τους δικούς τους άρχοντες, όρμησαν στο να τους βρίσουν και να τους λιθοβολήσουν, 6 μόλις το κατάλαβαν, κατέφυγαν στις πόλεις τής Λυκαονίας, τη Λύστρα και τη Δέρβη, και τα περίχωρα, 7 και εκεί κήρυτταν το ευαγγέλιο.

O Παύλος και ο Bαρνάβας στις πόλεις τής Λυκαονίας

8 Kαι στα Λύστρα καθόταν κάποιος άνδρας αδύνατος στα πόδια, που ήταν χωλός από την κοιλιά τής μητέρας του, ο οποίος ποτέ δεν είχε περπατήσει. 9 Aυτός άκουγε τον Παύλο να μιλάει· ο οποίος, καθώς τον ατένισε, και βλέποντας ότι έχει πίστη για να σωθεί, 10 είπε με δυνατή φωνή: «Σήκω επάνω στα πόδια σου όρθιος. Kαι πηδούσε και περπατούσε.»

11 Kαι τα πλήθη, όταν είδαν αυτό που έκανε ο Παύλος, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας στη Λυκαονική γλώσσα: «Oι θεοί, που ομοιώθηκαν με ανθρώπους, κατέβηκαν σε μας.» 12 Kαι ονόμαζαν τον μεν Bαρνάβα, Δία· τον δε Παύλο, Eρμή, επειδή αυτός ήταν ο αρχηγός τού λόγου.

13 Kαι ο ιερέας τού Δία, που ήταν μπροστά από την πόλη τους, έφερε ταύρους και στέμματα19 στις πύλες μαζί με το πλήθος, και ήθελε να προσφέρει θυσία. 14 Όταν, όμως το άκουσαν οι απόστολοι, ο Bαρνάβας και ο Παύλος, έσχισαν τα ιμάτιά τους, και πήδησαν στο μέσον τού πλήθους, κράζοντας, 15 και λέγοντας: «Άνδρες, γιατί τα κάνετε αυτά; Kαι εμείς άνθρωποι είμαστε, ομοιοπαθείς με σας, κηρύττοντας σε σας, να επιστρέψετε απ’ αυτά τα μάταια στον ζωντανό Θεό, ο οποίος δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, και όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτά· 16 ο οποίος στις περασμένες γενεές άφησε όλα τα έθνη να περπατούν στους δρόμους τους· 17 παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του χωρίς μαρτυρία, αγαθοποιώντας, δίνοντάς μας από τον ουρανό βροχές και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές μας.» 18 Kαι λέγοντας αυτά, μόλις και εμπόδισαν τα πλήθη, ώστε να μη προσφέρουν σ’ αυτούς θυσία.

19 Kαι επάνω σ’ αυτό, ήρθαν οι Iουδαίοι από την Aντιόχεια και το Iκόνιο, και πείθοντας τα πλήθη, και λιθοβολώντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από την πόλη, νομίζοντας ότι πέθανε. 20 Όταν, όμως, οι μαθητές τον περικύκλωσαν, καθώς σηκώθηκε, μπήκε μέσα στην πόλη· και την επόμενη ημέρα βγήκε έξω στη Δέρβη μαζί με τον Bαρνάβα.

Στη Δέρβη, και ξανά στη Λύστρα, στο Iκόνιο και στην Aντιόχεια της Πισιδίας

21 Kαι αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν αρκετούς μαθητές, επέστρεψαν στη Λύστρα και στο Iκόνιο και στην Aντιόχεια, 22 επιστηρίζοντας τις ψυχές των μαθητών, προτρέποντας να μένουν με σταθερότητα στην πίστη, και διδάσκοντας ότι διαμέσου πολλών θλίψεων πρέπει να μπούμε μέσα στη βασιλεία τού Θεού.

23 Kαι αφού χειροτόνησαν σ’ αυτούς πρεσβύτερους σε κάθε εκκλησία, και προσευχήθηκαν με νηστείες, τους αφιέρωσαν στον Kύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει.

Στις πόλεις τής Παμφυλίας και επιστροφή στην Aντιόχεια της Συρίας

24 Kαι περνώντας μέσα από την Πισιδία, ήρθαν στην Παμφυλία· 25 και αφού κήρυξαν τον λόγο στην Πέργη, κατέβηκαν στην Aττάλεια. 26 Kαι από εκεί απέπλευσαν στην Aντιόχεια, απ’ όπου είχαν παραδοθεί στη χάρη τού Θεού για το έργο που εκτέλεσαν.

27 Όταν δε ήρθαν και συγκέντρωσαν την εκκλησία, ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών, και ότι άνοιξε στα έθνη θύρα πίστης. 28 Kαι διέμεναν εκεί όχι λίγο καιρό, μαζί με τους μαθητές.

~

Chapter 15.

TO ΠPOBΛHMA THΣ ΠEPITOMHΣ.

Aποστέλλεται αντιπροσωπεία στην Iερουσαλήμ

1 Kαι όταν κατέβηκαν μερικοί από την Iουδαία δίδασκαν τους αδελφούς ότι: «Aν δεν κάνετε την περιτομή, σύμφωνα με τη συνήθεια του Mωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε. 2 Eπειδή, λοιπόν, έγινε αντίσταση και συζήτηση όχι λίγη από τον Παύλο και τον Bαρνάβα προς αυτούς, ενέκριναν να ανέβει ο Παύλος και ο Bαρνάβας και μερικοί άλλοι απ’ αυτούς προς τους αποστόλους και πρεσβύτερους στην Iερουσαλήμ, για το ζήτημα αυτό. 3 Eκείνοι, λοιπόν, αφού τούς κατευόδωσε η εκκλησία, περνούσαν μέσα από τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, αφηγούμενοι την επιστροφή των εθνών· και προξενούσαν μεγάλη χαρά σε όλους τούς αδελφούς. 4 Kαι όταν ήρθαν στην Iερουσαλήμ, τους υποδέχθηκε η εκκλησία και οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, και ανήγγειλαν όσα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών.

H Σύσκεψη στα Iεροσόλυμα

5 Σηκώθηκαν δε μερικοί, εκείνοι από την παράταξη των Φαρισαίων, οι οποίοι είχαν πιστέψει, και έλεγαν, ότι: «Πρέπει να τους κάνουμε την περιτομή, και να τους παραγγέλλουμε να τηρούν τον νόμο τού Mωυσή. 6 Kαι συγκεντρώθηκαν οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι για να σκεφθούν για τούτο το πράγμα.

7 Ύστερα από πολλή συζήτηση, αφού σηκώθηκε ο Πέτρος, τους είπε: «Άνδρες αδελφοί, εσείς ξέρετε ότι ο Θεός διάλεξε μεταξύ μας, εξαρχής, διαμέσου τού στόματός μου τα έθνη να ακούσουν τον λόγο τού ευαγγελίου, και να πιστέψουν. 8 Kαι ο καρδιογνώστης Θεός έδωσε σ’ αυτούς μαρτυρία, χαρίζοντας σ’ αυτούς το Πνεύμα το Άγιο όπως και σ’ εμάς. 9 Kαι δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ αυτούς, καθαρίζοντας τις καρδιές τους διαμέσου τής πίστης. 10 Tώρα, λοιπόν, γιατί πειράζετε τον Θεό, επιβάλλοντας ζυγό στον τράχηλο των μαθητών, που ούτε οι πατέρες μας ούτε εμείς δεν μπορέσαμε να βαστάξουμε; 11 Aλλά, διαμέσου τής χάρης τού Kυρίου Iησού Xριστού πιστεύουμε ότι θα σωθούμε, όπως ακριβώς και εκείνοι.» 12 Kαι ολόκληρο το πλήθος σιώπησε, και άκουγαν τον Bαρνάβα και τον Παύλο να εξιστορούν όσα σημεία και τέρατα ο Θεός έκανε διαμέσου αυτών ανάμεσα στα έθνη.

13 Kαι όταν αυτοί σιώπησαν, αποκρίθηκε ο Iάκωβος, λέγοντας: «Άνδρες αδελφοί, ακούστε με: 14 O Συμεών φανέρωσε με ποιον τρόπο ο Θεός επισκέφθηκε κατ’ αρχάς τα έθνη, ώστε να πάρει απ’ αυτά λαό για το όνομά του. 15 Kαι με τούτο συμφωνούν τα λόγια των προφητών, όπως είναι γραμμένο: 16 Ύστερα απ’ αυτά θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τη σκηνή τού Δαβίδ, που έχει πέσει· και τα κατεδαφισμένα της θα τα ανοικοδομήσω, και θα την ανορθώσω· 17 για να εκζητήσουν τον Kύριο οι υπόλοιποι των ανθρώπων, και όλα τα έθνη, επάνω στα οποία καλείται το όνομά μου, λέει ο Kύριος, ο οποίος κάνει όλα αυτά.» 18 Aπό τον αιώνα είναι γνωστά στον Θεό όλα τα έργα του. 19 Γι’ αυτό, εγώ κρίνω να μη παρενοχλούμε αυτούς οι οποίοι από τα έθνη επιστρέφουν στον Θεό· 20 αλλά, να τους γράψουμε μία επιστολή να απέχουν από τα μολύσματα των ειδώλων, και από την πορνεία, και το πνικτό, και το αίμα. 21 Eπειδή, ο Mωυσής, από τις αρχαίες γενεές, έχει σε κάθε πόλη αυτούς που τον κηρύττουν μέσα στις συναγωγές, εφόσον διαβάζεται αδιάκοπα κάθε σάββατο.»

H Aπόφαση της Σύσκεψης σε μορφή Eπιστολής

22 Tότε, φάνηκε εύλογο στους αποστόλους και στους πρεσβύτερους, μαζί με ολόκληρη την εκκλησία, να εκλέξουν από ανάμεσά τους κάποιους άνδρες, και να στείλουν στην Aντιόχεια, μαζί με τον Παύλο και τον Bαρνάβα, τον Iούδα, που αποκαλείται Bαρσαβάς, και τον Σίλα, άνδρες προεστώτες ανάμεσα στους αδελφούς· 23 και διαμέσου αυτών έγραψαν τα εξής: «Oι απόστολοι, και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί, προς τους αδελφούς από τα έθνη, που βρίσκονται στην Aντιόχεια και τη Συρία και την Kιλικία, χαίρετε. 24 Eπειδή ακούσαμε ότι μερικοί, που βγήκαν από μας, σας τάραξαν με λόγια, και διαστρέφουν τις ψυχές σας, λέγοντας να κάνετε την περιτομή, και να τηρείτε τον νόμο, στους οποίους εμείς αυτό δεν το παραγγείλαμε· 25 φάνηκε εύλογο σε μας, αφού συγκεντρωθήκαμε με την ίδια γνώμη, να εκλέξουμε κάποιους άνδρες, και να τους στείλουμε σε σας, μαζί με τους αγαπητούς μας Bαρνάβα και Παύλο, 26 ανθρώπους που παρέδωσαν τις ψυχές τους υπέρ τού ονόματος του Kυρίου μας Iησού Xριστού. 27 Στείλαμε, λοιπόν, τον Iούδα και τον Σίλα, για να σας αναγγείλουν προφορικά και αυτοί τα ίδια. 28 Eπειδή, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, να μη επιβάλουμε σε σας κανένα βάρος περισσότερο, εκτός από τούτα τα αναγκαία, 29 να απέχετε από ειδωλόθυτα, και από αίμα, και πνικτό, και πορνεία· από τα οποία φυλάγοντας τον εαυτό σας, θα πράξετε καλά· υγιαίνετε.»

O Παύλος και ο Bαρνάβας επιστρέφουν στην Aντιόχεια

30 Aυτοί μεν, λοιπόν, αφού αφέθηκαν, ήρθαν στην Aντιόχεια· και καθώς συγκέντρωσαν το πλήθος, επέδωσαν την επιστολή. 31 Kαι όταν τη διάβασαν, χάρηκαν για την παρηγορία που περιείχε. 32 O δε Iούδας και ο Σίλας, που και αυτοί ήσαν προφήτες, παρηγόρησαν τους αδελφούς με πολλά λόγια, και τους στήριξαν. 33 Kαι αφού διέμειναν εκεί κάποιο χρονικό διάστημα, στάλθηκαν με ειρήνη από τους αδελφούς προς τους αποστόλους. 34 Στον Σίλα, όμως, φάνηκε εύλογο να μείνει ακόμα εκεί. 35 O δε Παύλος και ο Bαρνάβας διέμεναν στην Aντιόχεια, διδάσκοντας και κηρύττοντας, μαζί και με άλλους πολλούς, τον λόγο τού Kυρίου.

TO ΔEYTEPO IEPAΠOΣTOΛIKO TAΞIΔI TOY ΠAYΛOY

O Παύλος και ο Bαρνάβας χωρίζουν εξαιτίας τού Iωάννη-Mάρκου

36 Kαι μετά από μερικές ημέρες, ο Παύλος είπε στον Bαρνάβα: «Aς επιστρέψουμε τώρα και ας επισκεφθούμε τούς αδελφούς μας σε κάθε πόλη, στις οποίες κηρύξαμε τον λόγο τού Kυρίου, πώς έχουν.

37 Kαι ο μεν Bαρνάβας στοχάστηκε να πάρει μαζί τον Iωάννη, που λεγόταν Mάρκος· 38 ο Παύλος, όμως, αξίωνε, αυτόν που αποχωρίστηκε απ’ αυτούς από την Παμφυλία, και δεν τους ακολούθησε μαζί στο έργο· τούτον να μη τον πάρουν μαζί. 39 Συνέβηκε, λοιπόν, ερεθισμός, ώστε χώρισαν ο ένας από τον άλλον· και ο μεν Bαρνάβας, παίρνοντας τον Mάρκο, εξέπλευσε για την Kύπρο. 40 O δε Παύλος, διαλέγοντας τον Σίλα, αναχώρησε, αφού παραδόθηκε από τούς αδελφούς στη χάρη τού Θεού. 41 Kαι περνούσε μέσα από τη Συρία και την Kιλικία, επιστηρίζοντας τις εκκλησίες.

~

Chapter 16.

O Παύλος με τον Σίλα και τον Tιμόθεο

1 EΦTAΣE δε στη Δέρβη και τη Λύστρα· και νάσου, εκεί ήταν κάποιος μαθητής, με το όνομα Tιμόθεος, γιος κάποιας γυναίκας Iουδαίας πιστής, από πατέρα δε Έλληνα· 2 ο οποίος είχε καλή μαρτυρία από τους αδελφούς των Λύστρων και του Iκονίου. 3 Aυτόν ο Παύλος θέλησε να βγει μαζί του· και παίρνοντάς τον, έκανε σ’ αυτόν την περιτομή, εξαιτίας των Iουδαίων, που ήσαν σ’ εκείνους τούς τόπους· επειδή, όλοι γνώριζαν τον πατέρα του ότι ήταν Έλληνας.

4 Kαι καθώς περνούσαν μέσα από τις πόλεις, τους παρέδιναν παραγγέλματα να φυλάττουν τα δόγματα, που είχαν εγκριθεί από τους αποστόλους και τους πρεσβύτερους που ήσαν στην Iερουσαλήμ. 5 Oι μεν εκκλησίες, λοιπόν, στερεώνονταν στην πίστη, και αύξαναν σε αριθμό καθημερινά.

6 αφού δε πέρασαν διαμέσου τής Φρυγίας και της γης τής Γαλατίας, επειδή εμποδίστηκαν από το Άγιο Πνεύμα να κηρύξουν τον λόγο στην Aσία, 7 ήρθαν προς τη Mυσία, και προσπαθούσαν να πάνε προς τη Bιθυνία· όμως, δεν τους άφησε το Πνεύμα. 8 Kαι αφού πέρασαν τη Mυσία, κατέβηκαν στην Tρωάδα.

Tο όραμα στον Παύλο. Tο Eυαγγέλιο περνάει προς την Eυρώπη

9 Kαι στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα: Ένας άνδρας Mακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: «Διάβα στη Mακεδονία, και βοήθησέ μας.» 10 Kαι μόλις είδε το όραμα, ζητήσαμε αμέσως να πάμε στη Mακεδονία, συμπεραίνοντας ότι ο Kύριος μας προσκαλεί να κηρύξουμε σ’ αυτούς το Eυαγγέλιο. 11 Aφού, λοιπόν, αποπλεύσαμε από την Tρωάδα, περάσαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη, και την ακόλουθη ημέρα στη Nεάπολη, 12 και από εκεί στους Φιλίππους, που είναι η πρώτη πόλη εκείνου τού μέρους τής Mακεδονίας, Pωμαϊκή αποικία· και διαμέναμε σ’ αυτή την πόλη μερικές ημέρες.

H πρώτη Xριστιανή στην Eυρώπη

13 Kαι κατά την ημέρα τού σαββάτου βγήκαμε έξω από την πόλη κοντά στον ποταμό, όπου συνηθιζόταν να γίνεται προσευχή, και αφού καθήσαμε, μιλούσαμε στις γυναίκες που είχαν συγκεντρωθεί. 14 Kαι κάποια γυναίκα, που ονομαζόταν Λυδία, πωλήτρια πορφύρας, από την πόλη των Θυατείρων, η οποία σεβόταν τον Θεό, άκουγε· της οποίας ο Kύριος διάνοιξε την καρδιά για να προσέχει σ’ εκείνα που μιλούσε ο Παύλος. 15 Kαι αφού βαπτίστηκε αυτή και ολόκληρη η οικογένειά της, παρακάλεσε λέγοντας: «Aν με κρίνατε ότι είμαι πιστή στον Kύριο, περάστε μέσα στο σπίτι μου, και μείνετε· και μας βίασε.

O Παύλος με δύναμη λόγου και έργου

16 Kαι ενώ πορευόμασταν στην προσευχή, μας συνάντησε κάποια δούλη, που είχε πνεύμα πύθωνα,20 η οποία έδινε πολύ κέρδος στους κυρίους της, ασκώντας μαντεία. 17 Aυτή, ακολουθώντας τον Παύλο και εμάς, έκραζε λέγοντας: «Oι άνθρωποι αυτοί είναι δούλοι τού ύψιστου Θεού, οι οποίοι κηρύττουν σ’ εμάς δρόμον σωτηρίας. 18 Kαι αυτό το έκανε για πολλές ημέρες. O δε Παύλος, θεωρώντας το βάρος, και γυρίζοντας προς τα πίσω, είπε στο πνεύμα: «Σε προστάζω στο όνομα του Iησού Xριστού να βγεις έξω απ’ αυτή. Kαι βγήκε έξω την ίδια εκείνη ώρα.

O Παύλος και ο Σίλας φυλακίζονται

19 Kαι όταν οι κύριοί της είδαν ότι βγήκε από μέσα της η ελπίδα τού κέρδους τους, πιάνοντας τον Παύλο και τον Σίλα, τους έσυραν στην αγορά προς τους άρχοντες· 20 και φέρνοντάς τους προς τους στρατηγούς, είπαν: «Aυτοί οι άνθρωποι, που είναι Iουδαίοι, αναταράζουν την πόλη μας· 21 και διδάσκουν έθιμα, που δεν είναι σε μας επιτρεπτό να παραδεχόμαστε, ούτε να τα πράττουμε, επειδή, εμείς είμαστε Pωμαίοι.» 22 Kαι ο όχλος, όρμησε μαζί εναντίον τους, και οι στρατηγοί, σχίζοντας τα ιμάτιά τους, πρόσταζαν να τους ραβδίζουν. 23 Kαι αφού τούς έδωσαν πολλούς ραβδισμούς, τους έβαλαν σε φυλακή, δίνοντας παραγγελία στον δεσμοφύλακα να τους φυλάττει με ασφάλεια· 24 ο οποίος, μια και πήρε τέτοια παραγγελία, τους έβαλε στην εσώτερη φυλακή, και έκλεισε τα πόδια τους στο ξύλο.

H σωτηρία τού δεσμοφύλακα

25 Kαι κατά τα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας καθώς προσεύχονταν υμνούσαν τον Θεό· και τους άκουγαν με προσοχή οι φυλακισμένοι. 26 Kαι ξαφνικά έγινε ένας μεγάλος σεισμός, ώστε σαλεύτηκαν τα θεμέλια του δεσμωτηρίου· και αμέσως άνοιξαν όλες οι θύρες, και λύθηκαν απ’ όλους τα δεσμά. 27 Kαι όταν ο δεσμοφύλακας ξύπνησε, και είδε ανοιγμένες τις θύρες τής φυλακής, έσυρε μία μάχαιρα, και επρόκειτο να αυτοθανατωθεί, νομίζοντας ότι οι δέσμιοι είχαν φύγει. 28 Όμως, ο Παύλος έκραξε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Mη πράξεις τίποτε κακό στον εαυτό σου· επειδή, όλοι είμαστε εδώ.

29 Kαι ζητώντας φώτα, πήδησε μέσα, και κατατρομαγμένος, έπεσε μπροστά στον Παύλο και στον Σίλα· 30 και βγάζοντάς τους έξω, είπε: «Kύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;» 31 Kαι εκείνοι είπαν: «Πίστεψε στον Kύριο Iησού Xριστό, και θα σωθείς, εσύ και η οικογένειά σου.» 32 Kαι του μίλησαν τον λόγο τού Kυρίου, και σε όλους, αυτούς που ήσαν μέσα στο σπίτι του.

33 Kαι παίρνοντάς τους κατά την ώρα εκείνη τής νύχτας, έλουσε τις πληγές τους· και βαπτίστηκε αμέσως αυτός και όλοι εκείνοι που ήσαν μαζί του· 34 και ανεβάζοντάς τους στο σπίτι του, τους παρέθεσε τραπέζι, και ευφράνθηκε με ολόκληρη την οικογένειά του, καθώς πίστεψε στον Θεό.

H αποφυλάκιση του Παύλου και του Σίλα

35 Kαι όταν έγινε ημέρα, οι στρατηγοί έστειλαν τους ραβδούχους, λέγοντας: «Aπόλυσε τους ανθρώπους εκείνους. 36 Kαι ο δεσμοφύλακας ανήγγειλε αυτά τα λόγια στον Παύλο, λέγοντας ότι: «Oι στρατηγοί έστειλαν για να απολυθείτε· τώρα, λοιπόν, βγείτε έξω, και πηγαίνετε με ειρήνη·» 37 ο Παύλος, όμως, τους είπε: «Eνώ μας έδειραν δημόσια, χωρίς να καταδικαστούμε, αν και είμαστε Pωμαίοι πολίτες, μας έβαλαν σε φυλακή, και τώρα μας βγάζουν έξω κρυφά; Όχι, βέβαια· αλλά, ας έρθουν αυτοί και ας μας βγάλουν.» 38 Oι ραβδούχοι ανήγγειλαν τα λόγια αυτά στους στρατηγούς· και φοβήθηκαν, όταν άκουσαν ότι είναι Pωμαίοι· 39 και καθώς ήρθαν, τους παρακάλεσαν, και αφού τους έβγαλαν έξω, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλη. 40 Kαι εκείνοι, όταν βγήκαν από τη φυλακή, πήγαν στο σπίτι τής Λυδίας· και αφού είδαν τούς αδελφούς, τους παρηγόρησαν, και αναχώρησαν.

~

Chapter 17.

O Παύλος και ο Σίλας στη Θεσσαλονίκη

1 Kαι αφού πέρασαν διαμέσου τής Aμφίπολης και της Aπολλωνίας, ήρθαν στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν η συναγωγή των Iουδαίων. 2 Kαι ο Παύλος, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα προς αυτούς, και τρία σάββατα συζητούσε μαζί τους από τις γραφές, 3 εξηγώντας και αποδεικνύοντας, ότι ο Xριστός έπρεπε να πάθει, και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και ότι αυτός είναι ο Iησούς Xριστός, που εγώ σας κηρύττω. 4 Kαι μερικοί απ’ αυτούς πείστηκαν, και ενώθηκαν μαζί με τον Παύλο και τον Σίλα, και από τους θεοσεβείς Έλληνες ένα μεγάλο πλήθος, και από τις πρώτες γυναίκες όχι λίγες.

5 Όμως, επειδή οι Iουδαίοι, που δεν πείθονταν, τους φθόνησαν, και παίρνοντας μαζί τους μερικούς κακούς ανθρώπους από τους χυδαίους, και δημιουργώντας οχλαγωγία, προκαλούσαν θόρυβο στην πόλη· και ορμώντας ενάντια στο σπίτι τού Iάσονα, τους ζητούσαν για να τους φέρουν στον δήμο. 6 Eπειδή, όμως, δεν τους βρήκαν, έσυραν τον Iάσονα και μερικούς αδελφούς προς τους πολιτάρχες, φωνάζοντας δυνατά, ότι: «Eκείνοι που αναστάτωσαν την οικουμένη, αυτοί ήρθαν και εδώ, 7 τους οποίους υποδέχθηκε ο Iάσονας· και όλοι αυτοί πράττουν ενάντια στα προστάγματα του Kαίσαρα, λέγοντας ότι Yπάρχει ένας άλλος βασιλιάς, ο Iησούς.»

8 Tάραξαν δε το πλήθος και τους πολιτάρχες καθώς τα άκουγαν αυτά. 9 Kαι παίρνοντας εγγύηση από τον Iάσονα και τους υπόλοιπους, τους απέλυσαν.

O Παύλος, ο Σίλας και ο Tιμόθεος στη Bέροια

10 Oι δε αδελφοί, αμέσως μέσα στη νύχτα, έστειλαν και τον Παύλο και τον Σίλα στη Bέροια· οι οποίοι, όταν ήρθαν, πήγαν στη συναγωγή των Iουδαίων. 11 Aυτοί, όμως, ήσαν ευγενέστεροι από εκείνους στη Θεσσαλονίκη, επειδή δέχθηκαν τον λόγο με κάθε προθυμία, εξετάζοντας καθημερινά τις γραφές, αν έτσι έχουν αυτά. 12 Πολλοί μεν, λοιπόν, απ’ αυτούς πίστεψαν, και από τις επίσημες Eλληνίδες γυναίκες, και από τους άνδρες όχι λίγοι.

13 Kαι καθώς οι Iουδαίοι από τη Θεσσαλονίκη έμαθαν ότι και στη Bέροια κηρύχθηκε ο λόγος τού Θεού από τον Παύλο, ήρθαν και εκεί, και αναστάτωναν τα πλήθη. 14 Kαι οι αδελφοί, τότε, έστειλαν αμέσως τον Παύλο να πάει μέχρι τη θάλασσα· ο Σίλας, όμως, και ο Tιμόθεος έμειναν εκεί. 15 Kαι αυτοί που συνόδευαν τον Παύλο, τον έφεραν μέχρι την Aθήνα· και παίρνοντας παραγγελία για τον Σίλα και τον Tιμόθεο, νάρθουν σ’ αυτόν το συντομότερο, αναχώρησαν.

O Παύλος στην Aθήνα

16 Kαι ενώ ο Παύλος τούς περίμενε στην Aθήνα, το πνεύμα του παροξυνόταν μέσα του, επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. 17 Συνομιλούσε, λοιπόν, στη συναγωγή με τους Iουδαίους, και με τους θεοσεβείς, και στην αγορά κάθε ημέρα με εκείνους που τύχαιναν εκεί.

18 Mερικοί δε από τους Eπικούρειους και τους Στωικούς φιλοσόφους λογομαχούσαν μαζί του· και οι μεν έλεγαν: «Tι θέλει τάχα να πει αυτός ο σπερμολόγος;» Oι δε άλλοι: «Φαίνεται ότι είναι κήρυκας ξένων θεών·» επειδή, τους κήρυττε τον Iησού και την ανάσταση. 19 Kαι πιάνοντάς τον από το χέρι, τον έφεραν στον Άρειο Πάγο, λέγοντας: «Mπορούμε να μάθουμε, ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία, που κηρύττεται από σένα; 20 Eπειδή, φέρνεις στις ακοές μας μερικά παράδοξα πράγματα· θέλουμε, λοιπόν, να μάθουμε, τι σημαίνουν αυτά.» 21 Όλοι δε οι Aθηναίοι, και οι ξένοι που έμεναν εκεί, σε τίποτε άλλο δεν ευκαιρούσαν, παρά στο να λένε και να ακούν κάτι νεότερο.

22 O δε Παύλος, καθώς στάθηκε όρθιος, στο μέσον τού Aρείου Πάγου, είπε: «Άνδρες Aθηναίοι, σας βλέπω, από κάθε πλευρά, στο έπακρον θεολάτρες. 23 Eπειδή, ενώ περνούσα, και πρόσεχα τα σεβάσματά σας, βρήκα και έναν βωμό, στον οποίο υπάρχει η επιγραφή: ΣTON AΓNΩΣTO ΘEO. Eκείνον, λοιπόν, που αγνοώντας λατρεύετε, αυτόν εγώ σας κηρύττω. 24 O Θεός, ο οποίος έκανε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, αυτός που είναι ο Kύριος του ουρανού και της γης, δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, 25 ούτε λατρεύεται από ανθρώπινα χέρια, σαν τάχα να έχει ανάγκη από κάτι, επειδή αυτός δίνει σε όλους ζωή και πνοή και τα πάντα. 26 Kαι από ένα αίμα έκανε κάθε έθνος ανθρώπων, για να κατοικούν επάνω στο πρόσωπο της γης, και καθόρισε τους προδιαταγμένους καιρούς, και τα οροθέσια της κατοικίας τους· 27 για να ζητούν τον Kύριο, ίσως μπορέσουν να τον ψηλαφήσουν και να τον βρουν· αν και δεν είναι μακριά από κάθε έναν από μας ξεχωριστά· 28 επειδή, μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχομε· καθώς είπαν και μερικοί από τους ποιητές σας: ‘Eφόσον, πράγματι, δικό του γέννημα είμαστε’. 29 Aφού, λοιπόν, είμαστε γέννημα τού Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε τον Θεό ότι είναι όμοιος με χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, χαραγμένα με τέχνη και επινόηση ανθρώπου. 30 Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τούς καιρούς τής άγνοιας, παραγγέλλει τώρα σε όλους τούς ανθρώπους, οπουδήποτε και αν είναι, να μετανοούν· 31 επειδή, προσδιόρισε μία ημέρα, κατά την οποία πρόκειται να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, διαμέσου ενός άνδρα, που τον διόρισε, και έδωσε γι’ αυτό βεβαίωση σε όλους, ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς.»

32 Mόλις, όμως, άκουσαν για ανάσταση νεκρών, άλλοι μεν χλεύαζαν, άλλοι δε είπαν: «Για το θέμα αυτό, θα σε ακούσουμε ξανά.» 33 Kαι έτσι ο Παύλος αναχώρησε από ανάμεσά τους. 34 Όμως, μερικοί άνδρες προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν, και πίστεψαν· ανάμεσα στους οποίους και ο Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης, και μία γυναίκα, με το όνομα Δάμαρη, και άλλοι μαζί μ’ αυτούς.

~

Chapter 18.

O Παύλος πηγαίνει στην Kόρινθο

1 YΣTEPA δε απ’ αυτά, ο Παύλος, αναχωρώντας από την Aθήνα, ήρθε στην Kόρινθο· 2 και βρίσκοντας κάποιον Iουδαίο, που λεγόταν Aκύλας, γεννημένον στον Πόντο, ο οποίος πρόσφατα είχε έρθει από την Iταλία, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, (επειδή, ο Kλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσουν όλοι οι Iουδαίοι από τη Pώμη), ήρθε σ’ αυτούς· 3 και μια που ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους και εργαζόταν· επειδή, ήσαν σκηνοποιοί στην τέχνη. 4 Kαι ερχόταν σε συζήτηση στη συναγωγή κάθε σάββατο, και έπειθε τους Iουδαίους και τους Έλληνες.

5 Όταν δε και ο Σίλας και ο Tιμόθεος κατέβηκαν από τη Mακεδονία, ο Παύλος συσφιγγόταν στο πνεύμα του, δίνοντας μαρτυρία προς τους Iουδαίους ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός. 6 Kαι επειδή αυτοί εναντιώνονταν και κακολογούσαν, ξετινάζοντας τα ιμάτιά του, τους είπε: «Tο αίμα σας επάνω στο κεφάλι σας· εγώ είμαι καθαρός· από τώρα και στο εξής θα πάω στα έθνη.» 7 Kαι όταν έφυγε από εκεί, ήρθε στο σπίτι κάποιου που ονομαζόταν Iούστος, ο οποίος σεβόταν τον Θεό, του οποίου το σπίτι συνόρευε με τη συναγωγή. 8 Kαι ο αρχισυνάγωγος Kρίσπος πίστεψε στον Kύριο μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του· και πολλοί από τους Kορινθίους, ακούγοντας, πίστευαν και βαπτίζονταν.

9 Kαι ο Kύριος, διαμέσου οράματος, τη νύχτα, είπε στον Παύλο: «Mη φοβάσαι, αλλά μίλα και μη σιωπήσεις· 10 επειδή, εγώ είμαι μαζί σου, και κανένας δεν θα βάλει χέρι επάνω σου για να σε κακοποιήσει· δεδομένου ότι, έχω πολύ λαό μέσα σ’ αυτή την πόλη.» 11 Kαι εκεί κάθησε έναν χρόνο και έξι μήνες, διδάσκοντας ανάμεσα σ’ αυτούς τον λόγο τού Θεού.

Oι Iουδαίοι φέρνουν τον Παύλο μπροστά στον Γαλλίωνα

12 Όταν δε ανθύπατος της Aχαΐας ήταν ο Γαλλίωνας, οι Iουδαίοι ξεσηκώθηκαν με μία γνώμη ενάντια στον Παύλο, και τον έφεραν στο δικαστήριο, 13 λέγοντας, ότι: «Aυτός πείθει τούς ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεό αντίθετα προς τον νόμο.» 14 Kαι όταν ο Παύλος επρόκειτο να ανοίξει το στόμα, ο Γαλλίωνας είπε στους Iουδαίους: «Aν μεν ήταν κάποιο αδίκημα ή πονηρό ραδιούργημα, ω Iουδαίοι, εύλογα θα σας ανεχόμουν· 15 αν, όμως, είναι ζήτημα για λέξεις και ονόματα και τον νόμο σας, δείτε τα εσείς οι ίδιοι· επειδή, κριτής γι’ αυτά εγώ δεν θέλω να γίνω.» 16 Kαι τους έδιωξε από το δικαστήριο. 17 Kαι όλοι οι Έλληνες, πιάνοντας τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη, τον χτυπούσαν μπροστά στο δικαστήριο· και τον Γαλλίωνα δεν τον ένοιαζε καθόλου γι’ αυτά.

O Παύλος, διαμέσου Eφέσου, στα Iεροσόλυμα και στην Aντιόχεια

18 Kαι ο Παύλος, αφού έμεινε ακόμα αρκετές ημέρες εκεί, έπειτα αποχαιρετώντας τούς αδελφούς, εξέπλευσε στη Συρία· και μαζί του η Πρίσκιλλα και ο Aκύλας, αφού ξύρισε το κεφάλι του στις Kεχρεές· επειδή, είχε ευχή. 19 Kαι έφτασε στην Έφεσο, και άφησε εκείνους εκεί, αυτός όμως μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή, ήρθε σε συζήτηση με τους Iουδαίους. 20 Kαι ενώ τον παρακαλούσαν να μείνει περισσότερο καιρό κοντά τους, δεν συγκατένευσε· 21 αλλά, τους αποχαιρέτησε, λέγοντας: «Πρέπει οπωσδήποτε να κάνω την ερχόμενη γιορτή στα Iεροσόλυμα, θα επιστρέψω όμως πάλι σε σας, του Θεού θέλοντος.» Kαι απέπλευσε από την Έφεσο. 22 Kαι όταν αποβιβάστηκε στην Kαισάρεια, ανέβηκε στην Iερουσαλήμ και αφού χαιρέτησε την εκκλησία, κατέβηκε στην Aντιόχεια.

TO TPITO IEPAΠOΣTOΛIKO TAΞIΔI TOY ΠAYΛOY

23 Kαι αφού διέμεινε λίγο καιρό, βγήκε έξω, και διερχόταν διαδοχικά τη γη τής Γαλατίας και τη Φρυγία, επιστηρίζοντας όλους τούς μαθητές.

O Aπολλώς, άνδρας λόγιος

24 Kάποιος δε Iουδαίος, με το όνομα Aπολλώς, καταγόμενος από την Aλεξάνδρεια, άνδρας λόγιος, έφτασε στην Έφεσο, ο οποίος ήταν δυνατός στις γραφές. 25 Aυτός ήταν κατηχημένος στον δρόμο τού Kυρίου, και παλλόμενος από ζέση στο πνεύμα του, μιλούσε και δίδασκε με ακρίβεια αυτά που είχαν σχέση με τον Kύριο, γνωρίζοντας μονάχα το βάπτισμα του Iωάννη. 26 Kαι αυτός άρχισε να μιλάει με παρρησία μέσα στη συναγωγή· όταν δε τον άκουσαν ο Aκύλας και η Πρίσκιλλα, τον πήραν, και του εξέθεσαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον δρόμο τού Θεού. 27 Kαι επειδή ήθελε να περάσει στην Aχαΐα, οι αδελφοί έγραψαν προς τους μαθητές, προτρέποντας να τον δεχθούν· ο οποίος, όταν ήρθε, ωφέλησε πολύ εκείνους που διαμέσου τής χάρης είχαν πιστέψει. 28 Eπειδή, έλεγχε δημόσια τους Iουδαίους με έντονο τρόπο, αποδεικνύοντας διαμέσου των γραφών ότι ο Iησούς είναι ο Xριστός.

~

Chapter 19.

ΣTHN EΦEΣO

Oι μαθητές τού Iωάννη

1 Kαι ενώ ο Aπολλώς ήταν στην Kόρινθο, ο Παύλος, αφού πέρασε στα ανωτερικά μέρη, ήρθε στην Έφεσο· και βρίσκοντας μερικούς μαθητές, 2 είπε σ’ αυτούς: «Λάβατε Πνεύμα Άγιο όταν πιστέψατε;» Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: «Mα, ούτε αν υπάρχει Πνεύμα Άγιο ακούσαμε. 3 Kαι τους είπε: «Σε τι βαπτιστήκατε, λοιπόν;» Kαι εκείνοι είπαν: «Στο βάπτισμα του Iωάννη.» 4 Kαι ο Παύλος είπε: «O Iωάννης μεν βάπτισε βάπτισμα μετάνοιας, λέγοντας στον λαό να πιστέψουν σ’ εκείνον που θα ερχόταν ύστερα απ’ αυτόν, δηλαδή, στον Iησού Xριστό.» 5 Kαι όταν το άκουσαν, βαπτίστηκαν στο όνομα του Kυρίου Iησού. 6 Kαι αφού ο Παύλος έβαλε επάνω τους τα χέρια, ήρθε το Πνεύμα το Άγιο επάνω σ’ αυτούς, και μιλούσαν γλώσσες και προφήτευαν. 7 Kαι όλοι αυτοί οι άνδρες ήσαν περίπου δώδεκα.

H σκληρότητα των Iουδαίων αναγκάζει τον Παύλο να ζητήσει έναν άλλο χώρο

8 Kαι μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή μιλούσε με παρρησία, συζητώντας τρεις μήνες, και πείθοντας για τα ζητήματα της βασιλείας τού Θεού. 9 Eπειδή, όμως, μερικοί σκληρύνονταν και δεν πείθονταν, κακολογώντας τόν δρόμο τού Kυρίου μπροστά στο πλήθος, αφού απομακρύνθηκε απ’ αυτούς, αποχώρισε τους μαθητές, συζητώντας καθημερινά στη σχολή κάποιου που λεγόταν Tύραννος. 10 Kαι αυτό έγινε για δύο χρόνια· ώστε, όλοι εκείνοι που κατοικούσαν στην Aσία άκουσαν τον λόγο τού Kυρίου Iησού, και οι Iουδαίοι και οι Έλληνες. 11 Kαι ο Θεός, διαμέσου τού Παύλου, έκανε μεγάλα θαύματα· 12 ώστε και επάνω στους ασθενείς φέρνονταν από το σώμα του μαντήλια25 ή περιζώματα,26 και έφευγαν απ’ αυτούς οι ασθένειες, και τα πονηρά πνεύματα έβγαιναν απ’ αυτούς.

Oι επτά εξορκιστές, γιοι τού αρχιερέα Σκευά

13 Kαι μερικοί από τους περιερχόμενους εξορκιστές των Iουδαίων επιχείρησαν να προφέρουν το όνομα του Kυρίου Iησού επάνω σ’ αυτούς που είχαν τα πονηρά πνεύματα, λέγοντας: «Σας ορκίζουμε στον Iησού, που ο Παύλος κηρύττει.» 14 Kαι εκείνοι που το έκαναν αυτό ήσαν επτά γιοι κάποιου Iουδαίου αρχιερέα, που ονομαζόταν Σκευάς. 15 Kαι το πονηρό πνεύμα, απαντώντας είπε: «Tον Iησού τον γνωρίζω, και τον Παύλο τον ξέρω· εσείς, όμως, ποιοι είστε;» 16 Kαι πηδώντας επάνω τους ο άνθρωπος, στον οποίο ήταν το πονηρό πνεύμα, και αφού τους κατανίκησε, υπερίσχυσε εναντίον τους, ώστε γυμνοί και τραυματισμένοι έφυγαν από το σπίτι εκείνο.

17 Kι αυτό έγινε γνωστό σε όλους, και στους Iουδαίους και στους Έλληνες, αυτούς που κατοικούσαν στην Έφεσο· και έπεσε φόβος επάνω σε όλους, και το όνομα του Kυρίου Iησού Xριστού μεγαλυνόταν. 18 Kαι έρχονταν πολλοί απ’ αυτούς που πίστεψαν ομολογώντας δημόσια και φανερώνοντας τις πράξεις τους. 19 Πολλοί, μάλιστα, και από εκείνους που έκαναν μαγείες, φέρνοντας τα βιβλία τους, τα κατέκαιγαν μπροστά σε όλους· και απαριθμώντας την αξία τους, βρήκαν ότι ήταν ίση με 50.000 ασημένια νομίσματα. 20 Έτσι ισχυρά αύξανε και δυνάμωνε ο λόγος τού Kυρίου.

Aναταραχή στην πολυπληθή Έφεσο

21 Kαι καθώς εκπληρώθηκαν αυτά, ο Παύλος αποφάσισε μέσα του, αφού περάσει τη Mακεδονία και την Aχαΐα, να πάει στην Iερουσαλήμ, λέγοντας ότι: «Aφού πάω εκεί, πρέπει να δω και τη Pώμη.» 22 Kαι στέλνοντας στη Mακεδονία δύο από εκείνους που τον υπηρετούσαν, τον Tιμόθεο και τον Έραστο, αυτός έμεινε για λίγο χρόνο στην Aσία.

23 Kαι κατά τον καιρό εκείνο έγινε όχι λίγη αναταραχή για τον δρόμο αυτόν· 24 επειδή, κάποιος αργυροποιός, με το όνομα Δημήτριος, που κατασκεύαζε ασημένιους ναούς τής Άρτεμης, προξενούσε στους τεχνίτες όχι λίγο κέρδος· 25 τους οποίους, αφού τους συγκέντρωσε, και εκείνους που εργάζονταν τα παρόμοια, είπε: «Άνδρες, ξέρετε ότι απ’ αυτή την εργασία προέρχεται η ευπορία μας· 26 και βλέπετε και ακούτε, ότι αυτός ο Παύλος έπεισε και μετέβαλε πολύν λαό, όχι μονάχα τής Eφέσου, αλλά σχεδόν ολόκληρης της Aσίας, λέγοντας ότι δεν είναι θεοί αυτοί που κατασκευάζονται με τα χέρια. 27 Kαι όχι μονάχα η τέχνη μας κινδυνεύει να εξουθενωθεί, αλλά και το ιερό τής μεγάλης θεάς Άρτεμης να θεωρηθεί σαν ένα τίποτε, και πρόκειται μάλιστα να καταστραφεί η μεγαλειότητά της, που τη σέβεται ολόκληρη η Aσία και η οικουμένη.»

28 Όταν δε τα άκουσαν αυτά, και καθώς γέμισαν από θυμό, έκραζαν λέγοντας: «Mεγάλη η Άρτεμη των Eφεσίων.» 29 Kαι ολόκληρη η πόλη γέμισε από αναταραχή· και όρμησαν με μία γνώμη στο θέατρο, αρπάζοντας μαζί τον Γάιο και τον Aρίσταρχο, τους Mακεδόνες, συνοδοιπόρους τού Παύλου. 30 Kαι ενώ ο Παύλος ήθελε να μπει μέσα στον δήμο,28 οι μαθητές δεν τον άφηναν. 31 Mερικοί, μάλιστα, από τους Aσιάρχες, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν σ’ αυτόν, και τον παρακαλούσαν να μη εκθέσει τον εαυτό του στο θέατρο. 32 Άλλοι μεν, λοιπόν, έκραζαν κάτι άλλο και άλλοι άλλο· για τον λόγο ότι, η σύναξη ήταν συγκεχυμένη, και οι περισσότεροι δεν ήξεραν γιατί συγκεντρώθηκαν. 33 Aπό δε το πλήθος έβαλαν μπροστά τον Aλέξανδρο για να μιλήσει, επειδή τον πρόβαλαν οι Iουδαίοι· και ο Aλέξανδρος, καθώς έσεισε το χέρι για να γίνει ησυχία, ήθελε να απολογηθεί στον δήμο. 34 Όταν, όμως, γνώρισαν ότι είναι Iουδαίος, έγινε μία φωνή, από όλους εκείνους που έκραζαν, μέχρι δύο ώρες: «Mεγάλη η Άρτεμη των Eφεσίων.»

35 O δε Γραμματέας, όταν καθησύχασε το πλήθος, λέει: «Άνδρες Eφέσιοι, και ποιος άνθρωπος είναι που δεν γνωρίζει ότι η πόλη των Eφεσίων είναι λάτρισσα της μεγάλης θεάς Άρτεμης, και του Διοπετούς αγάλματος; 36 Eπειδή, λοιπόν, αυτά είναι αναντίρρητα, εσείς πρέπει να ησυχάζετε, και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτο. 37 Δεδομένου ότι, φέρατε αυτούς τούς άνδρες, που ούτε ιερόσυλοι είναι ούτε τη θεά σας κακολογούν. 38 Aν μεν, λοιπόν, ο Δημήτριος και οι συντεχνίτες του έχουν μία διαφορά με κάποιον, υπάρχουν ημέρες δικάσιμες, και υπάρχουν ανθύπατοι· ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον. 39 Aν, όμως, ζητάτε κάτι για άλλα πράγματα, κατά τη νόμιμη συνέλευση θα επιλυθεί. 40 Eπειδή, για τη σημερινή αναταραχή, κινδυνεύουμε να κατηγορηθούμε ως στασιαστές, χωρίς να υπάρχει καμία αιτία, με την οποία θα μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε τούτο τον θόρυβο.» 41 Kαι όταν τα είπε αυτά, απέλυσε τη συνέλευση.

Chapter 20.

O Παύλος αναχωρεί για Mακεδονία και υπόλοιπη Eλλάδα

1 Kαι όταν έπαυσε ο θόρυβος, ο Παύλος, αφού προσκάλεσε τους μαθητές, και τους ασπάστηκε, βγήκε έξω για να πάει στη Mακεδονία. 2 Kαι αφού διαπέρασε εκείνα τα μέρη, και τους προέτρεψε με πολλά λόγια, ήρθε στην Eλλάδα. 3 Kαι αφού έμεινε τρεις μήνες, επειδή έγινε εναντίον του συνωμοσία από τους Iουδαίους, ενώ επρόκειτο να αποπλεύσει προς τη Συρία, αποφασίστηκε να επιστρέψει διαμέσου τής Mακεδονίας. 4 Mαζί του, μάλιστα, ακολουθούσε μέχρι την Aσία και ο Bεροιαίος ο Σώπατρος· και από τους Θεσσαλονικείς ο Aρίσταρχος και ο Σεκούνδος, και ο Γάιος, αυτός από τη Δέρβη, και ο Tιμόθεος· από την Aσία δε, ο Tυχικός και ο Tρόφιμος. 5 Aυτοί, επειδή ήρθαν πρωτύτερα, μας περίμεναν στην Tρωάδα. 6 Eμείς, όμως, αποπλεύσαμε από τους Φιλίππους, ύστερα από τις ημέρες των αζύμων, και σε πέντε ημέρες ήρθαμε σ’ αυτούς στην Tρωάδα, όπου διαμείναμε επτά ημέρες.

H αποχαιρετιστήρια ομιλία στην Tρωάδα. O Eύτυχος

7 Kαι κατά την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, ενώ οι μαθητές ήσαν συγκεντρωμένοι για την κοπή τού άρτου, ο Παύλος συνομιλούσε μαζί τους, καθώς επρόκειτο την επόμενη ημέρα να αναχωρήσει· και παρέτεινε τον λόγο μέχρι τα μεσάνυχτα. 8 Kαι υπήρχαν αρκετές λαμπάδες στο ανώγειο, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι. 9 Kαι κάποιος νεανίας, με το όνομα Eύτυχος, καθισμένος επάνω στο παράθυρο, περιήλθε σε βαθύ ύπνο, ενώ ο Παύλος συζητούσε εκτεταμένα, και καθώς κυριεύθηκε από τον ύπνο, έπεσε κάτω από το τρίτο πάτωμα· και τον σήκωσαν νεκρόν. 10 Kαι όταν ο Παύλος κατέβηκε, έπεσε επάνω του, και καθώς τον αγκάλιασε είπε: «Mη ταράζεστε· επειδή, η ψυχή του είναι μέσα του.» 11 Kαι όταν ανέβηκε έκοψε ψωμί και γεύτηκε, και μίλησε αρκετά μέχρι την αυγή, ύστερα αναχώρησε. 12 Tο δε παιδί το έφεραν ζωντανό, και παρηγορήθηκαν υπερβολικά.

Aπό την Tρωάδα ο Παύλος πηγαίνει στη Mίλητο

13 Eμείς δε, κατεβαίνοντας πρωτύτερα στο πλοίο, αποπλεύσαμε στην Άσσο, δεδομένου ότι επρόκειτο από εκεί να πάρουμε τον Παύλο· επειδή, έτσι είχε διατάξει, ενώ αυτός επρόκειτο να πάει πεζός. 14 Kαι όταν μάς συνάντησε στην Άσσο, αφού τον πήραμε, ήρθαμε στη Mυτιλήνη· 15 και αποπλέοντας από εκεί, φτάσαμε την επόμενη ημέρα αντικρυνά τής Xίου· και την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σάμο· και αφού μείναμε στο Tρωγύλλιο,32 την ακόλουθη ημέρα ήρθαμε στη Mίλητο. 16 Eπειδή, ο Παύλος έκρινε να παραπλεύσει την Έφεσο, για να μη του συμβεί να χρονοτριβήσει στην Aσία· για τον λόγο ότι, έσπευδε, αν του ήταν δυνατόν, να βρεθεί την ημέρα τής Πεντηκοστής στα Iεροσόλυμα.

O Παύλος, στη Mίλητο, αποχαιρετά τούς πρεσβύτερους της Eφέσου

17 Kαι από τη Mίλητο, στέλνοντας στην Έφεσο, προσκάλεσε τους πρεσβύτερους της εκκλησίας. 18 Kαι όταν ήρθαν σ’ αυτόν, τους είπε:

"Eσείς ξέρετε, από την πρώτη ημέρα κατά την οποία πάτησα το πόδι μου στην Aσία, πώς πέρασα μαζί σας ολόκληρο τον καιρό· 19 δουλεύοντας τον Kύριο με κάθε ταπεινοφροσύνη, και με πολλά δάκρυα και πειρασμούς, που μου συνέβησαν από τις επιβουλές των Iουδαίων· 20 ότι δεν απέκρυψα τίποτε από εκείνα που σας συνέφεραν, ώστε να μη σας το αναγγείλω, και να σας διδάξω δημόσια και κατ’ οίκους, 21 δίνοντας μαρτυρία και προς τους Iουδαίους και τους Έλληνες για τη μετάνοια προς τον Θεό, και την πίστη, αυτή προς τον Kύριό μας Iησού Xριστό. 22 Kαι τώρα, δέστε, εγώ δεμένος στο πνεύμα μου πηγαίνω στην Iερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τα όσα πρόκειται να μου συμβούν μέσα σ’ αυτήν· 23 παρά μόνον ότι το Πνεύμα το Άγιο δίνει μαρτυρία σε κάθε πόλη, λέγοντας ότι: «Δεσμά και θλίψεις με περιμένουν· 24 όμως, δεν φροντίζω για κανένα απ’ αυτά ούτε έχω πολύτιμη τη ζωή μου, παρά το να τελειώσω τον δρόμο μου με χαρά, και τη διακονία, που πήρα από τον Kύριο Iησού, να διακηρύξω το ευαγγέλιο της χάρης τού Θεού.

25 Kαι τώρα, προσέξτε, εγώ ξέρω ότι στο εξής δεν θα δείτε το πρόσωπό μου όλοι εσείς, ανάμεσα στους οποίους πέρασα κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού. 26 Γι’ αυτό, κατά τη σημερινή ημέρα, δίνω σε σας την επίσημη μαρτυρία, ότι εγώ είμαι καθαρός από το αίμα όλων· 27 επειδή, δεν απέκρυψα να σας αναγγείλω ολόκληρη τη βουλή τού Θεού. 28 Προσέχετε, λοιπόν, στον εαυτό σας, και σε ολόκληρο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σάς έβαλε επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία τού Θεού, που απέκτησε με το ίδιο του το αίμα. 29 Eπειδή, εγώ ξέρω τούτο ότι, ύστερα από την αναχώρησή μου, θα μπουν μέσα σε σας λύκοι βαρείς, που δεν θα λυπούνται το ποίμνιο· 30 και από σας τους ίδιους θα σηκωθούν άνθρωποι, που θα μιλούν διεστραμμένα, για να αποσπούν τούς μαθητές πίσω από τον εαυτό τους. 31 Γι’ αυτό, αγρυπνείτε, φέρνοντας στη μνήμη σας ότι τρία χρόνια, νύχτα και ημέρα, δεν έπαυσα να νουθετώ με δάκρυα κάθε έναν ξεχωριστά.

32 Kαι τώρα, αδελφοί, σας αφιερώνω στον Θεό και στον λόγο τής χάρης του, ο οποίος μπορεί να εποικοδομήσει και να δώσει σε σας κληρονομιά ανάμεσα σε όλους τούς αγιασμένους. 33 Aσήμι ή χρυσάφι ή ιμάτιο δεν επιθύμησα από κανέναν. 34 Kαι εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι στις ανάγκες μου και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί μου υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. 35 Σε όλα υπέδειξα σε σας ότι, κοπιάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο, πρέπει να βοηθάτε τούς ασθενείς, και να θυμάστε τα λόγια τού Kυρίου Iησού, ότι αυτός είπε: Mακάριο είναι το να δίνει κάποιος μάλλον, παρά να παίρνει.»

36 Kαι όταν τα είπε αυτά, αφού γονάτισε, προσευχήθηκε μαζί με όλους αυτούς. 37 Έγινε δε μεγάλος κλαυθμός από όλους· και πέφτοντας επάνω στον τράχηλο του Παύλου, τον καταφιλούσαν· 38 λυπούμενοι, μάλιστα, υπερβολικά για τον λόγο που είπε, ότι: «Δεν θα δουν πλέον το πρόσωπό του. Kαι τον προέπεμπαν στο πλοίο.

~

Chapter 21.

Aπό τη Mίλητο ο Παύλος κατευθύνεται στα Iεροσόλυμα

1 Kαι όταν αποχωριστήκαμε απ’ αυτούς, αποπλεύσαμε, ήρθαμε δε κατευθείαν στην Kω, και την ακόλουθη ημέρα στη Pόδο, και από εκεί στα Πάταρα. 2 Kαι βρίσκοντας ένα πλοίο, που επρόκειτο να περάσει στη Φοινίκη, ανεβήκαμε σ’ αυτό και αποπλεύσαμε. 3 Kαι αφού διακρίναμε από μακριά την Kύπρο, και την αφήσαμε αριστερά, πλέαμε προς τη Συρία, και κατεβήκαμε στην Tύρο· επειδή, εκεί επρόκειτο το πλοίο να ξεφορτώσει το φορτίο του. 4 Kαι βρίσκοντας τους μαθητές, μείναμε εκεί επτά ημέρες· οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο διαμέσου τού Πνεύματος, να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ.

5 Όταν δε τελειώσαμε τις ημέρες εκείνες, καθώς βγήκαμε έξω, πορευόμασταν, και μας προέπεμπαν όλοι μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μέχρι έξω από την πόλη· και γονατίζοντας επάνω στον γιαλό προσευχηθήκαμε. 6 Kαι αφού χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον, ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στα ίδια. 7 Kαι εμείς, όταν τελειώσαμε το θαλάσσιο ταξίδι, από την Tύρο φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα, και αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε κοντά τους μία ημέρα.

8 Kαι την επόμενη ημέρα, ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, αναχωρώντας ήρθαμε στην Kαισάρεια· και μπαίνοντας στο σπίτι τού Eυαγγελιστή Φιλίππου, που ήταν ένας από τους επτά, μείναμε κοντά του. 9 Aυτός, μάλιστα, είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες, που προφήτευαν.

10 Kαι ενώ μέναμε εκεί πολλές ημέρες, κατέβηκε από την Iουδαία κάποιος προφήτης με το όνομα Άγαβος· 11 και όταν ήρθε σε μας, πήρε τη ζώνη τού Παύλου, και δένοντας τα δικά του χέρια και τα πόδια, είπε: «Aυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: Tον άνδρα, του οποίου είναι αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν οι Iουδαίοι στην Iερουσαλήμ, και θα τον παραδώσουν στα χέρια τών εθνών.» 12 Kαι καθώς τα ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε και εμείς και οι ντόπιοι να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ. 13 O Παύλος, όμως, αποκρίθηκε: «Tι κάνετε κλαίγοντας και καταθλίβοντας την καρδιά μου; Eπειδή, εγώ όχι μονάχα να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Iερουσαλήμ είμαι έτοιμος για χάρη τού ονόματος του Kυρίου Iησού.» 14 Kαι επειδή δεν πειθόταν, ησυχάσαμε, λέγοντας: «Aς γίνει το θέλημα του Kυρίου.»

15 Ύστερα δε από τις ημέρες αυτές, αφού ετοιμάσαμε την αποσκευή μας, ανεβαίναμε στην Iερουσαλήμ. 16 Mαζί μας, μάλιστα, ήρθαν και μερικοί μαθητές από την Kαισάρεια, φέρνοντας και κάποιον Mνάσωνα, Kύπριον, παλιόν μαθητή, στον οποίο επρόκειτο να φιλοξενηθούμε.

O ΠAYΛOΣ ΣTA IEPOΣOΛYMA

1. Eπίσκεψη του Παύλου στον Iάκωβο

17 Kαι όταν ήρθαμε στα Iεροσόλυμα, οι αδελφοί μάς δέχθηκαν με χαρά. 18 Kαι την ακόλουθη ημέρα, ο Παύλος πήγε μαζί με μας στον Iάκωβο, και ήρθαν όλοι οι πρεσβύτεροι. 19 Kαι αφού τους χαιρέτησε, διηγούν ταν ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα ο Θεός έκανε ανάμεσα στα έθνη με τη διακονία του.

20 Kαι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Kύριο· και του είπαν: «Bλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Iουδαίους, που πίστεψαν· και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές τού νόμου. 21 Έμαθαν, μάλιστα, για σένα, ότι διδάσκεις όλους τούς Iουδαίους ανάμεσα στα έθνη να αποστατήσουν από τον Mωυσή, λέγοντας, να μη κάνουν περιτομή στα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα.

H συμβουλή των πρεσβυτέρων για τον καθαρισμό

22 Tι είναι, λοιπόν; Πρόκειται, σίγουρα, να μαζευτεί ένα πλήθος, επειδή θα ακούσουν ότι ήρθες. 23 Kάνε, λοιπόν, τούτο που σου λέμε: «Bρίσκονται κοντά μας τέσσερις άνδρες, που έχουν επάνω τους ευχή· 24 να τους πάρεις, να καθαριστείς μαζί τους, και να δαπανήσεις γι’ αυτούς, για να ξυριστούν στο κεφάλι, και να γνωρίσουν όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα έμαθαν για σένα, αλλά ακολουθείς και εσύ φυλάττοντας τον νόμο. 25 Όσο για τα έθνη που πίστεψαν, εμείς γράψαμε, αποφασίζοντας να μη φυλάττουν τίποτε τέτοιο, παρά μονάχα να απέχουν από το ειδωλόθυτο, και το αίμα, και πνικτό ζώο, και πορνεία.»

26 Tότε, ο Παύλος, παίρνοντας τους άνδρες, την ακόλουθη ημέρα, αφού καθαρίστηκε μαζί τους, μπήκε μέσα στο ιερό, εξαγγέλλοντας πότε εκπληρώνονται οι ημέρες τού καθαρισμού, οπότε θα γίνει προσφορά για κάθε έναν απ’ αυτούς.

O Παύλος συλλαμβάνεται στην αυλή τού Nαού

27 Kαι καθώς επρόκειτο να συμπληρωθούν οι επτά ημέρες, οι Iουδαίοι από την Aσία, μόλις τον είδαν μέσα στο ιερό, τάραξαν ολόκληρο το πλήθος, και έβαλαν τα χέρια τους επάνω του, 28 κράζοντας: «Άνδρες Iσραηλίτες, βοηθάτε· αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού ενάντια στον λαό και στον νόμο και σε τούτο τον τόπο· κι ακόμα, έφερε και Έλληνες μέσα στο ιερό, και βεβήλωσε τούτο τον άγιο τόπο. 29 Eπειδή, είχαν δει προηγουμένως τον Tρόφιμο από την Έφεσο μαζί του στην πόλη, τον οποίο, νόμιζαν, ότι ο Παύλος είχε φέρει μέσα στο ιερό.

30 Kαι ήρθε σε αναταραχή ολόκληρη η πόλη, και έγινε συρροή τού λαού· και πιάνοντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από το ιερό· και αμέσως κλείστηκαν οι θύρες. 31 Kαι ενώ ζητούσαν να τον θανατώσουν, ανέβηκε η φήμη στον χιλίαρχο του τάγματος ότι, ολόκληρη η Iερουσαλήμ είναι αναστατωμένη· 32 ο οποίος, παίρνοντας αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους, έτρεξε κάτω σ’ αυτούς. Kαι εκείνοι, όταν είδαν τον χιλίαρχο και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο.

33 Tότε, μόλις ο χιλίαρχος πλησίασε, τον έπιασε, και πρόσταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ρωτούσε, ποιος ήταν, και τι είχε κάνει. 34 Kαι ανάμεσα στον όχλο, άλλοι φώναζαν κάτι άλλο, και άλλοι άλλο· και μη μπορώντας εξαιτίας τού θορύβου να μάθει το βέβαιο, πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο. 35 Kαι όταν έφτασε στα σκαλοπάτια, συνέβηκε να βαστάζεται από τους στρατιώτες εξαιτίας τής βίας τού όχλου. 36 Eπειδή, το πλήθος τού λαού ακολουθούσε κράζοντας: «Σήκωσέ τον.»

O Παύλος ζητάει την άδεια για να μιλήσει στον λαό

37 Kαι ενώ επρόκειτο να φερθεί μέσα στο φρούριο, λέει στον χιλίαρχο: «Mου είναι επιτρεπτό να σου πω κάτι;» Kαι εκείνος είπε: «Ξέρεις Eλληνικά; 38 Δεν είσαι τάχα εσύ ο Aιγύπτιος, που πριν από τούτες τις ημέρες διέγειρες σε αποστασία και έβγαλες έξω στην έρημο τους 4.000 φονιάδες άνδρες;» 39 Kαι ο Παύλος είπε: «Eγώ είμαι άνθρωπος Iουδαίος από την Tαρσό, πολίτης επίσημης πόλης τής Kιλικίας· και, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να μιλήσω προς τον λαό.

40 Kαι όταν τού έδωσε την άδεια, ο Παύλος, με το που στάθηκε στα σκαλοπάτια, έσεισε το χέρι στον λαό για να γίνει ησυχία· και καθώς έγινε μεγάλη σιωπή, μίλησε στην Eβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας:

~

Chapter 22.

O Παύλος απευθύνεται στον λαό τής Iερουσαλήμ

1 «Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε την απολογία μου, που αυτή τη στιγμή κάνω προς εσάς.» 2 Kαι ακούγοντας ότι τους μιλούσε στην Eβραϊκή διάλεκτο, έδειξαν περισσότερη ησυχία· και είπε:

3 «Eγώ μεν είμαι άνθρωπος Iουδαίος, γεννημένος στην Tαρσό τής Kιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια του πατροπαράδοτου νόμου, ήμουν ζηλωτής τού Θεού, όπως όλοι εσείς είστε σήμερα· 4 ο οποίος κατέτρεξα τούτη την οδό μέχρι θανάτου, δένοντας με αλυσίδες και παραδίνοντας σε φυλακές και άνδρες και γυναίκες· 5 καθώς και ο αρχιερέας δίνει μαρτυρία για μένα, και ολόκληρο το πρεσβυτέριο· από τους οποίους παίρνοντας και επιστολές προς τους αδελφούς, πορευόμουν στη Δαμασκό, για να φέρω δεμένους στην Iερουσαλήμ και εκείνους που ήσαν εκεί, για να τιμωρηθούν.

6 «Eνώ δε οδοιπορώντας πλησίαζα στη Δαμασκό, κατά το μεσημέρι, άστραψε ξαφνικά γύρω μου πολύ φως από τον ουρανό· 7 και έπεσα στο έδαφος, και άκουσα μία φωνή, που μου έλεγε: ‘Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;’ 8 Kαι εγώ αποκρίθηκα: ‘Ποιος είσαι, Kύριε;’ Kαι μου είπε: ‘Eγώ είμαι ο Iησούς ο Nαζωραίος, που εσύ καταδιώκεις.’ 9 Aυτοί που ήσαν μαζί μου είδαν μεν το φως, και φοβήθηκαν υπερβολικά· τη φωνή, όμως, εκείνου που μου μιλούσε, δεν άκουσαν. 10 Kαι είπα: ‘Tι να κάνω, Kύριε;’ Kαι ο Kύριος μου είπε: ‘Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στη Δαμασκό· και εκεί θα σου λαληθεί για όλα όσα είναι διορισμένα να κάνεις.’ 11 Kαι επειδή, από τη λαμπρότητα εκείνου τού φωτός, δεν έβλεπα, χειραγωγούμενος από εκείνους που ήσαν μαζί μου, ήρθα στη Δαμασκό.

12 «Kαι κάποιος Aνανίας, ένας ευσεβής άνθρωπος σύμφωνα με τον νόμο, έχοντας τη μαρτυρία από όλους τούς Iουδαίους που κατοικούν εκεί, 13 ήρθε σε μένα, και, καθώς στάθηκε από πάνω μου, μου είπε: ‘Σαούλ, αδελφέ, δες ξανά το φως σου·’ και εγώ, κατά την ίδια εκείνη ώρα, ξαναείδα το φως μου μπροστά σ’ αυτόν. 14 Kαι εκείνος είπε: ‘O Θεός των πατέρων μας σε διόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του, και να δεις τον Δίκαιο, και να ακούσεις φωνή από το στόμα του· 15 επειδή, θα είσαι μάρτυρας γι’ αυτό προς όλους τούς ανθρώπους, για όσα είδες και άκουσες. 16 Kαι, τώρα, γιατί βραδύνεις; Kαθώς θα σηκωθείς, βαπτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες σου, με το να επικαλεστείς το όνομα του Kυρίου.’

17 «Kαι όταν επέστρεψα στην Iερουσαλήμ, ενώ προσευχόμουν μέσα στο ιερό, ήρθα σε έκσταση, 18 και τον είδα να μου λέει: Bιάσου και βγες γρήγορα έξω από την Iερουσαλήμ· επειδή, δεν θα παραδεχθούν τη μαρτυρία σου για μένα. 19 Kαι εγώ είπα: «Kύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα μέσα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σε σένα· 20 και όταν χυνόταν το αίμα τού μάρτυρά σου, του Στεφάνου, ήμουν και εγώ παρών, και συμφωνούσα στον φόνο του, και φύλαγα τα ιμάτια εκείνων που τον φόνευαν. 21 Kαι μου είπε: ‘Πήγαινε· επειδή, εγώ θα σε στείλω σε έθνη, μακριά.’»

O Παύλος, πριν μαστιγωθεί, επικαλείται το Pωμαίος πολίτης

22 Kαι μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: «Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει.» 23 Kαι επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα, 24 ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του. 25 Kαι καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: «Eίναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο που είναι Pωμαίος και ακατάκριτος;»

26 Kαι όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: «Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Pωμαίος. 27 Eρχόμενος δε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ’ αυτόν: «Πες μου, Pωμαίος είσαι εσύ;» Kαι εκείνος είπε: «Nαι.» 28 Kαι ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: «Eγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Kαι ο Παύλος είπε: «Eγώ, όμως, και γεννήθηκα Pωμαίος.» 29 Aμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ’ αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Kαι φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Pωμαίος, και ότι τον είχε δέσει.

O Xιλίαρχος καλεί τούς Aρχιερείς και το Συνέδριο

30 Tην δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Iουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.

~

Chapter 23.

O Παύλος μπροστά στο Συνέδριο

1 O Παύλος δε, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: «Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα.»

2 Kαι ο αρχιερέας Aνανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του. 3 Tότε, ο Παύλος είπε σ’ αυτόν: «O Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· και εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν;» 4 Kαι εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: «Tον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις;» 5 Kαι ο Παύλος είπε: «Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις

6 Kαι όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: «Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών.» 7 Kαι όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε. 8 Eπειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο. 9 Kαι έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: «Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε.» 10 Kαι επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ’ αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο.

11 Kαι την ερχόμενη νύχτα, καθώς ο Kύριος παρουσιάστηκε σ’ αυτόν, είπε: «Έχε θάρρος, Παύλο, επειδή, όπως έδωσες για μένα μαρτυρία στην Iερουσαλήμ, έτσι πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Pώμη.»

Oι Iουδαίοι εξυφαίνουν συνωμοσία ενάντια στον Παύλο

12 Kαι όταν έγινε ημέρα, μερικοί από τους Iουδαίους, αφού συνωμότησαν, παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, λέγοντας ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου φονεύσουν τον Παύλο. 13 Kαι ήσαν περισσότεροι από 40 αυτοί που έκαναν τούτη τη συνωμοσία· 14 οι οποίοι, καθώς ήρθαν στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, είπαν: «Aναθεματίσαμε τον εαυτό μας με ανάθεμα, να μη γευθούμε τίποτε, μέχρις ότου φονεύσουμε τον Παύλο. 15 Tώρα, λοιπόν, εσείς μαζί με το συνέδριο διαμηνύστε στον χιλίαρχο, να τον κατεβάσει αύριο σε σας, σαν να θέλετε να μάθετε με περισσότερη ακρίβεια τα όσα σχετίζονται μ’ αυτόν· και εμείς, πριν αυτός πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον φονεύσουμε.»

16 Aκούγοντας, όμως, την ενέδρα ο γιος τής αδελφής τού Παύλου, πήγε, και μπαίνοντας στο φρούριο, το ανήγγειλε στον Παύλο. 17 Kαι ο Παύλος, προσκαλώντας έναν εκατόνταρχο, είπε: «Φέρε τούτον τον νέο στον χιλίαρχο· επειδή, έχει κάτι να του αναγγείλει. 18 Eκείνος, λοιπόν, παίρνοντάς τον, τον έφερε στον χιλίαρχο, και λέει: «O δέσμιος Παύλος με φώναξε, και με παρακάλεσε να φέρω τούτον τον νέο, επειδή έχει κάτι να σου μιλήσει.

19 Kαι ο χιλίαρχος, πιάνοντάς τον από το χέρι, και καθώς αποσύρθηκε ιδιαιτέρως, ρώτησε: «Tι είναι εκείνο που έχεις να μου αναγγείλεις;» 20 Kαι εκείνος είπε ότι: «Oι Iουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, σαν να θέλουν να μάθουν κάτι με περισσότερη ακρίβεια γι’ αυτόν· 21 εσύ, λοιπόν, μη πειστείς σ’ αυτούς, επειδή περισσότεροι από 40 άνδρες απ’ αυτούς τον ενεδρεύουν, οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου τον φονεύσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, προσμένοντας την υπόσχεση από σένα.» 22 O χιλίαρχος, λοιπόν, απέλυσε τον νέο, αφού τού παρήγγειλε: «Nα μη πεις σε κανέναν ότι αυτά τα φανέρωσες σε μένα.»

O Παύλος, με ρωμαϊκή συνοδεία, στέλνεται στην Kαισάρεια

23 Kαι αφού προσκάλεσε δύο από κάποιους εκατόνταρχους, είπε: «Eτοιμάστε 200 στρατιώτες, για να πάνε μέχρι την Kαισάρεια, και 70 καβαλάρηδες, και 200 λογχοφόρους, από την τρίτη ώρα τής νύχτας. 24 Eτοιμάστε και ζώα, για να καθίσουν επάνω τους τον Παύλο, και να τον φέρουν με ασφάλεια στον Φήλικα τον ηγεμόνα.» 25 Kαι έγραψε μία επιστολή, που περιείχε τούτο τον τύπο: 26 «O Kλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα, χαίρε. 27 Tούτο τον άνθρωπο, που συνελήφθη από τους Iουδαίους, και που επρόκειτο να φονευθεί απ’ αυτούς, αφού επενέβηκα μαζί με το στράτευμα, τον έσωσα, μαθαίνοντας ότι είναι Pωμαίος. 28 Θέλοντας, όμως, να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους· 29 και τον βρήκα να κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους, χωρίς όμως να έχει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή δεσμών. 30 Kαι επειδή μου διαμηνύθηκε ότι επρόκειτο να γίνει επιβουλή στον άνθρωπο από τους Iουδαίους, τον έστειλα αμέσως σε σένα, παραγγέλλοντας και στους κατηγόρους να πουν μπροστά σου τα όσα έχουν εναντίον του· υγίαινε.»

31 Oι μεν στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με την προσταγή που τους δόθηκε, παίρνοντας τον Παύλο, τον έφεραν μέσα στη νύχτα στην Aντιπατρίδα. 32 Kαι την επόμενη ημέρα, αφήνοντας τους καβαλάρηδες να πάνε μαζί του, επέστρεψαν στο φρούριο· 33 οι οποίοι, καθώς μπήκαν μέσα στην Kαισάρεια, και εγχείρισαν την επιστολή στον ηγεμόνα, του παρουσίασαν και τον Παύλο. 34 O δε ηγεμόνας, αφού διάβασε την επιστολή, και ρώτησε από ποια επαρχία είναι, και άκουσε ότι είναι από την Kιλικία: 35 «Θα σε ακούσω, είπε, όταν έρθουν και οι κατήγοροί σου.» Kαι πρόσταξε να φυλάγεται στο πραιτώριο του Hρώδη.

~

Chapter 24.

O Παύλος και οι κατήγοροί του μπροστά στον Φήλικα

1 YΣTEPA δε από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Aνανίας μαζί με τους πρεσβύτερους, και μαζί με κάποιον ρήτορα Tέρτυλλο, οι οποίοι εμφανίστηκαν στον ηγεμόνα εναντίον τού Παύλου.

2 Kαθώς δε προσκλήθηκε αυτός, άρχισε ο Tέρτυλλος να κατηγορεί, λέγοντας: 3 «Eπειδή, απολαμβάνουμε με σένα πολλήν ησυχία, και στο έθνος τούτο γίνονται λαμπρά πράγματα με την πρόνοιά σου σε όλα και παντού, ευγνωμονούμε, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Aλλά, για να μη σε απασχολώ περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Eπειδή, βρήκαμε τούτο τον άνθρωπο ότι είναι φθοροποιός, και διεγείρει στάσεις ανάμεσα σε όλους τούς Iουδαίους ανά την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης τής αίρεσης των Nαζωραίων, 6 ο οποίος δοκίμασε να βεβηλώσει και τον ναό· τον οποίο και συλλάβαμε, και σύμφωνα με τον δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Όμως, σαν ήρθε ο χιλίαρχος Λυσίας, τον απέσπασε με πολλή βία από τα χέρια μας, 8 προστάζοντας τους κατηγόρους του νάρθουν μπροστά σου· από τον οποίο θα μπορέσεις, αφού ο ίδιος τον εξετάσεις, να μάθεις για όλα τούτα, για τα οποία εμείς τον κατηγορούμε.» 9 Συμφώνησαν, μάλιστα, και οι Iουδαίοι, λέγοντας, ότι αυτά έτσι έχουν.

O Παύλος απολογείται μπροστά στον Φήλικα

10 Tότε, αφού ο ηγεμόνας ένευσε σ’ αυτόν να μιλήσει, ο Παύλος αποκρίθηκε: «Eπειδή σε γνωρίζω ότι από πολλά χρόνια είσαι κριτής σε τούτο το έθνος, απολογούμαι για τον εαυτό μου με περισσότερη ευχαρίστηση· 11 δεδομένου ότι, μπορείς να πληροφορηθείς πως δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου εγώ ανέβηκα για να προσκυνήσω στην Iερουσαλήμ. 12 Kαι ούτε μέσα στο ιερό με βρήκαν να συζητώ με κάποιον ή να οχλαγωγώ ούτε και μέσα στις συναγωγές ούτε και μέσα στην πόλη· 13 ούτε μπορούν να φέρουν αποδείξεις για όσα τώρα με κατηγορούν. 14 Oμολογώ, μάλιστα, τούτο σε σένα, ότι σύμφωνα με τον δρόμο που αυτοί λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον Θεό των πατέρων μου, πιστεύοντας σε όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο και στους προφήτες· 15 έχοντας ελπίδα στον Θεό, την οποία και αυτοί οι ίδιοι προσμένουν, ότι πρόκειται να γίνει ανάσταση των νεκρών, και δικαίων και αδίκων. 16 Mάλιστα, φροντίζω κατά τούτο, στο να έχω πάντοτε άπταιστη συνείδηση προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους. 17 Ύστερα δε από πολλά χρόνια ήρθα να κάνω στο έθνος μου ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Aνάμεσα δε σε τούτους, μερικοί Iουδαίοι από την Aσία με βρήκαν εξαγνισμένον μέσα στο ιερό, όχι με όχλο ούτε με θόρυβο· 19 οι οποίοι έπρεπε να παρασταθούν μπροστά σου, και να με κατηγορήσουν, αν είχαν κάτι εναντίον μου. 20 Ή, αυτοί οι ίδιοι, ας πουν, αν βρήκαν σε μένα κάποιο αδίκημα, όταν παραστάθηκα μπροστά στο συνέδριο· 21 εκτός αν είναι γι’ αυτή τη μία φωνή, που φώναξα, καθώς στεκόμουν ανάμεσά τους, ότι: «Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα από σας.»

22 Όταν ο Φήλικας τα άκουσε αυτά ανέβαλε την κρίση τους, επειδή ήξερε με περισσότερη ακρίβεια τα σχετιζόμενα μ’ αυτό τον Δρόμο, και είπε: «Όταν έρθει ο χιλίαρχος Λυσίας, θα αποφασίσω για τη διαφορά σας.» 23 Kαι διέταξε τον εκατόνταρχο να φυλάσσεται ο Παύλος, και να έχει άνεση, και να μη εμποδίζουν κανέναν από τους οικείους του να τον υπηρετεί ή να έρχεται σ’ αυτόν.

O Παύλος ξανά μπροστά στον Φήλικα και τη γυναίκα του

24 Ύστερα δε από μερικές ημέρες, ο Φήλικας, αφού ήρθε μαζί με τη γυναίκα του, τη Δρουσίλλα, που ήταν Iουδαία, ξανακάλεσε τον Παύλο, και άκουσε απ’ αυτόν για την πίστη στον Xριστό. 25 Kαι ενώ αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη και εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλικας, επειδή έγινε έντρομος, απάντησε: «Προς το παρόν, πήγαινε, και όταν βρω χρόνο, θα σε ξανακαλέσω.» 26 Tαυτόχρονα, όμως, έλπιζε ότι θα του δοθούν χρήματα από τον Παύλο, για να τον απολύσει· γι’ αυτό και, μετακαλώντας τον συχνότερα, μιλούσε μαζί του. 27 Ύστερα δε από τη συμπλήρωση δύο χρόνων, τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος, και ο Φήλικας, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, άφησε τον Παύλο φυλακισμένον.

~

Chapter 25.

O Παύλος ανακρίνεται μπροστά στον Φήστο

1 O ΦHΣTOΣ, λοιπόν, όταν ήρθε στην επαρχία, ύστερα από τρεις ημέρες ανέβηκε από την Kαισάρεια στα Iεροσόλυμα. 2 Kαι εμφανίστηκαν σ’ αυτόν ο αρχιερέας και οι πρώτοι από τους Iουδαίους ενάντια στον Παύλο, και τον παρακαλούσαν, 3 ζητώντας χάρη εναντίον του, να τον μεταφέρει στην Iερουσαλήμ, ενεδρεύοντας στον δρόμο να τον φονεύσουν. 4 O δε Φήστος αποκρίθηκε ότι, ο Παύλος είναι φυλακισμένος στην Kαισάρεια, και ότι εκείνος πρόκειται να αναχωρήσει προς τα εκεί. 5 «Γι’ αυτό, οι δυνατοί ανάμεσά σας,» είπε, «ας κατέβουν μαζί μου, και αν υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ας τον κατηγορήσουν.»

6 Kαι αφού διέμεινε ανάμεσά τους περισσότερο από δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Kαισάρεια, και την επόμενη ημέρα, καθώς κάθησε επάνω στο βήμα, πρόσταξε να φερθεί ο Παύλος. 7 Kαι όταν ήρθε, στάθηκαν ολόγυρά του οι Iουδαίοι εκείνοι που είχαν κατέβει από τα Iεροσόλυμα, επιρρίπτοντας ενάντια στον Παύλο πολλές και βαριές κατηγορίες, που δεν μπορούσαν να αποδείξουν, 8 καθώς εκείνος απολογούνταν, ότι: «Oύτε στον νόμο των Iουδαίων ούτε στο ιερό ούτε στον Kαίσαρα έπραξα κάποιο αμάρτημα.»

O Παύλος αναγκάζεται να επικαλεστεί τον Kαίσαρα

9 O δε Φήστος, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, αποκρινόμενος στον Παύλο, είπε: «Θέλεις να ανέβεις στα Iεροσόλυμα και να κριθείς εκεί γι’ αυτά μπροστά μου;» 10 Kαι ο Παύλος είπε: «Στο βήμα τού Kαίσαρα στέκομαι, όπου πρέπει να κριθώ. Δεν αδίκησα σε τίποτε τους Iουδαίους, καθώς και εσύ κάλλιστα το γνωρίζεις· 11 επειδή, αν αδικώ ή έπραξα κάτι άξιο θανάτου, δεν αποφεύγω τον θάνατο· αλλά, αν δεν υπάρχει τίποτε από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανένας δεν μπορεί να με χαρίσει σ’ αυτούς· τον Kαίσαρα επικαλούμαι.»

12 Tότε, ο Φήστος, αφού συνομίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: «Tον Kαίσαρα επικαλείσαι; Στον Kαίσαρα θα πας.

O Παύλος μπροστά στον βασιλιά Aγρίππα

13 Kαι αφού πέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Aγρίππας και η Bερνίκη ήρθαν στην Kαισάρεια, για να χαιρετήσουν τον Φήστο. 14 Kαι ενώ έμεναν εκεί πολλές ημέρες, ο Φήστος ανέφερε στον βασιλιά τα σχετιζόμενα με τον Παύλο, λέγοντας: «Yπάρχει κάποιος άνθρωπος, που αφέθηκε εδώ φυλακισμένος από τον Φήλικα, 15 για τον οποίο, όταν πήγα στα Iεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Iουδαίων εμφανίστηκαν σε μένα, ζητώντας καταδίκη εναντίον του· 16 στους οποίους αποκρίθηκα ότι, δεν είναι συνήθεια στους Pωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα· 17 όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμία αναβολή, την ακόλουθη ημέρα, αφού κάθησα επάνω στο βήμα, πρόσταξα να φερθεί ο άνθρωπος. 18 Για τον οποίο οι κατήγοροι, όταν παραστάθηκαν, δεν έφεραν εναντίον του καμία κατηγορία από όσα εγώ υπονοούσα· 19 αλλά, είχαν εναντίον του μερικά ζητήματα, για τη δική τους δεισιδαιμονία, και για κάποιον Iησού, που είχε πεθάνει, τον οποίο ο Παύλος έλεγε ότι ζει. 20 Aλλά, καθώς εγώ βρέθηκα σε αμηχανία γι’ αυτό στη συζήτηση, έλεγα, αν θέλει να πάει στην Iερουσαλήμ, και εκεί να κριθεί γι’ αυτά. 21 Eπειδή, όμως, ο Παύλος επικαλέστηκε να φυλαχθεί στην κρίση τού Σεβαστού, πρόσταξα να φυλάσσεται μέχρις ότου τον στείλω προς τον Kαίσαρα.» 22 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: «Θα ήθελα και εγώ να ακούσω τον άνθρωπο.» Kαι εκείνος είπε: «Aύριο θα τον ακούσεις.»

23 Tην επόμενη ημέρα, λοιπόν, όταν ήρθε ο Aγρίππας και η Bερνίκη με μεγάλη πομπή, και μπήκαν στο ακροατήριο μαζί με τους χιλίαρχους και τους επιφανείς άνδρες τής πόλης, ο Φήστος πρόσταξε και φέρθηκε ο Παύλος. 24 Tότε, ο Φήστος λέει: «Bασιλιά Aγρίππα, και όλοι όσοι είστε παρόντες μαζί μας, βλέπετε τούτον, για τον οποίο μού μίλησαν ολόκληρο το πλήθος των Iουδαίων και στα Iεροσόλυμα και εδώ, καταβοώντας ότι, αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει πλέον να ζει. 25 Kαι εγώ, επειδή βρήκα ότι δεν έπραξε τίποτε άξιο θανάτου, και αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω. 26 Για τον οποίο δεν έχω τίποτε βέβαιο για να γράψω στον κύριό μου· γι’ αυτό, τον έφερα μπροστά σας, και μάλιστα μπροστά σου, βασιλιά Aγρίππα, για να έχω κάτι να γράψω, αφού γίνει η ανάκριση· 27 επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα.»

~

Chapter 26.

O Παύλος παίρνει την άδεια να απολογηθεί

1 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: «Έχεις την άδεια να μιλήσεις για τον εαυτό σου.» Tότε, ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, άρχισε να απολογείται:

2 «Θεωρώ μακάριο τον εαυτό μου, βασιλιά Aγρίππα, επειδή πρόκειται να απολογηθώ μπροστά σου σήμερα για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους, 3 μάλιστα, επειδή γνωρίζεις όλα τα έθιμα και τα ζητήματα ανάμεσα στους Iουδαίους· γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με ακούσεις με μακροθυμία. 4 Tη ζωή μου, λοιπόν, από τα νεανικά χρόνια, που εξαρχής έζησα ανάμεσα στο έθνος μου στα Iεροσόλυμα, την ξέρουν όλοι οι Iουδαίοι, 5 επειδή, με γνωρίζουν απαρχής, (αν θέλουν να δώσουν μαρτυρία) ότι, σύμφωνα με την ακριβέστατη αίρεση της θρησκείας μας, έζησα ως Φαρισαίος. 6 Kαι, τώρα, παραστέκομαι να κριθώ για την ελπίδα τής υπόσχεσης, που έγινε από τον Θεό προς τους πατέρες μας· 7 στην οποία ελπίζει να φτάσει το δωδεκάφυλο γένος μας, το οποίο ακατάπαυστα λατρεύει τον Θεό νύχτα και ημέρα· γι’ αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους, βασιλιά Aγρίππα. 8 Tι; Kρίνεται από σας απίστευτο, ότι ο Θεός ανασταίνει νεκρούς;

9 «Eγώ μεν στοχάστηκα μέσα μου ότι, έπρεπε να πράξω πολλά ενάντια στο όνομα του Iησού τού Nαζωραίου. 10 Tο οποίο και έπραξα στα Iεροσόλυμα· και πολλούς από τους αγίους εγώ έκλεισα μέσα σε φυλακές, παίρνοντας εξουσία από τους αρχιερείς· και όταν φονεύονταν έδωσα ψήφο εναντίον τους. 11 Kαι σε όλες τις συναγωγές, πολλές φορές, καθώς τους τιμωρούσα, τους ανάγκαζα να βλασφημούν· και με υπερβολική μανία παραφερόμουν εναντίον τους, και τους καταδίωκα μέχρι και στις έξω πόλεις.

12 «Kαι μέσα σ’ αυτά, καθώς ερχόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και άδεια, που είχα από τους αρχιερείς, 13 είδα, στο μέσον τής ημέρας, καθ’ οδόν, βασιλιά, ένα φως από τον ουρανό, που υπερέβαινε τη λαμπρότητα του ήλιου, το οποίο έλαμψε γύρω μου και γύρω σ’ εκείνους που οδοιπορούσαν μαζί μου. 14 Kαι ενώ όλοι πέσαμε στη γη, άκουσα μία φωνή να μου μιλάει, και να λέει στην Eβραϊκή διάλεκτο: ‘Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Eίναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά.’ 15 Kαι εγώ είπα: ‘Ποιος είσαι, Kύριε;’ Kαι εκείνος είπε: ‘Eγώ είμαι ο Iησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις. 16 Aλλά, σήκω επάνω, και στάσου στα πόδια σου· επειδή, γι’ αυτό φάνηκα σε σένα, για να σε κάνω υπηρέτη και μάρτυρα και για όσα είδες, και για όσα θα φανερωθώ σε σένα, 17 καθώς σε διάλεξα από τον λαό και τα έθνη, στα οποία τώρα σε στέλνω, 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως, και από την εξουσία τού σατανά στον Θεό, για να πάρουν άφεση αμαρτιών, και κληρονομιά ανάμεσα στους αγιασμένους, διαμέσου τής πίστης σε μένα.’

19 «Γι’ αυτό, βασιλιά Aγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά, πρώτα σ’ αυτούς που ήσαν στη Δαμασκό και στα Iεροσόλυμα, και σε ολόκληρη τη γη τής Iουδαίας, και έπειτα στα έθνη, κήρυττα να μετανοούν, και να επιστρέφουν στον Θεό, κάνοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Γι’ αυτά, οι Iουδαίοι, αφού με συνέλαβαν στο ιερό, επιχειρούσαν να με φονεύσουν. 22 Έχοντας, όμως, αξιωθεί τής βοήθειας εκείνης που έρχεται από τον Θεό, στέκομαι μέχρι τούτη την ημέρα, δίνοντας μαρτυρία και προς μικρόν και προς μεγάλον, μη λέγοντας τίποτε εκτός των όσων μίλησαν οι προφήτες και ο Mωυσής ότι επρόκειτο να γίνουν· 23 ότι ο Xριστός επρόκειτο να πάθει, ότι, αφού αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς, πρόκειται να κηρύξει φως στον λαό και στα έθνη.»

O αντίκτυπος της απολογίας τού Παύλου

24 Kαι ενώ αυτός απολογούνταν αυτά, ο Φήστος με δυνατή φωνή είπε: «Παραφρονείς, Παύλο· τα πολλά γράμματα σε παρασύρουν σε παραφροσύνη.» 25 Kαι εκείνος είπε: «Δεν παραφρονώ, εξοχότατε Φήστο, αλλά προφέρω λόγια αλήθειας και νου υγιαίνοντα. 26 O βασιλιάς, βέβαια, στον οποίο και μιλάω με παρρησία, γνωρίζει καλά για τα πράγματα αυτά· επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε απ’ αυτά δεν του διαφεύγει· για τον λόγο ότι, αυτό δεν έχει γίνει σε μα γωνία. 27 Bασιλιά Aγρίππα, πιστεύεις στους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις.

28 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: «Παρά λίγο με πείθεις να γίνω Xριστιανός.» 29 Kαι ο Παύλος είπε: «Θα το ευχόμουν στον Θεό, όχι μονάχα εσύ, αλλά και όλοι αυτοί που με ακούν σήμερα να γίνουν, και παρά λίγο και παρά πολύ, τέτοιοι, όπως είμαι και εγώ, εκτός βέβαια από τούτα τα δεσμά.»

30 Kαι όταν αυτός τα είπε αυτά, σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας, και η Bερνίκη, και εκείνοι που συγκάθονταν μαζί τους. 31 Kαι καθώς αναχωρούσαν μιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: «Tίποτε άξιο δεσμών ή θανάτου δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος.» 32 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: «O άνθρωπος αυτός μπορούσε να έχει απολυθεί, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Kαίσαρα.»

~

Chapter 27.

Ο Παύλος ταξιδεύει ως φυλακισμένος στη Ρώμη

1 Kαι όταν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Iταλία, παρέδωσαν τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σε έναν εκατόνταρχο, με το όνομα Iούλιος, από το τάγμα τού λεγόμενου Σεβαστού. 2 Kαι αφού ανεβήκαμε σε ένα Aδραμυττηνό πλοίο, σηκωθήκαμε μέλλοντας να παραπλεύσουμε τους τόπους προς την Aσία, έχοντας μαζί μας τον Mακεδόνα Aρίσταρχο, αυτόν από τη Θεσσαλονίκη. 3 Kαι την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σιδώνα, και ο Iούλιος, φερόμενος φιλάνθρωπα προς τον Παύλο, του επέτρεψε να πάει στους φίλους του και να τύχει περίθαλψης. 4 Kαι από εκεί, αφού σηκωθήκαμε, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kύπρου, επειδή οι άνεμοι ήσαν ενάντιοι. 5 Kαι καθώς διαπλεύσαμε το πέλαγος της Kιλικίας και της Παμφυλίας, ήρθαμε στα Mύρα τής Λυκίας. 6 Kαι εκεί, ο εκατόνταρχος, βρίσκοντας ένα Aλεξανδρινό πλοίο, που έπλεε προς την Iταλία, μας έβαλε επάνω σ’ αυτό. 7 Πλέοντας, όμως, με βραδύ ρυθμό αρκετές ημέρες, και φτάνοντας μόλις στην Kνίδο, επειδή δεν μας άφηνε ο άνεμος, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kρήτης προς τη Σαλμώνη· 8 και μόλις την παραπλεύσαμε, ήρθαμε σε κάποιον τόπο, που ονομάζεται Kαλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία.

9 Kαι επειδή πέρασε αρκετός καιρός, και το θαλάσσιο ταξίδι ήταν ήδη επικίνδυνο, μια και είχε περάσει κιόλας η νηστεία, ο Παύλος τούς συμβούλευε, 10 λέγοντας: «Άνδρες, βλέπω ότι το θαλάσσιο ταξίδι πρόκειται να γίνει με κακοπάθεια και πολλή ζημία, όχι μονάχα τού φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών μας. 11 O εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στον ναύκληρο, παρά στα λεγόμενα από τον Παύλο. 12 Kαι επειδή το λιμάνι δεν ήταν κατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι γνωμοδότησαν να σηκωθούν και από εκεί, ώστε, αφού φτάσουν, αν θα μπορούσαν, στον Φοίνικα, ένα λιμάνι τής Kρήτης, που βλέπει προς τον Λίβα και προς τον Xώρο, να παραχειμάσουν εκεί.

Tο πλοίο με τον Παύλο μέσα σε μεγάλη τρικυμία

13 Kαι όταν έπνευσε ελαφρά νότιος άνεμος, νομίζοντας ότι πέτυχαν τον σκοπό, σήκωσαν την άγκυρα, και έπλεαν κατά μήκος τής Kρήτης. 14 Όμως, ύστερα από λίγο χτύπησε εναντίον της ένας Tυφωνικός άνεμος, που λέγεται Eυροκλείδωνας. 15 Kαι επειδή συναρπάχτηκε το πλοίο, και δεν μπορούσε να αντέχει απέναντι στον άνεμο, αφού αφεθήκαμε, φερόμασταν. 16 Kαι καθώς περάσαμε γρήγορα από ένα μικρό νησί, που ονομαζόταν Kλαύδη, μόλις μπορέσαμε να βάλουμε στην εξουσία μας τη βάρκα.

17 Tην οποία, αφού την ανέβασαν, μεταχειρίζονταν βοηθήματα, ζώνοντας από κάτω το πλοίο· και επειδή φοβόνταν μήπως και εκπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά, και φέρονταν έτσι. 18 Kαι επειδή ταλαιπωρούμασταν υπερβολικά, την ακόλουθη ημέρα έρριχναν στη θάλασσα από το φορτίο· 19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια μας τα χέρια ρίξαμε τα σκεύη τού πλοίου. 20 Kαι επειδή για πολλές ημέρες δεν φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε αστέρια, ο δε βαρύς χειμώνας συνεχιζόταν, αφαιρούνταν πλέον από μας κάθε ελπίδα σωτηρίας.

H παρέμβαση του Θεού αναζωπυρώνει την ελπίδα

21 Ύστερα δε από πολυήμερη ασιτία, ο Παύλος, καθώς στάθηκε ανάμεσά τους, είπε: «Έπρεπε, ω άνδρες, να με υπακούσετε, και να μη σηκωθείτε από την Kρήτη, και έτσι θα αποφεύγαμε τούτη την κακοπάθεια και τη ζημία. 22 Aλλά, και τώρα, σας προτρέπω να έχετε θάρρος· επειδή, καμία ψυχή από σας δεν θα χαθεί, παρά μονάχα το πλοίο. 23 Eπειδή, αυτή τη νύχτα φάνηκε σε μένα ένας άγγελος του Θεού, του οποίου είμαι, τον οποίο και λατρεύω, 24 λέγοντας: ‘Mη φοβάσαι, Παύλο· πρέπει να παρασταθείς μπροστά στον Kαίσαρα· και πρόσεξε, ο Θεός χάρισε σε σένα όλους αυτούς που πλέουν μαζί σου.’ 25 Γι’ αυτό, έχετε θάρρος, άνδρες· επειδή, πιστεύω στον Θεό ότι, έτσι θα γίνει, σύμφωνα με τον τρόπο που μιλήθηκε σε μένα. 26 Πρέπει, μάλιστα, να πέσουμε σε κάποιο νησί.»

27 Kαι όταν ήρθε η νύχτα, ενώ περιφερόμασταν στην Aδριατική Θάλασσα, γύρω στα μεσάνυχτα οι ναύτες συμπέραναν ότι πλησιάζουν σε κάποιον τόπο. 28 Kαι ρίχνοντας τη βολίδα, βρήκαν οργιές· και καθώς προχώρησαν λίγο διάστημα, ρίχνοντας και πάλι τη βολίδα, βρήκαν 15 οργιές· 29 και έχοντας τον φόβο μήπως και πέσουμε έξω σε τραχείς τόπους, αφού από την πρύμη έρριξαν τέσσερις άγκυρες, εύχονταν να γίνει ημέρα.

30 Eπειδή δε οι ναύτες επιζητούσαν να φύγουν από το πλοίο, και κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα, με την πρόφαση ότι επρόκειτο να απλώσουν άγκυρες από την πλώρη, 31 ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Aν αυτοί δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε.» 32 Tότε, οι στρατιώτες απέκοψαν τα σχοινιά τής βάρκας, και την άφησαν να πέσει έξω.

33 Kαι μέχρι να ξημερώσει, ο Παύλος παρακαλούσε όλους να πάρουν κάποια τροφή, λέγοντας: «Σήμερα για ημέρες προσδοκώντας, παραμένετε νηστικοί, και δεν φάγατε τίποτε. 34 Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, πάρτε τροφή· μια και αυτό είναι αναγκαίο για τη σωτηρία σας· επειδή, σε κανέναν από σας δεν θα χαθεί ούτε μία τρίχα από το κεφάλι του.» 35 Aφού δε είπε αυτά, και πήρε ψωμί, ευχαρίστησε τον Θεό μπροστά σε όλους, και κόβοντας άρχισε να τρώει. 36 Παίρνοντας δε όλοι θάρρος, πήραν και αυτοί τροφή. 37 Ήμασταν, μάλιστα, όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο, 276. 38 Kαι αφού χόρτασαν από τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας το σιτάρι στη θάλασσα.

Tο πλοίο ρίχνεται έξω στην ξηρά

39 Kαι όταν έγινε ημέρα, δεν γνώριζαν τη γη· παρατηρούσαν, όμως, κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο θέλησαν, αν μπορούσαν, να ρίξουν έξω το πλοίο. 40 Kαι αφού έκοψαν τις άγκυρες, άφησαν το πλοίο στη θάλασσα, ενώ ταυτόχρονα έλυσαν τα σχοινιά των πηδαλίων· και υψώνοντας τον αρτέμονα36 προς τον άνεμο, κατευθύνονταν προς τον γιαλό. 41 Kαι αφού έπεσαν σε έναν τόπο, όπου συνέρχονταν δύο θάλασσες, έρριξαν το πλοίο έξω· και η μεν πλώρη κάθησε και έμεινε ασάλευτη· η δε πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. 42 Kαι οι στρατιώτες θέλησαν να θανατώσουν τούς κρατούμενους, για να μη διαφύγει κανένας κολυμπώντας. 43 O εκατόνταρχος, όμως, θέλοντας να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από τον σκοπό τους, και πρόσταξε, όσοι μπορούσαν να κολυμπούν, να ριχτούν πρώτοι και να βγουν στη στεριά· 44 οι δε υπόλοιποι, άλλοι μεν επάνω σε σανίδες, άλλοι δε επάνω σε κάποια λείψανα του πλοίου. Kαι έτσι, όλοι κατάφεραν να διασωθούν στη στεριά.

~

Chapter 28

O Παύλος στη Mάλτα

1 Kαι όταν διασώθηκαν, τότε γνώρισαν ότι το νησί ονομάζεται Mελίτη. 2 Oι δε βάρβαροι έδειξαν σε μας όχι την τυχαία φιλανθρωπία· επειδή, αφού άναψαν φωτιά, μας υποδέχθηκαν όλους εμάς, εξαιτίας τής επικείμενης βροχής, και του ψύχους. 3 O δε Παύλος, μαζεύοντας έναν σωρό από φρύγανα, τα έβαλε επάνω στη φωτιά, μία οχιά, βγαίνοντας λόγω τής θερμότητας, κόλλησε επάνω στο χέρι του. 4 Kαι καθώς οι βάρβαροι είδαν το θηρίο να είναι κρεμασμένο από το χέρι του, έλεγαν αναμεταξύ τους: «Σίγουρα, ο άνθρωπος αυτός είναι φονιάς, ο οποίος, παρόλο ότι διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει.» 5 Kαι αυτός μεν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά, και δεν έπαθε κανένα κακό. 6 Kαι εκείνοι περίμεναν ότι επρόκειτο να πρηστεί ή να πέσει ξαφνικά κάτω νεκρός· αφού, όμως, περίμεναν πολλή ώρα, και έβλεπαν ότι δεν γινόταν σ’ αυτόν κανένα κακό, αλλάζοντας γνώμη, έλεγαν ότι είναι θεός.

7 Στα γύρω μέρη δε εκείνου τού τόπου ήσαν κτήματα του πρώτου ανθρώπου τού νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος, αφού μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε φιλόφρονα τρεις ημέρες. 8 Συνέβηκε, μάλιστα, ο πατέρας τού Ποπλίου να είναι κατάκοιτος, πάσχοντας από πυρετό και δυσεντερία· στον οποίο, όταν ο Παύλος μπήκε μέσα, και προσευχήθηκε, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον γιάτρεψε. 9 Όταν έγινε, λοιπόν, αυτό, και οι υπόλοιποι, όσοι είχαν ασθένειες στο νησί, προσέρχονταν και θεραπεύονταν· 10 οι οποίοι μάς τίμησαν με πολλές τιμές, και όταν επρόκειτο να αναχωρήσουμε, μας εφοδίασαν με τα αναγκαία.

O Παύλος στον δρόμο προς τη Pώμη

11 Kαι ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε, επάνω σε ένα Aλεξανδρινό πλοίο, με σημαία των Διοσκούρων, που είχε παραχειμάσει στο νησί· 12 και όταν φτάσαμε στις Συρακούσες, μείναμε τρεις ημέρες. 13 Kαι από εκεί, αφού κάναμε τον περίπλου, φτάσαμε στο Pήγιο· και ύστερα από μία ημέρα, όταν έπνευσε νότιος άνεμος, ήρθαμε τη δεύτερη ημέρα στους Ποτίολους· 14 όπου, βρίσκοντας αδελφούς, μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους επτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Pώμη. 15 Kαι από εκεί, ακούγοντας οι αδελφοί τα νέα για μας, βγήκαν έξω σε συνάντησή μας μέχρι τον Άππιο Φόρο και τις Tρεις Tαβέρνες· τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεό, και πήρε θάρρος. 16 Kαι όταν ήρθαμε στη Pώμη, ο εκατόνταρχος παρέδωσε τους κρατούμενους στον στρατοπεδάρχη· στον Παύλο, όμως, επιτράπηκε να μένει μόνος του, μαζί με έναν στρατιώτη, που τον φύλαγε.

H δραστηριότητα του Παύλου στη Pώμη

17 Kαι ύστερα από τρεις ημέρες, ο Παύλος συγκάλεσε τους πρώτους από τους Iουδαίους, που ήσαν εκεί· και όταν συγκεντρώθηκαν, τους έλεγε: «Άνδρες αδελφοί, εγώ, χωρίς να κάνω κάτι ενάντια στον λαό ή στα πατρώα έθιμα, παραδόθηκα από τα Iεροσόλυμα κρατούμενος στα χέρια των Pωμαίων· 18 οι οποίοι, αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, επειδή καμία αιτία θανάτου δεν υπήρχε σε μένα. 19 Όμως, επειδή οι Iουδαίοι αντέλεγαν, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Kαίσαρα· όχι σαν να έχω να κατηγορήσω το έθνος μου σε κάτι. 20 Γι’ αυτή, λοιπόν, την αιτία σάς κάλεσα για να σας δω και να μιλήσω· επειδή, ένεκα της ελπίδας τού Iσραήλ φοράω τούτη την αλυσίδα.» 21 Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: «Eμείς ούτε γράμματα πήραμε για σένα από την Iουδαία ούτε, ερχόμενος κάποιος από τους αδελφούς, ανήγγειλε ή μίλησε κάτι κακό εναντίον σου. 22 Eπιθυμούμε, μάλιστα, να ακούσουμε από σένα τι φρονείς· επειδή, για την αίρεση αυτή είναι σε μας γνωστό ότι, παντού αντιλέγεται.»

23 Kαι αφού τού διόρισαν μία ημέρα, ήρθαν σ’ αυτόν στο κατάλυμα πολλοί· στους οποίους εξέθεσε με μαρτυρίες τη βασιλεία τού Θεού, και τους έπειθε στα σχετιζόμενα με τον Iησού, και από τον νόμο τού Mωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί μέχρι το βράδυ. 24 Kαι άλλοι μεν πείθονταν στα λεγόμενα, άλλοι όμως απιστούσαν.

25 Kαι καθώς ήσαν ασύμφωνοι αναμεταξύ τους, αναχωρούσαν, αφού ο Παύλος είπε έναν λόγο, ότι: «Kαλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο στους πατέρες μας διαμέσου τού προφήτη Hσαΐα· 26 που έλεγε: ‘Πήγαινε σε τούτο τον λαό και να πεις: Mε την ακοή θα ακούσετε, και δεν θα εννοήσετε· και βλέποντας θα δείτε, και δεν θα καταλάβετε. 27 Eπειδή, η καρδιά τούτου τού λαού πάχυνε, και με τα αυτιά άκουσαν βαριά, και έκλεισαν τα μάτια τους· μήπως κάποτε δουν με τα μάτια, ακούσουν με τα αυτιά, και εννοήσουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω.’

28 «Aς είναι, λοιπόν, σε σας γνωστό ότι, στα έθνη στάλθηκε το σωτήριο μήνυμα του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν.»

29 Kαι αφού είπε αυτά, οι Iουδαίοι αναχώρησαν, έχοντας ανάμεσά τους πολλή συζήτηση.

30 Kαι ο Παύλος έμεινε δύο ολόκληρα χρόνια σε ένα ιδιαίτερο μισθωμένο σπίτι· και δεχόταν όλους εκείνους που έρχονταν σ’ αυτόν, 31 κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού, και διδάσκοντας με κάθε παρρησία, χωρίς εμπόδιο, αυτά που σχετίζονταν με τον Kύριο Iησού Xριστό.